Η πρώτη του ποιητική συλλογή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα και φέρει τον τίτλο «Πεζολίβαδα».
Ο Αγγελής Μαριανός συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό ως ένας ποιητής, του οποίου τα έργα κυοφορούν μία ad hominem ποικιλομορφία. Η αναγνωστική διαδικασία μεταστοιχειώνεται σε ένα είδος κίνησης που καταγράφει την πολυπρισματική έκθεση του συγγραφικού υποκειμένου. Τα ποιήματά του συλλαμβάνουν τη στιγμή και την παρατείνουν, αλλά τη χωροθετούν εντός της τωρινής πραγματικότητας. Στο απτό και το σώμα προσδίδεται ένα ιδιαίτερο σημασιολογικό φορτίο: Η ανθρώπινη υπόσταση μετατρέπεται σε μία δεξαμενή εμπειριών, συλλογισμών, συναισθημάτων που αναφλέγουν τη διάθεση για ζωή:
Θα με εξαφανίσει η αντάρα των γαστρικών
μου διαμερισμάτων δια της δυσπεψίας.
Μέσα στη νύκτα για μιας ξυπνώ κι ορθώνομαι.
Σκαρφαλώνω στα στασίδια της υπομονής
και περιμένω την έρπουσα ανάρρωση
βέβαιος πως η ώρα πήγε τρεις.
«Η ώρα τρεις»
Τα αρνητικά συναισθήματα, αφετέρου, διηθούνται από το μνημονικό και καθιστούν την αυτο-εποπτεία πιο αποτελεσματική για το άτομο:
Η πολυθρόνα της θλίψης μου είναι τόσο άνετη,
Μια τάξη μπαίνει στα βουβά
Μια μηχανή παύσεως θλίψης μιαν αφορμή.
Ελατήρια ανακούφισης με ανυψώνουν
τόσο, ώστε να παραδοθώ στην κυκλοφορία.
«Μιαν αφορμή»
Απώτερος στόχος είναι η ελευθερία, η οποία αποτυπώνεται τόσο στις διαφορετικές κειμενικές μορφές όσο και στο περιεχόμενο:
Λάβα, να χύνομαι ελευθερωμένη στα μάρμαρα.
Λεύτερος να είμαι και λευτεριά να μη προσμένω.
Δε θέλω να αισθανθώ ελεύθερος, δε θέλω αισθήσεις.
Θέλω πρώτα να πράττω ελεύθερος και να 'μια τέτοιος.
«Πωρόλιθος»
Κατ' αρχάς, θα ήθελα να σας ρωτήσω γιατί επιλέξατε τον τίτλο «Πεζολίβαδα» για το βιβλίο σας; Ο τίτλος έχει για μένα μια διπλή εσωτερική εγγραφή. Ξεδιάλεξα τη λέξη «Πεζολίβαδα» από το τελευταίο ποίημα «Ήχοι Νυκτερινοί». Παραθέτω τον στίχο: «άκου το σάρωμα που ο αγέρας καταφέρνει δροσίζοντας τα πεζολίβαδα της πόλης». Για μένα τα πεζολίβαδα είναι το αστικό τοπίο και ο τρόπος που κινείται ο Άνθρωπος εντός. Έχοντας κάνει κατάληψη και στη τελευταία σπιθαμή γης, περιφέρεται αέναα σε ελλειπτική τροχιά. Η δεύτερη εσωτερική εγγραφή είναι ένας υπαινιγμός. Από τα λιβάδια του πεζού λόγου ο ποιητής συλλέγει λέξεις για να δημιουργήσει την ποιητική σοδειά.
Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με την ποίηση και όχι με κάποιο άλλο είδος γραφής
Ποια από τα βιβλία που έχετε διαβάσει είναι τα αγαπημένα σας; Στην εφηβεία μου κυρίως οι Ρώσοι λογοτέχνες με πρώτα και αξέχαστα τα βιβλία «Η Μάνα» του Γκόργκι, «Πώς δενότανε το Ατσάλι» του Ν. Οστρόφσκι και «O καλός στρατιώτης Σβέικ» του Χ. Γιάροσλαβ. Ώριμος, διάβασα περισσότερη ποίηση και Έλληνες λογοτέχνες, με αγαπημένους τον Μ. Αναγνωστάκη, τον Άρη Αλεξάνδρου – για την ποίηση αλλά και για το μοναδικό Κιβώτιο – καθώς και τον Στρατή Τσίρκα με τις αξεπέραστες Ακυβέρνητες Πολιτείες.
Πότε ήταν η πρώτη φορά που ασχοληθήκατε με το γράψιμο και την ποίηση; Ασχολιόμουν περιστασιακά από τα νεανικά μου χρόνια. Τη περίοδο αυτή σκάρωνα ποιήματα, έγραφα επιστολές και παραμύθια για μεγάλους. Φυσικά δεν κρατούσα τίποτα από αυτά, τα έγραφα, τα έδινα και τέλος. Συστηματικά άρχισα να γράφω το 2014, όταν κατάφερα να γράψω ποιήματα που στέκονταν πέρα από μένα.
