Η ιστορία του «Μαδαφάκα με το καπέλο» σε σκηνοθεσία Θάνου Τοκάκη, στο Skrow theater είναι μια παράσταση που θα σου προκαλέσει ανάμεικτα συναισθήματα.
Το κείμενο έχει γράψει το 2011 ο
Stephen Adly Guirgis, με σκοπό να μεταφέρει επι σκηνής μια αμερικανική μαύρη κωμωδία για ανθρώπους που βρίσκονται –και δεν παραμένουν για πολύ- στα πρόθυρα εσωτερικής και εξωτερικής έκρηξης.
Το θέατρο, όπως έχουμε αναφέρει ξανά, αποτελεί ιδανικό σκηνικό και γι' αυτην την παράσταση που φιλοξενείται ήδη από τις αρχές του Νοεμβρίου και μετρά ακόμη λίγες παραστάσεις μέχρι το τέλος του ταξιδιού της. Τα δύο σκηνικά επίπεδα βοηθούν τον σκηνοθέτη, Θάνο Τοκάκη, ώστε να δημιουργήσει κωμικές συνθήκες, οι οποίες χρειάζονται τη στιγμή που αναρωτιέσαι για την ιστορία που κρύβει πίσω του κείμενο.
Η ιστορία του Μαδαφάκα είναι απλή. Ο Ορφέας Αυγουστίδης, ως πρωταγωνιστής και άξια επιλεγμένος για να φέρει εις πέρας μια τέτοια –σχεδόν δίωρη παράσταση- έχει μόλις βγει από τη φυλακή. Πρώην αλκοολικός και νυν απεξαρτημένος, τρέχει να βρει την αγαπημένη του –και νυν εξαρτημένη από ναρκωτικά Ειρήνη Φαναριώτη- ώστε να ζήσουν πλεον μαζί. Όμως η ιστορία δε θα μπορούσε να είναι ομαλή και οι ήρωες ευτυχισμένοι, γι' αυτό και ένα καπέλο κάνει την εμφάνιση του στο σπίτι της αγαπημένης του και αμέσως μπαίνουν υποψίες στον Αυγουστίδη για την πίστη της γυναίκας του. Σκοπός της καθημερινότητας του έκτοτε να βρει τον άνθρωπο με το καπέλο που του διέλυσε το σπίτι και να τον σκοτώσει.
Έτσι κάπως εκτυλίσσεται η ιστορία και γεννιούνται κι άλλοι χαρακτήρες, όπως ο επόπτης του Αυγουστίδη – Κώστας Κορωναίος- και ως γυναίκα του, η Ειρήνη Μπούνταλη.
Ο επόπτης του πρωταγωνιστή, φίλος του και συμπαραστάτης του στην προσπάθεια να απεξαρτοποιηθεί από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, αποτελεί έναν ιδιόρρυθμο χαρακτήρα που σκοπός της ζωής του είναι η υγιεινή ζωή και η ευτυχία της γυναίκας του. Ο Κώστας Κορωναίος, πετυχημένα ενσαρκώνει έναν φαινομενικά ευτυχισμένο αλλά βαθιά δυστυχισμένο σαραντάρη σύμβουλο απεξάρτησης, που σε αρκετά σημεία υποκρισίας του γεννά το γέλιο του θεατή. Οι στάσεις του σώματος του, οι κινήσεις και οι λεκτικές εκφράσεις ταιριάζουν απόλυτα στον χαρακτήρα που θέλει να υποδυθεί και δεν παύει να αποτελεί κι αυτός, έναν άνθρωπο που ζητά την αποδοχή και την αγάπη από τους γύρω του.
Επίσης όμως, ενδιαφέρουσα είναι και η υποκριτική της Ειρήνης Μπούνταλη, η οποία ξεσπά και αντιστέκεται μάταια σε μια ζωή γεμάτη στενοχώρια και υποκρισία, μαζί με τον άντρα της. Έξυπνη μα αδύναμη να αλλάξει τη μοίρα της, πληγώνει και πληγώνεται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης, ενώ βρίσκεται σε μια παράσταση μπερδεμένη με όχι και τόσο καθαρή πλοκή –τουλάχιστον στα μάτια όσων δεν γνωρίζουν κάτι παραπάνω για την ιστορία από μια απλή περίληψη του έργου- αντέχει και υποδύεται τον χαρακτήρα του με τρόπο που αναγνωρίζεις το ταλέντο του στην υποκριτική.
Όμως αρκετές φορές σκέφτεσαι πως είναι κάποιος που ξεπερνά το έργο και που σε έναν άλλο ρόλο και συνθήκη, ίσως θα μπορούσε να αξιοποιηθεί καλύτερα.
