Το βίντεο ξεκινά να παίζει και… ξαφνικά νιώθουμε ότι βρισκόμαστε στο μέσο μιας πίστας ενός club της Βρετανίας του 70' με κόσμο να χορεύει ξέφρενα γύρω μας.
Η ενδυμασία; Φαρδιά παντελόνια καμπάνα, μεγάλοι γιακάδες, πολύχρωμα ρούχα και μαλλιά σε γενναίο μέγεθος. Στριμωξίδι, ιδρώτας, χορός, χίπηδες, μαύρη μουσική. Ο κόσμος είναι εδώ για να χορέψει με την ψυχή του, να διασκεδάσει πραγματικά. Και χορευτικά κόλπα να μη γνωρίζεις, θα κουνηθείς ακανόνιστα κι είναι σίγουρο πως αυτοσχεδιάζοντας, θα ανακαλύψεις πόσο κολπατζής μπορείς να γίνεις κι' εσύ με τέτοια μουσική υπόκρουση. Πόσες φορές χρησιμοποιήθηκε η λέξη χορός και τα παράγωγα της μέσα σε 3-4 προτάσεις ; Μα ναι, αυτή είναι η μαγεία της Northern Soul, μια επινόηση ενός δισκάδικου του Λονδίνου, ονόματι Soul City, με αφορμή τους οπαδούς βόρειων ποδοσφαιρικών ομάδων, οι οποίοι πριν πάνε στο γήπεδο αγόραζαν σπάνιους δίσκους. Εκεί, ο ιδιοκτήτης χρειάστηκε να δημιουργήσει μια ειδική προθήκη για να κατευθύνονται οι συγκεκριμένοι πελάτες, την Northern.
Λίγα λόγια όμως για την ιστορία, πριν πάμε στην ουσία της μουσικής του Αυστραλού Joel Sarakula που ζει στο Λονδίνο και επανέφερε με τον πιο όμορφο τρόπο το 2015 στα αυτιά μας, την κουλτούρα της Northern Soul.
Βόρεια Αγγλία, 1968: Μεσουρανούν οι progressive και hard rock ήχοι. Παρόλα αυτά, πολλοί νέοι της εργατικής τάξης αναζητούν στο καλό ντύσιμο, στη soul και στις αμφεταμίνες μια ταυτότητα που θα τους διαφοροποιήσει. Χωρίς ιδεολογικό στίγμα και στην πραγματικότητα υιοθετώντας ξένα πολιτισμικά στοιχεία (ιταλική μόδα, μαύρη μουσική), δημιουργούν μια υποκουλτούρα που διήρκεσε μέχρι και τα μέσα των 70s, όταν η punk και η disco παρέλαβαν τη μουσική σκυτάλη και άλλαξαν τα δεδομένα.
Από μουσικής πλευράς, οι δίσκοι που γνώριζαν επιτυχία τότε, ήταν αυτοί της περασμένης δεκαετίας. Οι fan του είδους απέρριπταν τη funk, αλλά έβρισκαν και την καθιερωμένη soul αδιάφορη. Οι DJs της περιοχής αναγκάστηκαν να παίζουν soul των 60's, που όμως ήταν άγνωστη στο ευρύ κοινό. Επέλεγαν λοιπόν δίσκους που στην Αμερική είχαν αποτύχει παταγωδώς αλλά γίνονταν hits δεύτερης ευκαιρίας στη Βρετανία. Το πρόγραμμα όμως των clubs (Wigan Casino, Blackpool Mecca, Twisted Wheel) έπρεπε να γεμίζει κι έτσι οι DJs έψαχναν διαρκώς για νέο υλικό. Έτσι, δημιουργήθηκε μια αγορά για DJs και fans.
