Η αλήθεια είναι πως καιρό έχουμε να ασχοληθούμε με κάποια γυναικεία
καλλιτεχνική παρουσία. Συνήθως αντικείμενο μουσικής ανάλυσης υπήρξαν μπάντες ή
μεμονωμένοι καλλιτέχνες γένους αρσενικού. Ο όρος “ασχολούμαι” είναι από
αδόκιμος έως υποτιμητικός για μια Κυρία της μουσικής όπως η Andrea Schroeder.
Δύο δίσκοι που δεν έκαναν απλά τους πάντες να αναρωτιούνται απο που ήρθε
ξαφνικά αυτή η απίστευτα σαγηνευτική φωνή αλλά και να προσπαθούν να
συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της ως ερμηνεύτρια. Για εμάς η γνωριμία με την
Andrea έγινε με τρόπο αντίστροφο. Όσο αφορά πάντα τις επίσημες δουλειές της καθότι
ο δεύτερος της δίσκος έφτασε πρώτος στα χέρια μας και ακολούθησε ο πρώτος για
να υπάρχει η απαραίτητη συνέχεια και μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα πεπραγμένα
της. Ακριβώς εδώ άρχισα να νιώθω πως κάτι σημαντικό είχα χάσει μέσα στο 2012,
τη χρονιά κυκλοφορίας του Blackbird. Αριστουργηματικό και ήδη ένας δίσκος που
της εξασφάλιζε εισιτήριο για το τραίνο με τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες της
επόμενης δεκαετίας τουλάχιστον χωρίς δόσεις υπερβολής. Αυτό επιβεβαιώθηκε δύο
χρόνια αργότερα..
Αν και η Μελίνα Μερκούρη δεν συνηθίζεται να αναφέρεται τόσο ως τραγουδίστρια
όσο ως ηθοποιός, η χροιά της Andrea μοιάζει σαν μια περίεργη μίξη της φωνής της
μεγάλης Ελληνίδας ηθοποιού και του Stuart Staples των Tindersticks. Η
μελαγχολία ίσως να μην μπορούσε να βρεί καλύτερο μέρος για να “φωλιάσει”.
Κάποιοι καλλιτέχνες παρέχουν αυτό το τοπίο μέσα τους, απο τον τρόπο που
εκφράζονται, που γράφουν μουσική και που αποτυπώνουν το μεγαλείο της
προσωπικότητας τους. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η Γερμανίδα, που δείχνει να
ταιριάζει απόλυτα με αυτή τη γκρίζα κουρτίνα, το σκοτεινό, το βρεγμένο του
χειμώνα. Ένας εκφραστικός πεσιμισμός που αν δεν συνοδευόταν από τον αισθησιασμό
και τη θέρμη της φωνής, δεν θα ήταν η Andrea Schroeder. Θα μιλούσαμε απλά για
μια ακόμα μελαγχολικώς κινούμενη πλην όμως καθόλου ενδιαφέρουσα περίπτωση
ερμηνεύτριας.
