Κάθεται σε μια γωνιά στο κρεβάτι.
Φοράει ένα μαύρο φόρεμα και έχει ανακατωμένα τα μαλλιά της. Κοιτάζει κάπου στα
χαμένα. Από μια γωνιά περιμένει να πεταχτεί εκείνος. Τον περιμένει, να ακούσει
και πάλι τη φωνή του. Να δει το πρόσωπό του. Νομίζει ότι της απευθύνεται:
‘’Ειι, κοριτσάκι ψιτ, τι κάθεσαι
εκεί ακίνητη; Εεε, σου μιλάω γύρνα να με δεις μια στιγμή. Καλά, το ξέρω είσαι
θυμωμένη. Έτσι κάνεις εσύ, όταν θυμώνεις απομακρύνεσαι. Το κοριτσάκι μου είναι
λυπημένο. Θα περάσει όμως. Άκουσέ με, δεν θέλω να κλαις τόσο πολύ. Γιατί
καρδούλα μου; Έμαθα λύγισες. Τα είδα όλα, ήμουν εκεί. Σε παρατηρούσα, είδα και
τη μαμά και την αδερφή σου. Όλα τα είδα. Είμαι καλά. Γιατί στενοχωριέστε τόσο;
Δε θες να με ξεχάσεις, φοβάσαι
στην ιδέα ότι θα με ξεχάσεις, αλλά μην είσαι αυστηρή με τους άλλους, πονάνε κι
αυτοί. Γιατί μάλωσες τη μαμά σου που μάζεψε τα ρούχα μου; Πού θυμήθηκες τα καλά
μου μανικετόκουμπα; ‘’ Όχι τα ρούχα του μπαμπά, όχι ακόμα’’, της είπες με όση φωνή σου
απέμεινε. Γιατί ψυχούλα μου, τι σημασία έχει, τι τώρα, τι σ’ ένα μήνα; Εσύ
πάντα ήθελες να δίνουμε ρούχα σ’ αυτούς που τα έχουν ανάγκη.
Θύμωσες και με την αδερφή σου.
Έψαχνες σήμερα με μανία τα καλά μου παπούτσια. Δε τα χρειάζομαι, παιδάκι μου,
αλήθεια στο λέω, μην τους παιδεύεις. Θυμάμαι την έκφρασή σου όταν η Δέσποινα, η
κολλητή, σού έκανε τσάι και το έβαλε στη κούπα μου.’’ Όχι, αυτή είναι η κούπα
του μπαμπά, δεν την αγγίζει κανείς.’’
Εσύ δεν απαγόρευες τίποτα στην
ανιψιά σου και τώρα δεν της επιτρέπεις να πειράζει τις φωτογραφίες μου. Άσε το
παιδί, να ψάχνει, να ρωτάει. Μη πονάς για μένα. Μάζεψε τα κομμάτια σου. Έμαθα
ότι δεν μπορείς να πηγαίνεις στη δουλειά. Εγώ σε ξέρω καλύτερα απ’ όλους,
αγαπάς τους μαθητές σου και φοβάσαι μη σε δουν στενοχωρημένη. Δεν θες να
ρωτήσουν για μένα. Πες τους αυτά που νιώθεις. Χαμογέλασέ τους και πάλι.
Μπορείς.
Περπάτησες στο κέντρο, έκανες
βόλτα μόνη σου να καθαρίσεις από τις σκέψεις αλλά μόλις κάποιος φώναξε το όνομά
μου εσύ έβαλες τα κλάματα. Δεν θέλω να ταράζεσαι καρδούλα μου, κάνε υπομονή,
άστο να κυλήσει.