Το γεγονός ότι τα 45αρια αυτά αποτελούσαν δισκογραφικές αποτυχίες ή ανεξάρτητες παραγωγές, τα καθιστούσε ήδη σπάνια και είχε συνέπεια και στην αγοραστική τους αξία. Η ζήτηση ανέβαζε και την τιμή τους. Ακόμα και σήμερα, κάποιοι δίσκοι κοστίζουν πάνω από 300 ευρώ, πάλι καλά δηλαδή που υπάρχουν και οι συλλογές σε cd…
Ο όρος Northen Soul μόλις είχε γεννηθεί και προσδιόριζε ενός είδους τραχιάς Soul, λόγω των δυσκολιών στην παραγωγή, λιγότερο «γλυκιάς» και αποδεκτής από τις μεγάλες εταιρείες (Motown, Atlantic, Stax), δυσεύρετης και κατά κύριο λόγο χορευτικής. Μεγάλα ονόματα δεν υπάρχουν αλλά ξεχωρίζουν οι Impressions με τον Curtis Mayfield. Τα πιο απτά παραδείγματα είναι τραγούδια όπως τα: Beggin' από Frankie Valli, Go Now από Bessie Banks, The Snake του Al Wilson και Tainted Love της Gloria Jones.
Μπορεί η Northern Soul να είναι περιορισμένης εμβέλειας, άφησε όμως κληρονομιά που ζει μέχρι και τα σήμερα. Ήταν ουσιαστικά μια αντιεμπορική μόδα που επέτρεψε αργότερα στο punk να επενδύσει πάνω στα αντισυμβατικά της χαρακτηριστικά. Χωρίς τους DJs στα clubs, δεν θα είχαν δημιουργηθεί τα hits και η μετέπειτα τάση που εκδηλώθηκε στην ηλεκτρονική μουσική. Η club κουλτούρα ήταν μάλιστα η αιτία για την καθιέρωση της λευκής ετικέτας (white label) στα βινύλια. Ήταν ο μόνος τρόπος οι DJs να κρύβουν τα στοιχεία του δίσκου από τους «αντιπάλους» τους. Στη μουσική, η Northern επηρέασε τη δουλειά μεγάλων καλλιτεχνών, όπως τους Soft Cell και Paul Weller στα 80s, ή οι Saint Etienne και Dodgy στα 90s ενώ η πρώτη αναβίωση στις μέρες μας, έγινε το 2006 από την Amy Winehouse και τη Duffy, με τις δικές τους βέβαια πινελιές.
Στο θέμα μας, ο Joel Sarakula μετοίκησε από την πατρίδα του την Αυστραλία στο Λονδίνο, σχεδόν πριν πέντε χρόνια και χωρίς πολλές αποστροφές, προσπάθησε να νεωτερίσει τον ήχο των 60's 70's της δυτικής ακτής των ΗΠΑ. Ήχοι από το παρελθόν με επιρροές όπως Sam Cooke, Aretha Franklin, Dionne Warwick, Al Green, Smokey Robinson και Curtis Mayfield περνούν φιλτραρισμένες από τη σύγχρονη μουσική άποψη του Joel και μετατρέπονται σε κάτι νέο. Το πολύ ενδιαφέρον δεν είναι απλά ο αέρας του παρελθόντος, είναι ο τρόπος που ο καλλιτέχνης αντιμετωπίζει την αναβίωση αυτή. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε όντας ιδιαιτέρως αναλυτικός, λέει πως δεν είχε εξ' αρχής σκοπό να φωτίσει και πάλι εκείνη την εποχή, ήταν απλά μια πηγαία εξωτερίκευση της μουσικής που είχε στο μυαλό του, μέσα του. Τραγούδια που είχε γράψει στη διάρκεια των ετών παρουσίας του στη μουσική σκηνή, ενώθηκαν ανέλπιστα ταιριαστά και δημιουργήθηκε το Imposter.
Κάθε άλλο παρά απάτη λοιπόν. Μια γνήσια εκφραζόμενη μουσική κουλτούρα που μετέφερε ο Joel κι ας μην έχει ζήσει εκείνη την εποχή παρά μόνο από δίσκους και βίντεο. Κακά τα ψέματα, η soul, η funk, η disco, η μαύρη κατά άλλους μουσική υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα. Οι εποχές απλώς αναδεικνύουν και φωτίζουν μέρη και νότες που τελικά κλείνουν σε χρονικές παρενθέσεις το φόρτε κάθε μουσικού είδους, καθώς περνά ο καιρός. Ο δεύτερος δίσκος του Joel Sarakula είναι μια χρονομηχανή με σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα και νίκελ πλαίσια. Τον ευχαριστούμε για τη μελωδική pop, του Chelsea Gun, την soft rock ομορφιά του They Can't Catch Me, την γλυκύτητα του Happy Alone και φυσικά τον ξεσηκωτικό ρυθμό του Northern Soul που ο Republic αγάπησε τόσο και αποτέλεσε το έναυσμα για να τον γνωρίσουμε καλύτερα. Όλος ο δίσκος ΕΔΩ.