Το Where The Wild Oceans End συνεχίζει τον δρόμο της Βερολινέζας από εκεί
ακριβώς που τον άφησε το Blackbird. Κοινώς, επιβεβαιώνει πως είναι μια θεά στον
τρόπο που τραγουδά, τον τρόπο που γράφει μουσική και το πως εκφράζεται
στιχουργικά. Έχει μαζί του όμως και στοιχεία (ίσως κάποιοι τα πουν και
μειονεκτήματα) τα οποία θα λατρέψουν όσοι αρέσκονται σε παραλληλισμούς και
αναζήτηση καλλιτεχνικών ομοιοτήτων. Ο θηλυκός Nick Cave ; Το Alter Ego του
David Bowie ; Ο Lou Reed θα υποκλινόταν μπροστά της ; Η φωνή της είναι τόσο
γενναία, ακούγεται τόσο αποφασιστική που είναι αδύνατον να πιστέψεις πως είναι
μόνο μια λαμπρή παρθενογένεση. Από τη φύση μας ότι καινούργιο, θαυματουργικό,
αδαμάντινο και άφταστο προσπαθούμε να το εξανθρωπίσουμε ως κάτι που υπήρχε ήδη
εδώ και το γνωρίζαμε καλά, το είχαμε κατανοήσει σε κάποιο βαθμό. Αυτό που
σίγουρα συμβαίνει με τον καινούργιο δίσκο της Γερμανίδας είναι πως πλέον
πρόκειται για την ηχογράφηση μιας δεμένης μπάντας με προσωπικότητα, που εκτός
από την ίδια φυσικά στα φωνητικά και το αρμόνιο και τον σύντροφο της Jesper
Lehmkuhl στην κιθάρα, συμπληρώνεται απο τον Chris Hughes στα τύμπανα, τον Dave
Allen στο μπάσο και την Catherine Graindorge στο βιολί. Μια εξέλιξη στο μουσικό
σχήμα που νομοτελειακά το μέγεθος της Andrea θα έφερνε αργά ή γρήγορα.
Εναρκτήριο κομμάτι του LP το Dead Man’s Eyes, σε βάζει γρήγορα στο θέμα
φέρνοντας μνήμες του 2012 σε flashback, με ένα βαρύ μπάσο να απλώνεται ως χαλί
υποδοχής της φωνής που έρχεται να σβήσει κάθε αμφιβολία για το ποιός είναι το
αφεντικό εδώ. Ηλεκτρικές κιθάρες που περισσότερο παραμορφώνουν παρά δείχνουν να παίζουν μια λογική σειρά από νότες. Ανατριχιαστικό και επιβλητικό και από
πλευράς ποίησης, παραδίδει τη σκυτάλη στο κομμάτι που όσες φορές και αν ακούσω,
άλλες τόσες θα ανατριχιάσω από χαρά και συγκίνηση που υπήρξα ακροατής αυτού του
άλμπουμ. Εναλλάξ τραγουδισμένο σε Αγγλικά και Γερμανικά, το Ghosts of Berlin με
βιολί και ακορντεόν περνάει σε άλλο επίπεδο παραγωγής αποτελώντας σήμα
κατατεθέν για τον δίσκο. Μιλά για αυτούς που χάθηκαν σε μια περίοδο που το
Βερολίνο μετασχηματίστηκε ανεπιστρεπτί και που κάποιοι προσπαθούν να ξεχάσουν.
Σχεδόν ατελείωτες σκέψεις έρχονται στο μυαλό ακούγοντας (και βλέποντας) τα
φαντάσματα του Βερολίνου. Τα Γερμανικά εμφανίζονται και μένουν στο Heroes όπου
η Schroeder διασκευάζει το ομώνυμο κομμάτι του David Bowie απο τη χρονιά του
1977 σε μια διήγηση για δύο εραστές δίπλα στο τοίχος του Βερολίνου. Ένα από τα
stand outs του δίσκου είναι και το ομότιτλο του. Αργό, με αποσπασματικά κρουστά
και μια επαναλαμβανόμενη γεμάτη παράπονο μελωδία που από τη μέση και μετά ξεσπά
με metal κιθάρες και ακορντεόν.
Δεν μπορώ να ξέρω που τελειώνουν οι άγριοι ωκεανοί, δεν έχει άλλωστε καμία
σημασία. Ξέρω πως μπροστά μας βρίσκεται το δεύτερο άλμπουμ που καθιερώνει μια
καλλιτέχνιδα μοναδική, με ιδιοσυγκρασία και ευλογημένη με μια ασύγκριτη φωνή
που θα αφήσει εποχή.
Τον Μιχάλη Αποστόλου τον ακούτε κάθε Σαββατοκύριακο 16:00-18:00 στον Republic 100.3