Ποιες είναι οι βασικές σας λογοτεχνικές επιρροές; Οι ρώσοι και οι αμερικανοί λογοτέχνες, καθώς και οι Έλληνες ποιητές με τη σειρά που τους γνώρισα: ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Καβάφης, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Σαχτούρης και ο Αναγνωστάκης.
Πολλά ποιήματά σας εκφράζουν έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Η ποιητική στιγμή είναι πάντα πρωτόλεια. Όταν μπαίνω στη διαδικασία της επεξεργασίας, πολλές φορές τα ίδια τα ποιήματα με οδηγούν στο να διατηρήσω το συναίσθημα ακέραιο. Θα τολμήσω να πω ότι αντιστέκονται στον αποχρωματισμό τους. Επιπλέον, δεν με απασχόλησε ποτέ η κτήση και η έκθεση. Από τη στιγμή που φεύγουν από τα χέρια μου, παύουν να είναι προσωπικά. Να σημειώσω ακόμη, ότι τα «απελευθερώνω» με το λογοτεχνικό μου ψευδώνυμο Αγγελής Μαριανός.
Το βιβλίο σας χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία: αυτοαναφορικά και κοινωνικά ποιήματα, ποιήματα με κεντρικό θεματικό άξονα τη φύση και την πόλη, ελεύθερος και ομοιοκατάληκτος στίχος. Διαβλέπετε στον συγγραφικό πειραματισμό μια μορφή ελευθερίας; Στη ποίηση με ενδιαφέρει η ελευθερία και ο πειραματισμός. Όπως θα έκανε κι ένας μουσικός, κουρδίζω ανάλογα με το υλικό που έρχεται στο φως. Έως εδώ, ταξιδεύω με συνεχείς αλλαγές στις αποσκευές μου, πειραματίζομαι ως ύπαρξη και αυτό αποτυπώνεται στον ποιητικό μου λόγο.
Πιστεύετε ότι ο ρόλος του ποιητή πρέπει να είναι αυτός του κοινωνικού εκφραστή; Μεγάλη κουβέντα ανοίγουμε. Θεωρώ ότι ο ποιητής που συνδέεται με τον κοινωνικό ιστό, γίνεται αυτόματα εκφραστής της εποχής του. Κατά συνέπεια εμπνέεται από τον άνθρωπο και αλληλεπιδρά με τη γραφίδα του. Παρήγορο θα ήταν εάν ο ποιητής αναδεικνύεται σε κοινωνικό εκφραστή. Ο ρόλος του ποιητή καθορίζεται από τον Άνθρωπο που μεταφέρει μέσα του. Για μένα ο σύγχρονος άνθρωπος είναι αυτός που δε ντρέπεται να ανοίξει το κουμπί του πουκαμίσου του όταν χρειαστεί να φανερώσει τις πληγές από τα ξένα σώματα και τις διάσπαρτες αυτοάνοσες βλάβες. Στέκεται όρθιος με λόγο καθάριο και πράξεις που επιδρούν στις διαρκείς αλλαγές της κοινωνίας. Δεν έχω δει κανέναν αλώβητο άνθρωπο να αλλάζει τον κόσμο. Σε ότι με αφορά, με αυτόν τον λαβωμένο Άνθρωπο θα πορευτώ ποιητικά…
Κατάγεστε από το Ρέθυμνο, αλλά είστε κάτοικος Θεσσαλονίκης και έχετε γράψει δύο ποιήματα με τίτλο «Στην Τσιμισκή» και «Προς Σαλονίκη». Ποια είναι η σχέση σας με τη Θεσσαλονίκη; Στη Θεσσαλονίκη ήρθα στα τριάντα μου για να καλύψω μια θέση εργασίας που χήρεψε. Σαν στόχο έβαλα να μείνω δύο χρόνια και μετά να επιστρέψω στα κεντρικά γραφεία των Αθηνών της φαρμακευτικής που εργαζόμουν. Η Θεσσαλονίκη με απορρόφησε σαν ράμμα. Ένιωσα πως με γύρισε δέκα χρόνια πιο πίσω, πως έγινα δέκα χρόνια πιο νέος μέσα στα σπλάχνα της. Αγάπησα ξανά τα ρεμπέτικα, τις γειτονιές και την οικειότητα των ανθρώπων, ερωτεύτηκα και με έναν φυσικό τρόπο εντάχθηκα.
Ποια είναι τα συγγραφικά σας σχέδια για το μέλλον; Δεν κάνω σχέδια, αλλά θα ευχόμουν να ολοκληρώσω ένα δεύτερο βιβλίο με ολιγόστιχα ποιήματα και, κλείνοντάς το, να νιώσω ένας κατάκοπος και ανακουφισμένος άνθρωπος.
Ο Αγγελής Μαριανός γεννήθηκε το 1967. Κατάγεται από το Ρέθυμνο και σπούδασε διοίκηση του Μάρκετινγκ και Ξενοδοχειακά. Από το 1989 εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Το 2001 μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, παντρεύτηκε και απόκτησε δύο κόρες. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε ποιητικά ιστολόγια και στην ηλεκτρονική έκδοση των Ποιείν και Φρέαρ. Τον Οκτώβριο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Πεζολίβαδα» από τις εκδόσεις Θράκα.