Γεννημένος το 1925 στην Ύδρα, ο Παναγιώτης Τέτσης, αναπόσπαστο κομμάτι της μεταπολεμικής ελληνικής ζωγραφικής, απεβίωσε σε ηλικία 91 ετών. Νεαρός μαθητής του Πικιώνη και του Χατζηκυριάκου – Γκίκα, ξεκινάει τις σπουδές του στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας υπό την καθοδήγηση των Δ. Μπισκίνη και Π. Μαθιόπουλο, ενώ μαθητεύει στο εργαστήριο του Κ. Παρθένη. Αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών το 1949 και έγινε μέλος της ομάδας Αρμός Α και ύστερα της ομάδας Αρμός Β. Εργάστηκε ως επιμελητής στην έδρα του ελεύθερου σχεδίου στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ ενώ το 1953 μετακομίζει στο Παρίσι όπου διδάσκει την τεχνική της χαλκογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού.
Το έργο του εκτίθεται το 1958 στο Μουσείο Γκούγκενχάιμ στα πλαίσια της υποψηφιότητας του για το διεθνές βραβείο του θεσμού, ενώ συμμετέχει στην Μπιενάλε του Sao Paulo το 1957 και στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1959. Παρότι το 1970 επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας, λόγω πολιτικών συνθηκών, ο ίδιος αποσύρεται από την υποψηφιότητα.
Από το 1976 μέχρι το 1991, ο Τέτσης διδάσκει στο Γ' Εργαστήριο Ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών και το 1989 εκλέγεται πρύτανης για να κατακτήσει τον τίτλο του ακαδημαϊκού τέσσερα χρόνια αργότερα.
Τα έργα του Τέτση, αγγίζουν στοιχεία εξπρεσιονισμού και φοβ ενώ κατακλύζονται θεματικά από την δύναμη του τοπίου, το ελληνικό χρώμα, το δυνατό φως αλλά και σκηνές από την καθημερινότητα των πόλεων. Ο ζωγράφος έχει ασχοληθεί εκτενώς και με την χαρακτική και την τοιχογραφία σε εκκλησίες και δημόσια κτήρια, ενώ έχει χαρακτηρίσει κύρια επιρροή του τον Χατζηκυριάκο – Γκίκα.