Παρακάτω διαβάστε τα όσα ενδιαφέροντα μας είπε στις ερωτήσεις που του κάναμε.
Λοιπόν, ξέρουμε πως είσαι ένας Αυστραλός καλλιτέχνης αλλά εδώ και λίγο καιρό βρίσκεσαι στη Βρετανία, στο Λονδίνο συγκεκριμένα. Πότε και πως συνέβη αυτό; Γιατί άφησες την Αυστραλία;
Έφυγα περισσότερο για να βρω μεγαλύτερες διεθνείς σκηνές για μουσική και τέχνη. Το Λονδίνο έμοιαζε ένας ιδανικός τόπος για ένα ξεκίνημα. Η πρώτη μου φορά στο Λονδίνο ήταν το 2003 και βρίσκομαι εδώ μόνιμα τα τελευταία πέντε χρόνια.
Γράφεις, τραγουδάς και κάνεις παραγωγή σε soulfull, ψυχεδελική και indie–pop μουσική. Πως προέκυψε η αγάπη για αυτά τα είδη της μουσικής; Πως ήταν τα παιδικά σου χρόνια; Τι άκουγες;
Άκουγα πολλούς jazz, rock και soul δίσκους όταν ήμουν παιδί. Προφανώς και χάρη στους γονείς μου που είχαν μια μεγάλη συλλογή από βινύλια. Αυτή η εμπειρία νομίζω πως ήταν καθοριστική στο να διαλέξω αυτό το είδος μουσικής.
Τι σπουδές έχεις κάνει; Αγαπημένο μουσικό όργανο;
Είχα κλασική μουσική παιδεία με πιάνο από μικρός στο Σίδνεϋ. Νομίζω πως ήμουν αρκετά καλό αυτί στο να ξεχωρίζω τις μελωδίες από μικρή ηλικία. Αγαπούσα τα όσα εξέπεμπε η μουσική και το κλίμα που διαμόρφωνε μέσα μου ακούγοντας την, επίσης το ότι μπορούσε να αλλάξει έναν ολόκληρο κόσμο. Έπαιζα μπάσο, κιθάρα και τραγουδούσαsolo αλλά και σε μπάντες από τα 15 μου. Τελικά, φτάνεις να διδάσκεσαι από τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω σου. Αγαπημένο όργανο; Το Hammond B3 με ηχεία Leslie φυσικά. Μια μέρα ελπίζω να μπορέσω να αποκτήσω ένα δικό μου.
Στο πρώτο σου άλμπουμ Golden Age, κατά κάποιο τρόπο νιώσαμε πως όσα έγραφες είχαν ένα μη-απολογητικό pop ύφος, μακριά από τα ταμπού και τα trends της εποχής. Πες μας για την δουλειά σου εκείνη. Ήταν απλά ένα άλμπουμ για να κάνεις το ξεκίνημα σου ή κάτι περισσότερο;
Μάλλον αυτό δεν ήταν το ξεκίνημα γιατί είχα και πριν κάποιες κυκλοφορίες που έγιναν μόνο για την Αυστραλία. Ήταν όμως ένα είδος επανεκκίνησης. Με το Golden Age, προσπάθησα να εκφραστώ ειλικρινά και να δείξω την αγάπη μου για τον κλασικό τρόπο γραφής τραγουδιών, χωρίς να πρέπει να μείνω στις συνηθισμένες τεχνοτροπίες.
Άκουσες το δίσκο του David Bowie; Σου άρεσε ; Ξέρω πως είσαι μεγάλος fan του. Τι γνώμη έχεις για τους καλλιτέχνες που γνώρισαν μια μεγάλη επιτυχία στο παρελθόν, αλλά συνεχίζουν να γράφουν και να κυκλοφορούν μουσική;
Το Blackstar; Είναι πολύ καλό, μια γενναία και αδιάλλακτη μουσικά κυκλοφορία. Μου είχε αρέσει επίσης και το TheNext Day, του 2013. Είχε καιρό να κυκλοφορήσει μουσική τέτοιου επιπέδου. Νομίζω πως ο Bowie είναι μοναδικός στον τρόπο που έχει στο να επαν-ανακαλύπτει τον εαυτό του, τη μουσική του και να επεκτείνει τα σύνορα της. Δεν επαναπαύεται στις δάφνες του. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες αφήνουν μια κληρονομιά τελικά. Μου αρέσουν οι Stonesκαι αυτό που μας άφησαν από τα 60's και τα 70's αλλά ποιος ακούει και πάλι όλα αυτά που κυκλοφόρησαν τότε; Μοιάζει να ξαναζεσταίνουν τα παλιά.
