Είναι εξαιρετικά περίπλοκο το ευτυχές γεγονός να πρέπει να
προλογίσεις και κυρίως να θέσεις ερωτήσεις σε έναν πολυδιάστατο άνθρωπο σαν τον
Κυριάκο Αθανασιάδη, ο οποίος, με περισσή μαεστρία και αέναη παιδική φαντασία
καταφέρνει διαρκώς να αλλάζει ρόλους. Άλλοτε φορά την μάσκα του Καναλάρχη στον Amagi Radio, όταν δεν ντύνεται την στολή ξιφασκίας και
άλλοτε υποτιτλίζει τα λόγια του νέου τετράποδου που ακούει στο όνομα Αρσέν και
έχει κλέψει την καρδιά του Διαδικτύου. Κυρίως, όμως, θέτει, με τις συνεχείς
παρεμβάσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και από την στήλη του «Λόγια
της Πλώρης» στο Books’ Journal, ερωτήματα, σκαλίζοντας, εις
βάθος και στην ουσία, ζητήματα επικαιρότητας, με έναν λόγο όχι πολιτικό αλλά
πολιτικοποιημένο.
Και όλα αυτά, γράφοντας παράλληλα βιβλία, όπως το τελευταίο
του «Η Κόκκινη Μαρία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, για το οποίο μας
χάρισε μία πλούσια συνέντευξη, φωτίζοντας λίγο παραπάνω την ιστορία του
«κόκκινου» αυτού βιβλίου αλλά και πτυχές του ιδίου.
φωτογραφία:Βίκτωρ Μαλκίεβιτς
Ξεκίνησα να διαβάζω την «Κόκκινη Μαρία»
με την εντύπωση ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα εφηβικό
βιβλίο, με το θέμα του να γυρνά ανάμεσα στα σκοτεινά μονοπάτια του κόσμου όπου
κατοικούν τα παιδιά των φαναριών. Κατέληξα, ωστόσο, με την αίσθηση ότι τελικά
απευθύνεται πολύ περισσότερο σε εμάς τους ενήλικες και τη στάση μας απέναντι
στην απώλεια, στη δεύτερη ευκαιρία, στο διαφορετικό, στη βία, σε ό,τι
αποκαλούμε Κακό, στην ελπίδα. Υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό η αφορμή ή
η έμπνευση για την ιστορία του Άρη, της Ζένιας και της Κόκκινης Μαρίας;
Κυριάκος
Αθανασιάδης: Τα παιδιά
των φαναριών υπήρξαν όντως η αφορμή, ή εντέλει είναι το πρόσχημα πάνω στο οποίο
γράφτηκε το βιβλίο — ένα είδος καμβά, αν θέλετε. Και, όχι, δεν υπήρξε κάποιο
ιδιαίτερο περιστατικό, η διάρκεια της ζωής, άλλωστε, προσφέρει καθημερινά
πολλούς λόγους για να στοχαζόμαστε πάνω σ’ αυτά ακριβώς τα θέματα που
διακρίνατε, και σε άλλα. Είναι ένα βιβλίο που μιλά επίσης για τη διαρκή μεταιχμιακή
μας ηλικία και τα προβλήματα που αναπτύσσει, για τις στιγμές εκείνες που νιώθουμε
να αποστερείται εξωγενώς η ελευθερία από τα πρόσωπα: όταν τους τσακίζει τη
δυνατότητα να εξελίσσονται, να αναπτύσσονται, και να πετούν. Δεν θα μπορούσε να
είναι ένα βιβλίο για παιδιά, καθώς όταν γράφουμε για παιδιά οφείλουμε να έχουμε
τον ιδανικό ανήλικο αναγνώστη στο μυαλό μας, να του απευθυνόμαστε· όταν
γράφουμε για ενήλικες, όπως εδώ, έχουμε μόνο εμάς στη σκέψη μας. Κυρίως όμως
είναι ένα ερωτικό βιβλίο, δηλαδή ένα βιβλίο χαμού. Τουλάχιστον αυτή είναι η
ομολογουμένη πρόθεσή του.