Είμαι παντού, είμαι εδώ για σένα,
είμαι εσύ και εσύ, εγώ. Κλαίς τα βράδια και παρακαλάς να με δεις στα όνειρά
σου. Θα’ ρθω στο υπόσχομαι, όταν θα’ σαι έτοιμη. Τώρα ταξιδεύω ακόμη. Μη
σταματήσεις τη ζωή σου, για μένα. Δεν το επιθυμώ. Είσαι το γελαστό μου
κοριτσάκι. Το ‘’τιγράκι’’ μου που όταν θυμώνει το φοβούνται όλοι. ‘’Τιγράκι’’
σε αποκαλούσα, θυμάσαι;
Θυμάσαι κάτι ζεστά απογεύματα που
κάναμε χαζομάρες; Εσύ ολόκληρο κορίτσι έκανες το Μήτσο τον σουγιά και γω το
φανατικό παοκτσή και γελούσαμε, θέε μου πόσο γελούσαμε.
Θυμάσαι που σε ρωτούσα, ‘’τι ποτό
πίνεις έξω, καπνίζεις;’’ και συ
απαντούσες, ‘’αμάν ρε μπαμπά, αμάν’’.
Έβαλε η μαμά σου να καθαρίσουν το
σπίτι. Επενέβη το μαγκάκι μου. Έκανες καφέ στην κυρία από την Αλβανία, της
γέμισες ένα μπολ με βουτήματα, την ακινητοποίησες την μεγάλη τραπεζαρία και της
έκανες υποδείξεις. Μ’ ένα μαύρο φόρεμα και με το τραυματισμένο πόδι σου
ανέβηκες στη καρέκλα, ‘’ Μην αγγίζετε αυτό, η φωτογραφία του μπαμπά να μην
αλλάξει θέση, να είστε προσεκτική, παρακαλώ πολύ’’. Κι όλο σου έπεφταν από τα
τρεμάμενά σου χέρια τα μπιμπελό της
μαμάς, έσπασες το μισό σύνθετο. Αλλά εκεί εσύ ακλόνητη. Στα Swarovskiήσουν προσεκτική,
εκείνα που απεχθανόσουν τα εξαφάνισες. Μετά, με σταθερή φωνή ανακοίνωσες,
‘’Μαμά, τα έσπασα σχεδόν όλα, μην ακούσω κουβέντα. Άλλωστε, πρέπει να μυηθείς
στις μινιμαλ καταστάσεις. Αν ήταν εδώ ο μπαμπάς θα γελούσε, θα γελούσε
δυνατά.’’
Αυτό τους τσάκισε, να ξέρεις. Η
κυρία σ’ έβρισε στα Αλβανικά αλλά παραδέχτηκε ότι κουβαλάς πολύ πόνο μέσα σου.
Κοριτσάκι μου, θεατρικό μου κοριτσάκι.
Θα βρεις την άκρη, σύντομα. Θα
συγχωρέσεις, θα αποδεχτείς, θα ηρεμήσεις, θα καταλάβεις. Δεν θέλω να είσαι
δυνατή, όπως σε συμβουλεύουν όλοι. Θέλω να παλεύεις τις στιγμές σου. Στις
σαρωτικές, να πέφτεις, να διπλώνεσαι από το πόνο, στις υποφερτές να σηκώνεσαι
και να προχωράς. Δεν θέλω να σε φορτώσω ευθύνες με τη μαμά, αλλά κάνε της
κανένα χατίρι παραπάνω. Ξέρω ότι θα φύγεις. Όχι, δεν έψαξα τα μαιλ, σου,
χαζούλα. Αλλά τα μάτια σου άλλαξαν πολύ. Κι εδώ πνίγεσαι και υποφέρεις. Μόνο μη
της το πεις ακόμα. Τη τελευταία στιγμή, πιο πριν θα σου αλλάξει γνώμη. Είναι
μια καταφερτζού αυτή, χειρότερη από σένα. Κι αυτή θέλει να φύγεις, αλλά πονάει
στην ιδέα.
Θα έρθω στα όνειρά σου
χαμογελαστός σε λίγο καιρό και θα νιώσεις καλύτερα. Σ’ αγαπάω πολύ και συ μ’
αγαπάς, μην ανησυχείς το ξέρω.
Α! Η ιδέα που σου καρφώθηκε για
το tattoo με το μονόγραμμά μου, δεν με ενθουσίασε και ιδιαίτερα, είμαι
και μιας ηλικίας αλλά ό,τι θες εσύ.
Ο μπαμπάς σου.