Θα ήθελα να μάθω περισσότερα για το Northern Soul. Είναι κατά την άποψη μου ένας εξαιρετικό soul–pop κομμάτι και ένα από αυτά που μεταδόθηκαν και μεταδίδονται περισσότερο. Πως το έγραψες; Ποια ήταν η ιδέα για τον τίτλο;
Ευχαριστώ. Ο τίτλος έχει διπλό νόημα. Έχει να κάνει με τη μουσική και με την κουλτούρα της Northern Soul τωνclubs της Νότιας Αγγλίας που αναπτύχθηκε την δεκαετία του 70 καθώς επίσης και με την ιδεολογική έννοια της επικράτησης της Northern Soul. Σκέφτηκα τη μελωδία καθώς περπατούσα στους κρύους και ανεμοδαρμένους δρόμους του Preston μερικά χρόνια πριν. Απλά παρατηρούσα, κατέγραφα και ηχογράφησα τις εμπειρίες μου εκείνο το βράδυ.
Έχεις υπάρξει θύμα απάτης στη ζωή σου; Είναι το Imposter κάτι πιο σημαντικό από ένας απλός τίτλος; Γιατί διάλεξες αυτό τα όνομα για τίτλο του νέου σου LP
Από όσο ξέρω τον εαυτό μου, μέχρι στιγμής δεν υπήρξα απατεώνας! Μερικές φορές όμως νιώθω πως είμαι μέρος μιας απάτης, όπως και όλοι οι καλλιτέχνες θα πρέπει να κάποια στιγμή να προσποιηθούν επί σκηνής στη διάρκεια της ζωής τους ή της καριέρας τους. Χρειάζεται να πιστεύεις πολύ στον εαυτό σου για να ανέβεις σε μια σκηνή ενός φεστιβάλ και να τραγουδήσεις μερικά κομμάτια που έχεις γράψει και να πείσεις τα κοινό πως αυτά είναι μια εξαιρετική δημιουργία. Διαπιστώνω λοιπόν μερικές φορές, πως αυτή η πίστη δεν βρίσκεται πάντα σε επάρκεια.
Επίσης, ένιωσα πως μερικά κομμάτια του άλμπουμ όπως πιο συγκεκριμένα τα Children of a Higher Light, TheyCan't Catch Me και Northern Soul θα μπορούσαν να υπάρξουν στα τέλη της δεκαετίας του 60' ή στις αρχές της δεκαετίας του 70' σε μια ταινία κατασκόπων. Έτσι, αν φανταστούμε ότι το άλμπουμ μου είναι το soundtrack μιας ταινίας κατασκοπείας της εποχής του ψυχρού πολέμου, ο τίτλος The Imposter είναι ένας τίτλος που ταιριάζει. Το εξώφυλλο επίσης είναι φτιαγμένο με αυτό το σκεπτικό.
Λοιπόν, το The Imposter είναι εδώ. Σε τι αναφέρεται αυτό το LP
Ουσιαστικά, δεν υπήρχε μια κεντρική ιδέα που να περικλείει μέσα της όλα τα τραγούδια. Ήταν πολλά και διαφορετικά τραγούδια τα οποία δούλευα. Όσο βρισκόμουν σε αυτή τη διαδικασία, διαπίστωσα μερικές θεματικές και στιλιστικές κοινές γραμμές. Νομίζω πως το γεγονός πως γράφτηκε μεταξύ Βρετανίας, Γερμανίας και Νορβηγίας, του έδωσε μια διεθνή αίσθηση. Εκτός αυτού, δε μου αρέσουν καθόλου τα ταξίδια με αεροπλάνο και προσπαθούσα να παίρνω μόνο τρένο για τις μετακινήσεις μου. Κοιτάζοντας από το παράθυρο μερικά σκοτεινά τοπία μέσα στο καταχείμωνο, ενώ βρισκόμουν μέσα σε ένα άνετο τρένο, αισθανόμουν σαν μυστικός πράκτορας της Στάζι, που ταξίδευε για να βρεθεί σε μια μυστική συνάντηση στη βόρεια Ευρώπη. Όλες αυτές οι εμπειρίες έδωσαν τελικά ένα σχήμα στο άλμπουμ.