Είναι πολύ χαρακτηριστική στη γραφή σας η ταχύτητα, ένας λόγος που ρέει
εξαιρετικά γρήγορα, με πολλές δόσεις αγωνίας, και τον τρόμο να βρίσκεται
συνεχώς στο κατόπι των ηρώων αλλά και ημών ως αναγνωστών. Παρατήρησα δε με πολύ
ενδιαφέρον ότι στα λόγια, εσωτερικά εκφραζόμενα ή εξωτερικά διατυπωμένα, των
ηρώων σας, μικρών ή μεγάλων, υπάρχουν πολύ συχνές επαναλήψεις των φράσεων, άμεσα
διατυπωμένες. Όλη αυτή η ένταση μας συνεπαίρνει, σχεδόν νιώθουμε σαν να μιλάμε
εμείς οι ίδιοι. Μας κινεί ταυτόχρονα την περιέργεια να ρωτήσουμε εσάς, ποια είναι
αυτή η φράση, λόγος ή συναίσθημα, που επαναλαμβάνεται διαρκώς μέσα σας;
Κ.Α.: Αν μου αρέσουν δέκα πράγματα
στο γράψιμο, το ένα είναι η ροή, οι ανάσες των κειμένων. Είναι βέβαια
επικίνδυνο πράγμα —και επικίνδυνη συνήθεια—, γιατί μπορεί να σε εγκλωβίσει μέσα
της. Και σίγουρα δεν πάει στα πάντα. Είναι όμως ωραίο να συμμετέχεις και να
παρασύρεσαι, το απολαμβάνω όποτε μου συμβαίνει, όσο αποστασιοποιημένα και αν
διαβάζω. Οι ιστορίες είναι πολλά μικρά ποτάμια που άλλοτε κυλούν αργά, ράθυμα,
κι άλλοτε γίνονται χείμαρροι — κι όλα τα απ’ ανάμεσα. Στη μεγάλη λογοτεχνία
ζούμε διαρκώς στο Δέλτα τους: κι αυτό, το να ζεις εκεί, είναι καλό, είναι από
τα πολύ μεγάλα δώρα της ζωής. Για το άλλο που ρωτάτε, όχι, δεν έχω κάτι
συγκεκριμένο, δεν ακούω Φωνές. 🙂 Τον τελευταίο καιρό φοβάμαι πολύ, βέβαια, γιατί ο
ελληνικός σκοταδισμός έχει πάρει για τα καλά το πάνω χέρι και μας οδηγεί σε
εθνική καταστροφή και απομονωτισμό, αλλά νομίζω πως όλοι φοβόμαστε — αν μη τι
άλλο όλοι όσοι γνωρίζουν τι συμβαίνει και τι σημαίνει η έξοδος από την Ευρώπη.
Αλλά ας το αφήσουμε αυτό.
«Σ’ αυτή την
ξένη πόλη (ξένη για όλους, σκέφτηκε ο Άρης, για όσους χάνουν πράγματα, για
όσους χάνουν ανθρώπους, για όσους χάνουν — ξένη για όλους, για όλους) σ’ αυτό
τον ξένο χρόνο». Κάπως έτσι νιώθει ο Άρης. Εσείς,
νιώθετε σαν μικρός Κυριάκος σε μια μεγάλη πόλη, ή μεγάλος σε μια μικρή; Και
κατά πόσο η πόλη μας είναι ξένη για εσάς, ξένη για όλους;
Κ.Α.: Είναι μια αναθεματισμένη πόλη
η Θεσσαλονίκη. Νέα (με μόλις έναν αιώνα ιστορία, κι αυτή μάλιστα χαμηλού
επιπέδου, και στέρφα), ηλίθια, αυτοκτονική, δολοφονική, με ξεριζωμένο παρελθόν,
χωριάτα, αλήτικη, ψεύτικη, κλέφτρα, επικίνδυνη — όχι, δεν νιώθω καθόλου ξένος
εδώ, ίσα-ίσα, είμαι απολύτως συμμέτοχος σε όλα αυτά. Είναι η πόλη μου, μια
άσχημη πόλη που δεν έχει άλλο μέλλον από το να βουλιάξει στα ερασιτεχνικά
πρωταθλήματα των Βαλκανίων, διαρκώς υποβιβαζόμενη. Το λέω με πολύ μεγάλη
σιγουριά. Επίσης, έχω βαρεθεί να μιλώ και να γράφω για δαύτην. Παρά ταύτα, το
σπίτι μας είναι στον έβδομο και βλέπει στη θάλασσα, οπότε υπάρχει πάντα στην
ψυχή μας αυτή η φαντασιακή επιβεβαίωση της οιονεί δυνατότητας μιας αποδράσεως,
κι ας μην τα καταφέρουμε ποτέ να φύγουμε για πάντα. Αλλά θα τα καταφέρουμε. Σε
πολύ λίγο, λυπάμαι που το λέω, δεν θα μπορείς να ζεις εδώ, ο Αριστερός και ο
Δεξιός εθνικισμός, χέρι-χέρι, θα γεμίσουν τα στενά μιλίτσιες.
φωτογραφία:Βίκτωρ Μαλκίεβιτς
Περιγράφετε την κίνηση που ο μικρός Άρης αγκαλιάζει με
την υπόλοιπη παλάμη-μπουνιά τον αντίχειρά του, νιώθοντας έτσι περισσότερη
δύναμη και ορμή τρέχοντας να βρει ή να σώσει τη Ζένια του. Οικεία, πολύ, κίνηση
για αρκετούς από εμάς. Ποια είναι η δική σας αντίστοιχη κίνηση σώματος που σας
κάνει να νιώθετε πιο δυνατός;
Κ.Α.: Η βασική στάση στην ιαπωνική
ξιφασκία, το Κέντο.
«Είμαστε η
σκιά της πόλης, και είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό που είναι φτιαγμένες οι
πληγές. Γι’ αυτό θυμόμαστε. Γι’ αυτό μας ξεχνούν» Σύμφωνα με το βιβλίο, το υλικό αυτό είναι η Απροσδιοριστία. Σύμφωνα με
εσάς, από ποιο υλικό είμαστε φτιαγμένοι, εμείς και οι πληγές μας;
Κ.Α.: Από νουκλεοτίδια, κατά βάσιν.
