The Manor
Ένα πολυβραβευμένο προσωπικό Ντοκιμαντέρ έρχεται να
προβληθεί στο Ολύμπιον στις 15 και 17 Μαρτίου.
Ο Shawney Cohen είναι κινηματογραφιστής. Παράλληλα
όμως διαχειρίζεται και το στριπτιτζάδικο του πατέρα του. Σε ένα ειλικρινές
κινηματογραφικό πορτραίτο της οικογένειας του, ο Cohen επιχειρεί με χιούμορ και
ειλικρίνεια να απεικονίσει την προσπάθεια τους να διαχειριστούν την
οικογενειακή επιχείρηση. Θα καταλήξει να ερευνά ερωτήματα γύρω από την
οικογένεια, την πίστη, το σεξ και την θνησιμότητα, τα οικογενειακά προβλήματα
και την σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Λίγες μέρες πριν την προβολή, ο σκηνοθέτης
μας μιλάει για το έργο και την οικογένεια του.
Πως νιώθατε καθώς καταγράφατε την οικογένεια σας; Ήταν
εύκολο να κινηματογραφήσετε κάτι τόσο προσωπικό ή σας έκανε σε ένα βαθμό να
νιώθετε εκτεθειμένος;
Για να είμαι ειλικρινείς, το να κινηματογραφήσω την
οικογένεια μου ήταν ένα από τα δυσκολότερα project που έχω αναλάβει και ενίοτε το
αισθανόμουν ως πράξη καθαρής τρέλας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαι εξαιρετικά
περήφανος για την ταινία, αλλά πήρε κάποιο χρόνο μέχρι να αποδεχθώ το γεγονός
ότι δεν θα'μουν ποτέ 100% άνετος να βγάλω εμένα και την οικογένεια σε κοινή
θέα. Είμαι βέβαιος πως μέχρι και οι πιο έμπειροι κινηματογραφιστές που είναι
προσηλωμένοι στο προσωπικό ντοκιμαντέρ νιώθουν το ίδιο. Ύστερα από καιρό
κατάλαβα πως αυτά τα ευάλωτα και εκτεθειμένα συναισθήματα δεν είναι μόνο υγιή
για την διαδικασία κινηματογράφησης αλλά σε ωθούν να κάνεις και ένα πιο
υπεύθυνο και έγκυρο έργο.
Το Κινηματογραφικό Οικογενειακό Πορτραίτο δεν ακούγεται
εύκολη υπόθεση, πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το είδος;
Παρακολούθησα πολλά προσωπικά ντοκιμαντέρ για έμπνευση.
Πριν γυρίσω το “The Manor”, βρισκόμουν σε ένα τοπικό φεστιβάλ
και είδα ένα εξαιρετικό προσωπικό ντοκιμαντέρ με τίτλο: “Running
Stumbled” σε
σκηνοθεσία του John Maringouin. Ο John επισκέπτεται την οικογένεια του την
Κυριακή του Πάσχα ύστερα από 25 χρόνια και γίνεται ο καταλύτης για έναν
εσωτερικό πόλεμο ξεσπάσματος. Οι γονείς του είναι εθισμένοι στα χάπια και ζουν
στο χείλος του θανάτου κάτω από ένα βουνό από ακαθαρσίες γάτας στο προαστιακό
τους σπίτι στην Ν. Ορλεάνη. Το έργο το λάτρεψα. Ήταν λυτρωτικό να βλέπεις έναν
άλλον κινηματογραφιστή να έχει το θάρρος να κινηματογραφήσει την δυσλειτουργική
του οικογένεια με τόσο σκοτεινό και κωμικό τρόπο.
Πολλοί έχουν συγκρίνει την αφήγηση του έργου με μία
Αρχαία Τραγωδία, με ήρωες που αντιμετωπίζουν τις πράξεις και τις συνέπειες
τους. Ήταν εμπρόθετη αυτή η αφηγητική γραμμή;
Μ'αρέσει πολύ αυτή η αφηγηματική σύγκριση, κυρίως διότι
δεν είχα στόχο να κάνω μία ταινία για ένα στριπτιτζάδικο. Είναι μία ταινία για
ανθρώπους που αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες των επιλογών τους.
Όταν ήμουν παιδί, ο πατέρας μου πήρε την απόφαση να αγοράσει ένα
στριπτιτζάδικο. Οι επιπλοκές αυτής της αγοράς είχαν βαθιά επιρροή πάνω μου και
σε σχεδόν όσους βρίσκονταν κοντά σε εμένα. Πιστεύω πως οι συνέπειες έχουν την
ρίζα τους στις επιλογές που κάνουμε καθ'όλη την διάρκεια της ζωής μας, θετικές
και αρνητικές. Ακόμα και αν οι επιλογές δεν γίνονται από εμάς άμεσα, πρέπει και
πάλι να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες των επιλογών που έγιναν από άλλους.
Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε δύο χρόνια. Πως καταφέρατε να
διατηρήσετε μία συγκεκριμένη πλοκή όταν είχατε μπροστά σας τόσο πολύ υλικό σε
τέτοια έκταση χρόνου;
Παρότι η ιστορία λαμβάνει χώρα σε διάρκεια δύο χρόνων, η
κινηματογράφηση πήρε περίπου τρία, συν ενάμισι χρόνο επιπλέον για μοντάζ. Τον
πρώτο χρόνο γυρισμάτων κάναμε μία μεγάλη έρευνα για το ποια θα ήταν η ιστορία
μας. Πειραματιστήκαμε με το να τραβάμε διάφορους χαρακτήρες που σχετίζονταν με
το κέντρο- στρίππερ, νταβατζήδες, πελάτες κ.ο.κ- αλλά για να είμαι ειλικρινείς,
οι ιστορίες τους μου φάνηκαν εξαιρετικά βαρετές. Για ένα διάστημα ένιωθα
αποπροσανατολισμένος μέχρι να τραβήξω την μητέρα μου. Αντιμετωπίζει προβλήματα
ανορεξίας εδώ και χρόνια και ο εθισμός της ήταν κάτι για το οποίο σπανίως
μιλούσε διαπροσωπικά. Παρόλα αυτά την στιγμή που η κάμερα στράφηκε πάνω της,
ξαφνικά ανοίχτηκε- ειδικά για την σχέση της με τον πατέρα μου και το πως ένιωθε
για το στριπτιτζάδικο. Η καρδιά του έργου είναι οι γονείς μου και οι επιλογές
τους. Όλες οι υπόλοιπες παράπλευρες ιστορίες, μαζί με το κέντρο το ίδιο
λειτουργούν ως διάσταση της σχέσης τους.
Η ταινία άρεσε στην οικογένεια σας;
Προς έκπληξη μου, η ταινία άρεσε πολύ στην οικογένεια
μου. Όταν τους την πρόβαλα την πρώτη φορά, ο μεγαλύτερος μου φόβος ήταν πως
μπορεί να το παρατράβηξα και να δημιούργησα μία επιπλέον στρώση θυμού που να
έπαιζε σοβαρά καθοριστικό ρόλο στην σχέση των γονιών μου. Είχα άδικο. Το πρώτο
πράγμα που είπε η μητέρα μου στον πατέρα μου αμέσως μετά την προβολή ήταν “Roger, είσαι ακριβώς έτσι”, και ύστερα
ξέσπασε σε γέλια. Θέλω να πιστεύω πως η οικογένεια μου αποδέχθηκε την ταινία
διότι είναι ένα ειλικρινές και ισορροπημένο πορτραίτο του ποιοι είμαστε και όχι
μία άσκηση κινηματογραφικής έκθεσης τύπου reality
show.
Πως νιώθετε για αυτήν την δουλειά τώρα που ολοκληρώθηκε;
Διαφέρει από τις προσδοκίες σας; Ήταν θετική η επίδραση που είχε πάνω σας;
Ακόμα αφότου είχε κυκλοφορήσει το έργο, μου πήρε
μερικούς μήνες να χωνέψω την ολοκλήρωση του. Κατ'έναν τρόπο νιώθω ακόμα σαν να
βγήκα μόλις από το γραφείο ενός ψυχολόγου ύστερα από μία πενταετή θεραπεία.
Πιστεύω πως το έργο είχε ένα θετικό αποτέλεσμα πάνω σε εμένα και την οικογένεια
μου. Ξέρω πως είμαστε όλοι πολύ περήφανοι για αυτό και δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη
φορά που να ήμασταν τόσο δεμένοι. Αλλά για να πω την αλήθεια ανυπομονώ να
ξεκινήσω την επόμενη ταινία, πάνω σε ένα απολύτως διαφορετικό θέμα.
Το “The Manor” έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του
στην τελετή έναρξης του “Hot Docs”, του σημαντικότερου φεστιβάλ
ντοκιμαντέρ της Β. Αμερικής. Στην συνέχεια ακολούθησαν σειρά από βραβεία και
προβολές σε πάνω από είκοσι διεθνή φεστιβάλ παγκοσμίως. Θα το δούμε στην
Θεσσαλονίκη στις 15 Μαρτίου στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα στις 23:00 και στις 17
Μαρτίου στην αίθουσα John Cassavetis στις 20:00.