Είμαστε ενθουσιασμένοι από την ποσότητα των επιρροών που βρίσκονται μέσα σε αυτό το άλμπουμ. Σίγουρα εντοπίζουμε μερικές επιρροές Stevie Wonder, ίσως Fleetwood Mac, ή ακόμη και Todd Rundgren. Πως κατάφερες να τα συνδυάσεις όλα αυτά μαζί σε ένα LP
Σέβομαι και εκτιμώ πολύ όλους αυτούς τους καλλιτέχνες. Παρόλα αυτά, ο Todd ήταν η μόνη ενεργή επιρροή καθώς είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που άκουγα τη δισκογραφία των άλλων δυο που αναφέρατε. Προσπαθώ να σέβομαι τις επιρροές μου, αλλά παράλληλα να αντανακλώνται αυτά τα κλασικά στιλ μουσικής μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα. Ήταν μια πολύ δύσκολη διαδικασία το να τοποθετήσω όλα αυτά τα στοιχεία μαζί καθώς συνυπήρχαν πολλά ηχητικά επίπεδα. Σίγουρα βέβαια ήταν και μια εξαιρετικά ευχάριστη διαδικασία όλο αυτό !
Τα Golden Age και Northern Soul μεταδόθηκαν και στο Ηνωμένο Βασίλειο και μάλιστα στο BBCRadio 2 και BBC Music 6, στο XFM καθώς επίσης διεθνώς και φυσικά στην Ελλάδα. Πως νιώθεις μαθαίνοντας πως τα τραγούδια σου μεταδίδονται σε τέτοιας εμβέλειας ραδιόφωνα παγκοσμίως;
Είναι φυσικά τέλειο! Με χαρά θα ήθελα η μουσικές μου να βρεθούν σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο κοινό και φυσικά να υποδεχθώ κάθε υποστήριξη, μικρή ή μεγάλη. Και όλα αυτά γίνονται χωρίς κάποια μεγάλη εταιρεία ή Label που με υποστηρίζει και με προωθεί. Οπότε είναι πραγματικά ένα μεγάλο κατόρθωμα για εμένα να υπάρχω στις λίστες διεθνών ραδιοφώνων. Μια μικρή νίκη για όλους τους αληθινά ανεξάρτητους καλλιτέχνες.
Μπορείς να μας δώσεις το roster των μουσικών που συμμετείχαν για αυτό το υπέροχο αποτέλεσμα; Ποιος έχει κάνει την παραγωγή;
Η παραγωγή του δίσκου έγινε ανάμεσα σε μερικά στούντιο σε όλη την Ευρώπη, μεταξύ των οποίων το διαμέρισμά μου στο Λονδίνο, όπου τραγούδησα τα περισσότερα από τα φωνητικά ! Ο Robbie Moore έκανε την παραγωγή σε μερικά κομμάτια στο Βερολίνο και ο Paulis Grinhofs την παραγωγή σε κομμάτια του Ηνωμένου Βασιλείου. Τη μίξη του δίσκου έκανε ο Dean Reid στο Λονδίνο. Τραγούδησα σε όλα εγώ και έπαιξα όλα τα πλήκτρα και κάποιες από τις κιθάρες. Οι μουσικοί που έπαιξαν κατά κύριο λόγο είναι οι εξής: Geno Carrapetta (τύμπανα), ο Paul Housden (κιθάρα και μπάσο), Robbie Moore (κιθάρα και μπάσο), Sebastian Maschat (τύμπανα), Xav Clarke (κιθάρα και μπάσο) και ο Tony Coote (τύμπανα) και μερικοί ακόμη guest μουσικοί σε συγκεκριμένα σημεία του δίσκου.
