Κάθε αλλαγή, ειδικά όταν είναι δραστική, είναι για καλό. Όπως η ανακαίνιση
στο σπίτι, η αναδιαρρύθμιση των επίπλων στο χώρο. Για τη νέα κυβέρνηση όμως δεν
είναι μια απλή αναδιάρθρωση ή ένα ξαναμοίρασμα της τράπουλας στους ίδιους
ανθρώπους με διαφορετικό όμως τρόπο. Και για το λόγο αυτό δεν μπορούμε να μην
ελπίσουμε –έστω για λίγο: όχι μόνο για τη συναίνεση ή την προοπτική που
ανοίγεται και που μένει να αποδειχθεί, αλλά για τις προϋποθέσεις εκκίνησης.
Δεν είμαι πολιτική αναλύτρια, ούτε σχολιάστρια και γι’ αυτό δεν αναφέρομαι
στο σύνολο της νέας κυβέρνησης ή σε όψεις του κυβερνητικού σχήματος και του
ορίζοντά του. Ζω όμως μέσα στο χώρο του πολιτισμού και έχω, πέρα από την αγωνία
της τύχης του, και ορισμένες βεβαιότητες: Ο Νίκος Ξυδάκης, αναλαμβάνοντας το
χαρτοφυλάκιο του Πολιτισμού, είναι ό,τι καλύτερο μπορούμε να φανταστούμε όσοι
ζούμε και αναπνέουμε μέσα στο χώρο αυτό.
Διαβάστε (ξανά) το παλιότερο άρθρο του «Πολιτισμός χωρίς υπουργείο»,
παρακάτω ολόκληρο.
Δεν έχω λόγια, ούτε μπράβο, μόνο απέραντο σεβασμό. Γιατί
είναι ο μόνος που έχει αντιληφθεί την πραγματική δυνατότητα ενός Υπουργείου
Πολιτισμού να λειτουργήσει (ευρωπαϊκώς) παραδοσιακά και ταυτόχρονα
δυναμικά: Τουτ’ έστιν, ως προστάτης της πολιτιστικής κληρονομιάς, των μνημείων
και των μουσείων, και ως υποστηρικτής για
το σύγχρονο πολιτισμό.
Στο δεύτερο όμως, σημαντική λεπτομέρεια: όχι με
επιχορηγήσεις μικρές ή μεγάλες, χωρίς στρατηγική, αλλά με τη γνωστή κυρίως από
την Αγγλία λειτουργία ενός Arts Council. Μην επεκταθώ εδώ, ψάξε και δες –άσε
που έχουμε συζητήσει ήδη και θα συζητήσουμε ξανά όπως φαίνεται.
Σε κάθε περίπτωση, ο Ξυδάκης ξέρει πού και πώς παράγεται ο πολιτισμός, και
όχι μόνο πού και πώς ανα-παράγεται.
Νίκο Ξυδάκη, είμαστε μαζί σου, μικροί και μεγάλοι, μικρότεροι και
μεγαλύτεροι.
***
Λιγότερο κράτος, περισσότερη αγορά. Είναι μια από τις επικρατούσες
δόξες της εποχής, τουλάχιστον η πιο φωνακλάδικη. Είμαι πάντα επιφυλακτικός
έναντι των γενικεύσεων και δεν έχω πεισθεί ότι το κράτος, το δημοκρατικό κράτος
των χωρών της Δύσεως, έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του ρόλο δίνοντας τη θέση
του στην κυριαρχία των συνήθως «νευρικών» και όχι πάντα ορθολογικών αγορών.
Η αλήθεια βρίσκεται στο μέσον: σε μερικά πεδία του δημόσιου βίου η υποχώρηση
του κράτους μπορεί να αποβεί ευεργετική, σε άλλα πεδία η ενεργός παρουσία του
επιβάλλεται. Ας δούμε δύο συγκεκριμένα παραδείγματα: τον πολιτισμό και το
περιβάλλον.
Για τον πολιτισμό λειτουργεί σχετικό υπουργείο, από τις απαρχές της Γ'
Ελληνικής Δημοκρατίας. Πεδίο ευθύνης του είναι η διαχείριση της πολιτιστικής
κληρονομιάς και η ρύθμιση της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας· διαχείριση
παρελθόντος και διαχείριση παρόντος. Η γραφειοκρατία του υπουργείου είναι
αδύναμη, ο προϋπολογισμός του γλίσχρος, οι υπουργοί που περνούν από την ηγεσία
του ανυπομονούν να μετακομίσουν για αλλού, σε υπουργείο «παραγωγικό». Ο μόνος
μηχανισμός που λειτουργεί ικανοποιητικά είναι η αρχαιολογική υπηρεσία – που
τυχαίνει να στελεχώνεται από τον παλαιότερο επιστημονικό κλάδο του κράτους.
Στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία το υπουργείο ούτε ρυθμίζει ούτε
ενισχύει ούτε παίρνει πρωτοβουλίες. Απλώς παρακολουθεί. Και μοιράζει
επιχορηγήσεις εδώ κι εκεί, χωρίς κανένα σχέδιο, χωρίς στρατηγική, κατά τις
ορέξεις και την εντοπιότητα του υπουργού, των συμβούλων και των μανδαρίνων. Τα
εκτός τακτικού προϋπολογισμού κονδύλια από τον ΟΠΑΠ διοχετεύονται με αυτό τον
τρόπο.