Και από μια υπέρμετρη λαχτάρα να ξεχάσουμε πως αύριο θα είμαστε όλοι νεκροί —
κι αν όχι όλοι, σίγουρα εμείς. Εξ ου και δίνουμε όλην αυτή την τεράστια σημασία
σε πράγματα που, αν το καλοσκεφτείς, είναι απλώς τετριμμένα και δεύτερα και
ουδέτερα. Βέβαια, έτσι ακριβώς πρέπει να γίνεται, είναι απολύτως φυσιολογικό
όλο αυτό, κάθε ανθρώπινη κατάσταση είναι εξ ορισμού ορθή και δικαιολογημένη,
ακόμη και οι χειρότερες (απλώς ο νόμος θέλει να συγκροτήσει κοινωνίες για να
μπορέσουμε να επιβιώσουμε και να γράψουμε τα βιβλία μας, και επιβαλλόμενος με
σκληρότητα μας περιορίζει: ανθρώπινο και αυτό, ανθρώπινη και η σκληρότητά του).
Στην πραγματικότητα, η ζωή είναι ωραία ακόμη και με τις πληγές της, ή και διά
των πληγών της. Εντέλει, την υγειά μας να ’χουμε.
«Και κάτι
άλλο απροσδιόριστο, σαν ένα μεγάλο όνειρο που το θυμόμαστε μόνο αχνά,
ξεφτισμένο και τσαλακωμένο και πεταμένο στο καλάθι με τα όνειρα που έχουμε δει
και μας έχουν λίγο σημαδέψει, και που μας τρόμαξαν ίσως, και που εντέλει τα
πετάξαμε». Υπάρχει περιθώριο για όνειρα
πιστεύετε, ή ζούμε στην εποχή του εφιάλτη;
Κ.Α.: Σε μικροσκοπικό επίπεδο, στο
επίπεδο του παρόντος δηλαδή, και πάντα μέσα στο πλαίσιο των πελώριων οργανισμών
που συνιστούν οι πολιτισμοί, δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις εποχές, διαφορές
που μπορούμε να κατανοήσουμε: υπάρχουν απλώς καινούριοι άνθρωποι, που ξεκινούν
πάντα από την ίδια αρχή — οπότε, υπάρχει περιθώριο για οτιδήποτε. Ούτε η ίδια η
Ιστορία μπορεί να επιβληθεί σε έναν άνθρωπο (ενώ ένας άνθρωπος αρκεί για να την
αλλάξει, ενώ οι πολλοί μαζί δεν μπορούν): το κάνει πιο εύκολα στις μάζες, τις
κάνει ό,τι θέλει. Οι ομονοούσες μάζες είναι τρομακτικές, ένας εφιάλτης. Και ένα
άθυρμα, κάτι φτηνό και ολότελα χυδαίο.
Το Κακό, το Πράγμα, το Πράσινο Σπίτι. Και, απέναντι του,
η ελπίδα, βιασμένη και λεηλατημένη. Και η μεταξύ τους μάχη. Χωρίς πλάνο.
Μοιάζει αβέβαιη, άνιση. Είναι τελικά;
Κ.Α.: Φυσικά και είναι. Η ελπίδα ζει
μόνο μέσα στα σπίτια μας, όχι έξω. Είναι υφασμένη από αγάπη, συντροφικότητα,
κατοικίδια, ξένα περιοδικά, βιβλία, ταινίες, ραδιόφωνο, μηνύματα με φίλους στο Facebook, ταξίδια, γέλια, μοναξιά, και φυσικά
με δουλειά — και μ’ αυτό που λέμε «δημιουργία». Έξω δεν υπάρχει σωσμός, υπάρχει
μόνο μία βλακώδης «εξέγερση», ένα πανηγύρι βλαχομικροαστισμού με συνθήματα και
υλακές: αλλιώς, λέγεται και Φασισμός. Αυτό που λέμε καλό βολεύεται μόνο σε
μικρές κοινότητες, σε οτιδήποτε μεγαλύτερο ζει το Κακό, το Πράγμα, το Πράσινο
Σπίτι.
φωτογραφία:Βίκτωρ Μαλκίεβιτς
Τελειώνοντας, κρατώ ένα απόσπασμα: «Πόσος καιρός πέρασε σε μια μέρα… Πόσος
καιρός πέρασε. Πόσο ωραίος, πολύς, ακριβός, συμπυκνωμένος χρόνος»,και σας ζητώ να μοιραστείτε μαζί μας
μία δική σας ακριβή, πολύτιμη, συμπυκνωμένη στιγμή ζωής.
Κ.Α.:
Βραδινό με την Κίκα,
στα πόδια μας ο Αρσέν,
στο βίντεο μια ταινία.
Σας ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο και το μοίρασμα.
Κ.Α.: Εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή
που μου κάνατε.
****
Η Κόκκινη Μαρία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα