Ο Κατά Φαντασίαν Ασθενής είναι το τελευταίο θεατρικό έργο του Γάλλου κωμωδιογράφου Μολιέρου, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό το 1673. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παράσταση εκείνη, τον ρόλο του Αργκάν, κρατούσε ο ίδιος ο Μολιέρος που, ω ειρωνεία της φύσης, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν επί σκηνής και άφησε την τελευταία του πνοή λίγες ώρες αργότερα.
Ο Αργκάν είναι έρμαιο του περίγυρού του. Του αρέσει να ζει με τις φοβίες και τις (ψεύτο) αρρώστειες του Ο τρόμος για τις ασθένειες, για τα μικρόβια, η λατρεία του για τα φάρμακα και για τους γιατρούς, η υποτιθέμενη ανημπόρια του και η δήθεν εξάρτησή του από τους άλλους είναι η μεγάλη του ασθένεια. Το περιβάλλον του Αργκάν αποτελείται από την Τουανέτ την υπηρέτρια, που κατέχει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη της δράσης και κατά κάποιον τρόπο ανοίγει τα μάτια στον Αργκάν, την Ανζελίκ, μεγάλη κόρη του, που χαρακτηρίζεται από πάθος, θάρρος και παρρησία και την Λουιζόν, μικρή του κόρη. Ιδίαιτερο θεατρικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χαρακτήρας της δεύτερης συζύγου του Αργκάν και μητριάς των κοριτσιών, η Μπελίνα. Η Μπελίνα δεν έχει ηθικούς φραγμούς, ο νους της είναι στο χρήμα και προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και να ξεγελάσει τον Αργκάν που παρουσιάζεται ως άξιο θύμα. Όλα τα πρόσωπα στο έργο αντιμετωπίζουν τον Αργκάν με τον ίδιο τρόπο, κατά βάση. Μόνο ο ίδιος φαίνεται να δρα αυθόρμητα και χωρίς δόλο, σε αντίθεση με τους άλλου που υποκρίνονται κάθε φορά που το απαιτεί η περίσταση. Ο Αργκάν είναι κωμικός χαρακτήρας γιατί δεν μπορεί να αντιληφθεί αυτά ακριβώς τα σενάρια που στήνονται γύρω από το άτομό του.
Αυτό το έργο λοιπόν, επέλεξε να συμπεριλάβει φέτος στον προγραμματισμό της η Schaubühne, με έδρα το Βερολίνο, σε σκηνοθεσία του Michael Talheimer, ο οποίος ήδη πριν τέσσερα χρόνια ξεκίνησε την σκηνοθετική του ενασχόληση με τον Μολιέρο, παρουσιάζοντας τον Ταρτούφο.
Η είσοδος για την αίθουσα του θεάτρου, ένας μαύρος διάδρομος με διακλαδώσεις, ήδη προετοιμάζει τον θεατή ως μήτρα για να βγει στο φως, κάτι πρόκειται να γεννηθεί. Ο σκηνικός χώρος (Olaf Altmann)περιελάμβανε ένα τεράστιο περβάζι. Όλα γίνονταν μέσα σ'αυτό το περβάζι, μέσα σ'αυτήν την κορνίζα αν προτιμάτε, σ'αυτό το πλαίσιο. Η έναρξη της παράστασης ήταν καθηλωτική. Δυνατή σε ένταση μουσική σύνθεση με βάση την ηλεκτρική κιθάρα και ένας καθηλωμένος κατά φαντασίαν ασθενής να περνά με ορμή μπροστά στα μάτια μας, να φεύγει και να επανέρχεται. Σαν παρουσία από άλλον κόσμο. Σε κάνει να αναρωτιέσαι τι μπορεί να γίνει μετά; Μήπως το έργο είναι πιο σκοτεινό απ' όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά;
Ναι, η παράσταση ήταν κωμωδία που βασιζόταν κυρίως σε σωματικά και σεξουαλικά αστεία, σε επαναλήψεις και σε μούτες. Πράγματα, δηλαδή, που ακόμη κι αν δεν γνωρίζεις τη γλώσσα καταφέρνουν να επικοινωνήσουν μαζί σου και να σε κάνουν να γελάσεις. Η υποκριτική γραμμή που ακολουθήθηκε ήταν κατά βάση εξπρεσιονιστική, μεγάλες εκφράσεις στο πρόσωπο, κινησιολογικά μοτίβα, καλοσχηματισμένη μάσκα και άρθρωση, μεγάλες κινήσεις και κυρίαρχα μετωπικό παίξιμο.
Τα κοστούμια που σχεδίασε η Michaela Barth ήταν μια μείξη σύγχρονων στοιχείων και στοιχείων της εποχής του Λουδοβίκου πχ rollers με περούκες, στολή νοσοκόμας και κολάν με φουρώ και δαντέλες κλπ. Έκπληξη αποτέλεσε η εμφάνιση του αδερφού του Αργκάν, Βελάρδου, που εμφανίστηκε με αίματα και γάζες, και σαν να του λείπει το ένα χέρι. Ένας θάνατος για να σοκάρει τον Αργκάν; Μόνο με τρεις φωτισμούς σε όλη την παράσταση αναδείχθηκε το έργο (φωτισμοί: Norman Planthe), ενώ η μουσική δεν σταμάτησε να παίζει ούτε λεπτό.
Το τέλος της παράστασης σχεδόν εξίσου δυνατό με την αρχή. Ο Αργκάν χτυπιέται μόνος του στους τοίχους, έχει μείνει μόνος, έχει συνειδητοποιήσει την ξεροκεφαλιά του και ότι οι πραγματικοί άρρωστοι ήταν οι άλλοι, και εδώ, σ'αυτήν την παράσταση, δίνει ένα τέλος σ' όλο αυτό, δίνει ένα τέλος στον εαυτό του.
Δύο ώρες παράσταση δεν βαρεθήκαμε ούτε λίγο, κι ας μη γνωρίζαμε τόσο καλά τη γλώσσα. Μπορεί, ναι, να μην είναι η καλύτερη παράσταση που έχω δει στη ζωή μου, αλλά η έναρξή της σίγουρα θα μου μείνει αξέχαστη.
>>>https://www.schaubuehne.de/en/productions/the-imag…=319