Τα σημεία έξαρσης και οργής δεν μοιάζουν παράταιρα, αφού στο πρόσωπο του χαρακτήρα του πρέπει –σύμφωνα με την ιστορία- να διακρίνει κανείς τον τρόμο και την αμφιβολία ενός ανθρώπου που μόλις βγήκε από τη φυλακή. Ίσως ο πιο συνεπής ηθοποιός της παράστασης σε σχέση με όλη τη ροή του κειμένου και έργου. Συναισθηματικός και ανώριμος ταυτόχρονα, ζητά πολλαπλές φορές βοήθεια από τον ξάδερφο του, Χούλιο. Ο Ανδρέας Κοντόπουλος, αν και εμφανίζεται λιγότερο σε σχέση με τους άλλους υποδυόμενους, έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει έναν ρόλο σαρκαστικό, υπερβολικά συναισθηματικό, που το μόνο που επιθυμεί είναι η σύσφιξη σχέσεων με τον ξάδερφο του, που τόσο θαυμάζει και αγαπά. Ερμηνευτής τραγουδιών και όχι μόνο υποκριτικού ρόλου, – όπως και όλοι οι χαρακτήρες άλλωστε- αξίζει το χειροκρότημα του κοινού.
Το ταβάνι γεμάτο κάθε λογής καπέλα, σε βάζει από την είσοδο σου στο θέατρο, στο κλίμα αυτοσαρκασμού και ειρωνείας. Μια κουρτίνα που παραπέμπει σε σκηνή από ντουζιέρα, κλείνει μέσα της τους ηθοποιούς που τραγουδάνε όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.
Οι εναλλαγές των σκηνών κάπως απότομες και κάποιες φορές δεν καταλαβαίνεις αν βρέθηκες στο σπίτι του «Μαδαφάκα με το καπέλο» ή στο σπίτι του Χούλιο.
Εμπνευσμένες όμως είναι οι ηχητικές παραλλαγές με σκοπό την συναισθηματική φόρτιση των σκηνών, όταν ο σκηνοθέτης το επιθυμεί. Καθώς και τα τραγούδια που ακούγονται από τις φωνές των ηθοποιών.
Φεύγοντας από το θέατρο αναρωτιέσαι αν έχεις πειστεί από την ιστορία αυτή επι σκηνής, όσον αφορά τον έρωτα, την αγάπη και τη φιλία. Η σκηνοθεσία καταφέρνει σε πολλές –ας μην είμαστε άδικοι- στιγμές να σε βάλει στη διαδικασία να δεις κάτι πέρα από το επιφανειακό. Οι άνθρωποι του Μαδαφάκα είναι καταβάθος άνθρωποι που έχουν κάνει κακές επιλογές στη ζωή τους και που αδυνατούν από επιλογή ή από αδυναμία να την αλλάξουν. Η φιλία ανάμεσα στους τρείς άνδρες βρίσκεται εκεί, δεν φεύγει ποτέ από τη σκηνή, περιμένει στη γωνία για να βγει στην επιφάνεια. Όμως θα περίμενε κανείς να δει κάτι πιο στοχευμένο σκηνοθετικά, εφόσον τα υλικά για να το πράξεις υπάρχουν και η διάθεση από μέρους των ηθοποιών περισσεύει.
Μια παράσταση που δεν μετανιώνεις που έχεις δει γιατί σου δίνει πολλά και από άποψη σκηνοθεσίας αν κάτσεις και σκεφτείς βήμα βήμα την κάθε σκηνή και τι ήθελε ο σκηνοθέτης να περιγράψει. Σου δίνει και υποκριτικά, μέσα κυρίως από τους τρεις άνδρικούς χαρακτήρες και την περίεργη σχέση που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Υπάρχει όμως η αίσθηση πως κάτι σου λείπει -μα αδυνατείς να βρεις ποιο είναι αυτό.
*****
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ (
και για λίγες ακόμη παραστάσεις στο θέατρο Scrow στο Παγκράτι, στην Αθήνα!)
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Κρίτσης
Σκηνοθεσία: Θάνος Τοκάκης
Σκηνικά/Κοστούμια: Ερμίνα Αποστολάκη
Σχεδιασμός Φωτισμών: Γιώργος Ταμπακάκης
Εκτέλεση παραγωγής: Ιωάννα Μυλοπούλου
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Φαίδρα Τσολίνα, Δέσποινα Φούντα
Φωτογραφίες: Νίκος Κατσαρός
Κατασκευή Σκηνικού: Ελένη Παπαδάκη
Χορογραφίες: Χαρά Κότσαλη, Ελένη Κότζιλα
Μουσικές Εκτελέσεις: Λήδα Μανιατάκου
Επιμέλεια Μακιγιάζ: Αλεξάνδρα Μύτα
Ηθοποιοί: Ορφέας Αυγουστίδης, Αντρέας Κοντόπουλος, Κώστας Κορωναίος, Ειρήνη Μπούνταλη, Ειρήνη Φαναριώτη