Ο δίσκος ανοίγει με τρόπο που είναι αδύνατον να μην σε συγκινήσει,
ειδικά αν δεν έχεις ξανακούσει για εκείνους. To Dystopia Of A Circus Boy
δεν διαθέτει ρυθμό, διαθέτει όμως ηλεκτρισμό, διαθέτει φωνή, ψυχή. Μια
μελαγχολία που δεν θα αφήσει αδιάφορο ακόμα και τον πιο απομακρυσμένο
από το συγκεκριμένο είδος μουσικής. Αυτή είναι όμως η μαγεία της τέχνης,
να τραβήξει πάνω της σαν μαγνήτης τα πάντα, να σβήσει τα φώτα από
παντού και να φωτίσει τον εαυτό της και μόνο. Και πράγματι, η
ολοκληρωμένη δουλειά των The Marble Man είναι μαγική με τρόπο τόσο
ελκυστικό, με τρόπο τόσο αδιάλλακτο που οι πιθανότητες του να μην
θελήσεις να επαναλάβεις ξανά και ξανά την ακρόαση είναι απλά ανύπαρκτες.
Ας συστηθούμε όμως με τους Γερμανούς που έχουν και
αυτοί τη δική τους μικρή (;) ιστορία. Πριν από μερικά χρόνια και
συγκεκριμένα τη χρονιά του 2007, ο Josef Wirnshofer, κυκλοφορεί τον
πρώτο του δίσκο σε σύνθεση, στίχους, όργανα και μίξη αποκλειστικά δική
του. Τότε, η μπάντα The Marble Man, ο τίτλος Sugar Rails. Κοιτώντας πιο
πίσω και πριν ακόμη φτάσουμε στο 2007, ο νεαρός και φιλόδοξος
καλλιτέχνης βάλθηκε να μετατρέψει τη σοφίτα του σπιτιού των γονιών του
σε στούντιο ηχογραφήσεων, κουβαλώντας μέχρι και ένα κομμάτι από
τροχόσπιτο. Ο ήχος τότε αρκετά μινιμαλιστικός, φέρνει μνήμες από
παραγωγές Nick Drake και Elliott Smith ενώ στο εξώφυλλο απεικονίζεται
φυσικά ο ίδιος ο Josef περιχαρής στο επί της σοφίτας τρέιλερ του. Πράγμα
ασυνήθιστο για έναν 18χρονο που μόλις είχε τελειώσει το σχολείο,
συνδύαζε όμως χαρακτηριστικά γραφής όπως η σταθερότητα και η ευκολία στο
να φτιάχνει μουσική. Τρία χρόνια αργότερα και αφού έχει μετακομίσει στο
Μόναχο για τις σπουδές του, ο δεύτερος δίσκος με τίτλο Later, Phoenix
είναι γεγονός. Περιέχοντας τραγούδια που μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν
σφραγίδες για το ποιόν της μπάντας, ήδη τα πράγματα δείχνουν πως έχουν
αρχίσει να παίρνουν τον δρόμο τους.
Πίσω στο λοιπόν και στον Νοέμβρη του 2013,
όταν σε γνωστή διαδικτυακή σελίδα προώθησης νέων κυκλοφοριών, υπάρχει
αναρτημένο το Gamblers At Place Pigalle. Μερικά δευτερόλεπτα της
εισαγωγής του αρκούν για να αγαπήσει κανείς το ύφος, την ατμόσφαιρα ενός
κομματιού, ενός LP που έδειχνε καθαρά πως το κρίσιμο βήμα για το μέλλον
τους μόλις είχε γίνει. Κρυστάλλινες κιθάρες, ζεστό μπάσο και μια
ενορχήστρωση που θα ζήλευαν ακόμα και ονομαστά συγκροτήματα. Όλα αυτά
συνδυασμένα με την άριστα κουρδισμένη φωνή του Wirnshofer, δημιουργούσαν
την βεβαιότητα πως εδώ πρόκειται για κάτι πολύ καλό. Το συγκρότημα
έξυπνα, εκτός από αυτό το πανέμορφο κομμάτι, δίνει διαδικτυακά στη
δημοσιότητα και το κομμάτι που τελικά θα βρεθεί στη θέση Νο 1 του
δίσκου, το Dystopia Of A Circus Boy στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε στην αρχή
του άρθρου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα τραγούδια έχουν γραφτεί
με μια εσωτερική λογική, τη λογική που χρησιμοποιούσε πάντα ο frontman
της μπάντας για να εκφραστεί· Με τη δεξιοτεχνία του παραγωγού που
καταφέρνει και παραδίδει πανέμορφα σε σύλληψη τραγούδια όπως το Serenade
που κατά τη γνώμη μας είναι και το πιο συγκλονιστικό του δίσκου. Μια
γυναικεία φωνή ξεπηδά ανάμεσα από πλήκτρα πιάνου και τύμπανα που χτυπούν
με αργό ρυθμό, μιλά στη μητρική γλώσσα τους και προλογίζει τους στίχους
του Josef εκφράζοντας την απόγνωση της για το αδιέξοδο στο οποίο
βρέθηκε. Αργότερα, ακορντεόν, συρτές γεμάτες ηλεκτρικές κιθάρες και πάλι
η γυναικεία φωνή. Έντονα θυμωμένη πια, φωνάζει, ξεσπά, αποφασίζει να
αγνοήσει τα πάντα και εξαφανίζεται μέσα στον θόρυβο. Το κομμάτι κλείνει
με τον ίδιο περίπου αφηγηματικό τρόπο που ξεκίνησε με τη γυναίκα να
δίνει ένα τέλος στην κατρακύλα του νου της. Τώρα ήχοι από τη φύση
παραπέμπουν σε σκηνικό που έχει μεταφερθεί σε κάποιο δάσος ενώ ο
ακροατής από την πανδαισία αυτή θα νιώσει την ανάγκη να πάρει μαζί του
μια νότα αισιοδοξίας παρόλη την ένταση που βίωσε στα σχεδόν 6 λεπτά της
διάρκειας της. Στη συνέχεια του δίσκου, τα Case Study και Space Study
είναι η επιβεβαίωση πως ο δίσκος των Γερμανών δεν θα μένει στη
μελαγχολία γιατί διαθέτει επίσης άνθη ανοιξιάτικα και πολύχρωμα.
Το Haidhausen δεν είναι από εκείνα τα άλμπουμ που θα
παίξουν με την χλιδή της τονικότητας για να δελεάσουν και να κερδίσουν
εκτίμηση και συμπάθεια. Η παραγωγή ποντάρει πολλά στην αρχιτεκτονική,
χτίζοντας ένα μουσικό παλάτι που έχει για τοίχους της την ηχώ των
μουσικών οργάνων και για πολυέλαιους τη φωνή του Josef, στολίδι σε
δωμάτιο. Μια ζωντανή ηχογράφηση που δεν διαπραγματεύεται σε κανένα
σημείο της την αγνότητα και τη σύνθετη ποιότητα της.
Όσο έγραφα αυτό το άρθρο, προσπαθούσα να θυμηθώ με
ποιόν τραγουδιστή μοιάζει η φωνή του Josef. Την αναγνώρισε μια πολύ καλή
φίλη, για την οποία η μουσική δεν είναι απλή αγάπη, είναι η καλημέρα
της και η καληνύχτα. Ευχαριστώ την αγαπημένη Μ. που αναγνώρισε τον
Βρετανό John Bramwell των I Am Kloot ανάμεσα στο ζεστό τραγούδισμα του
Josef Wirnshofer.
Οι The Marble Man είναι οι Josef Wirnshofer, Jonas Übelherr, Boris Mitterwieser, Michael Zahnbrecher και Daniel Mannfeld.
ακούστε εδώ
Τον Μιχάλη Αποστόλου τον ακούτε κάθε Σαββατοκύριακο 16:00-18:00 στον Republic 100.3