Είναι φανερό ότι αυτό το συσσίτιο, άνευ στρατηγικής, δεν είναι πολιτική
πολιτισμού. Δεν θα μπορούσε να είναι, ακόμη κι αν οι υπουργοί δεν ήσαν τόσο
αδιάφοροι ή άσχετοι, κι αν οι γραφειοκράτες ήσαν όλοι κορυφαίοι διανοούμενοι
μάνατζερ. Οχι. Διότι ο πολιτισμός, όπως παράγεται σήμερα, δεν μπορεί να
υπακούσει σε κεντρικό σχεδιασμό και σε κουτοπόνηρα συσσίτια. Ο πολιτισμός
σήμερα παράγεται σε απρόσμενα πεδία, εκτός των τυπικών κατηγοριών και ορίων.
Δεν περιορίζεται στα μουσεία, τα θέατρα και τις ακαδημίες. Παράγεται, ορμητικός
και πολλαπλάσιος, πανίσχυρος, στη βιομηχανία ταινιών και τηλεοπτικού
προγράμματος, στη βιομηχανία των video games, στο Διαδίκτυο, στα μήντια. Αυτά
δεν μπορεί να τα ρυθμίσει κανένα υπουργείο, πόσω μάλλον να τα επηρεάσει ή να τα
σχεδιάσει.
Ας αποσυρθεί λοιπόν το κράτος από αυτό τον γελοίο ρόλο του σχεδιαστή των
ασχεδίαστων. Ας καταργηθεί το υπουργείο Πολιτισμού υπό την παρούσα μορφή του,
κι ας μετασχηματισθεί σε ό,τι πράγματι χρειάζεται: Αφενός, σε έναν ισχυρό και
ευέλικτο οργανισμό με σκοπό την προστασία και αξιοποίηση της κληρονομιάς, των
μνημείων και των μουσείων – ακολουθούμε την ευρωπαϊκή ηπειρωτική παράδοση.
Αφετέρου, σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη δημιουργία, ας ακολουθήσουμε το
αγγλοσαξονικό μοντέλο: ένα συμβούλιο τεχνών, με μέλη διοριζόμενα από τη Βουλή,
με σταθερή θητεία, με ανεξάρτητο προϋπολογισμό – κατά το βρετανικό Arts
Council. Αυτό το συμβούλιο δεν θα φιλοδοξεί να δεσπόζει επί του πολιτισμού,
αλλά να σπεύδει αρωγός και υποστηρικτής των καλλιτεχνών παραγωγών σε όλες τους
τις εκφάνσεις.
Η ιδέα περί Συμβουλίου Τεχνών (χωρίς κατάργηση του υπουργείου, βεβαίως) είχε
πρωτακουστεί δειλά επί υπουργίας Μικρούτσικου, όταν είχαν επιχειρηθεί και
κάποιες μεταρρυθμίσεις. Εκτοτε ο κρατισμός θέριεψε, χωρίς καμιά όρεξη να
προσαρμοστεί στο ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Αντιθέτως με τον πολιτισμό, στο περιβάλλον επιβάλλεται να υπάρχει κεντρική
μέριμνα, παρέμβαση και σχεδιασμός από το δημοκρατικό κράτος. Οπως ακριβώς και
τα μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς, το περιβάλλον, φυσικό και
ανθρωπογενές, είναι εθνικός πόρος, εν πολλοίς μοναδικός και αναντικατάστατος.
Αρα επιβάλλεται ο σχεδιασμός και η δράση σε εθνικό επίπεδο, συνδεδεμένα μάλιστα
με τους ανάλογους οργανισμούς σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Το υπουργείο
Περιβάλλοντος δεν εξαντλείται σε μια τεχνική διαχείριση, λ.χ., των προβλημάτων
ρύπανσης. Σκοπός του είναι η βιώσιμη ανάπτυξη, η ποιότητα ζωής, η προάσπιση των
εθνικών πόρων διαχρονικά. Ρόλος του δεν είναι να συγκροτήσει άλλη μια δυσκίνητη
γραφειοκρατία, αλλά ευέλικτα όργανα που θα ρυθμίζουν και θα διαφωτίζουν διαρκώς
– κι αν υπάρχει ανάγκη θα παρεμβαίνουν διορθωτικά ή και κατασταλτικά.
Το δημοκρατικό κράτος προσαρμόζεται και μετασχηματίζεται· ακολουθεί την
κοινωνία, τη διευκολύνει, την αφουγκράζεται. Δεν φοβάται να μετασχηματίσει έναν
αδρανή οργανισμό ή να καταργήσει έναν ξεπερασμένο, δεν διστάζει να δημιουργήσει
έναν νέο για να καλύψει αναδυόμενες ανάγκες, για να υπακούσει στις νέες ευαισθησίες
της κοινωνίας των πολιτών. Οφείλει να το κάνει.
Η αγορά παράγει προϊόντα πολιτισμού· το κράτος ρυθμίζει και παρεμβαίνει,
διδάσκει ενισχύοντας βιβλιοθήκες, μουσεία, αρχεία.
Η αγορά όμως δεν παράγει περιβάλλον ούτε το προστατεύει. Σε αυτή την περίπτωση,
η κρατική παρέμβαση είναι η μόνη οδός, η μόνη μεταρρύθμιση.