Έχεις στα σχέδια σου κάποιο tour ή κάποιες εμφανίσεις εκτός Λονδίνου; Μια μικρή ας πούμε διεθνή περιοδεία;
Ναι, είμαι σε περιοδεία πολύ συχνά. Είμαι ήδη σε περιοδεία στη Γερμανία και κάποιες Σκανδιναβικές χώρες και προγραμματίζω μια μεγαλύτερη για τον Απρίλιο και πάλι στη Γερμανία, τη Γαλλία και το Benelux. Μπορείτε να βρείτε το πρόγραμμα των συναυλιών στη σελίδα μου στο ίντερνετ.
Ζεις από τη μουσική; Είναι είναι η κύρια σου ασχολία; Αν δεν ήσουν μουσικός τι πιστεύεις ότι θα ήθελες να κάνεις;
Ναι, είναι το πρωτογενές εισόδημα μου. Ωστόσο, θα πρέπει να κάνω πολλές ζωντανές εμφανίσεις για να τα βγάλω πέρα. Αν δεν έγραφα μουσική, θα ήθελα ίσως να είχα εμπλακεί κάπου αλλού και πάλι σε σχέση με τις τέχνες, ίσως σε ταινίες ή φωτογραφία.
Έχεις ήδη κάποιους καλούς φίλους στο Λονδίνο; Τριγυρίζετε μαζί και μιλάτε για μουσική; Τι κάνεις στον ελεύθερό σου χρόνο; Πώς είναι η ζωή εκεί;
Ναι, έχω πολλούς καλούς φίλους στο Λονδίνο. Είναι ένα κέντρο των τεχνών, του πολιτισμού και των μέσων ενημέρωσης, οπότε είναι ένας μαγνήτης για τους νέους που έχουν όνειρα. Σίγουρα, μου αρέσει να μιλάμε τη μουσική, την τέχνη, την πολιτική και τη φιλοσοφία ! Επίσης, μας αρέσει να εξερευνούμε τον πολιτισμό club.
Ποια είναι η γνώμη σου σχετικά με το διαδίκτυο και όλο αυτό το πράγμα με τα social media; Το θεωρείς ένα χέρι βοηθείας για την δουλειά σου; Υπάρχουν τόσα πολλά blogs που δίνουν ελεύθερα mp3s, χωρίς να χρειάζεται κανείς να πληρώσει…
Ναι, είναι πολύ χρήσιμο. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το διαδίκτυο είναι τα απαραίτητα κανάλια που πρέπει να χρησιμοποιήσει κανείς για να προωθήσει τη μουσική του αυτές τις μέρες. Το γεγονός ότι διαρρέουν τα mp3s, είναι αδιάφορο, Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος που συμβαίνει και τελικά περισσότερο βοηθά παρά μας πονάει.
Γνωρίζεις κάποιούς άλλους σύγχρονους ρετρό καλλιτέχνες που θα ήθελες να μας συστήσεις;
Πολλούς. Μερικοί από τους αγαπημένους μου τα τελευταία χρόνια είναι ο Ariel Pink, οι Unknown Mortal Orchestra, οι Mild High Club, o Adrian Younge, οι Homeshake, οι Foxygen, ο Connan Mockasin, η Sharon Jones and the Dap Kings, η Jane Weaver, ο Shintaro Sakamoto, ο Sinkane, οι AM & Shawn Lee και οι Field Music. Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες έχουν μια ρετρό ευαισθησία και ενός είδους κλασικό στιλ. Αγαπώ πραγματικά το νέο άλμπουμ της Julia Holter, αν και δεν είναι αυτό που λέμε «ρετρό».
Έχουμε μια παράδοση με τις λίστες εδώ στον Republic. Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας τις δέκα αγαπημένες σου μπάντες / καλλιτέχνες όλων των εποχών;
Ω, όχι, δεν μου αρέσουν οι λίστες, υπάρχουν απλά τόσοι πολλοί καλλιτέχνες που αγαπώ! Ξεκίνησα να γράφω αυτή τη λίστα όπως μου ζητήσατε και πραγματικά το προσπαθούσα δύο μέρες, αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι απλά δεν μπορώ να περιοριστώ σε δέκα καλλιτέχνες. Απέτυχα! Θα πείραζε αν δεν έδινα μια απάντηση σε αυτή την ερώτηση; Το βρίσκω αδύνατο να απαντήσω! (γέλια)
Τον Μιχάλη Αποστόλου τον ακούτε καθημερινά 22:00 – 23:00, στον Republic 100,3 fm.