HomeMind the artΘέατροΟ Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί τη Μεγάλη Χίμαιρα...

Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί τη Μεγάλη Χίμαιρα και «ταξιδεύει» μαζί της στη Θεσσαλονίκη

Δημήτρης Τάρλοου: Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για να γίνουμε Ταρκόβσκι, αλλά αυτό δε μας απαγορεύει να τον θαυμάζουμε.

Ο Δημήτρης Τάρλοου, ο άνθρωπος πίσω από το «Θέατρο Πορεία», ηθοποιός, σκηνοθέτης και μεταφραστής. Γνωστός –ίσως- στο ευρύ κοινό ως εγγονός του Μ.Καραγάτση ∙ το έργο, που προσφέρει στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο είναι πολύ σημαντικό, με πολλές σκηνοθετικές και υποκριτικές επιτυχίες στο ενεργητικό του, ήρθε η στιγμή να παρουσιάσει στη Θεσσαλονίκη τη «Μεγάλη Χίμαιρα», μέρος της τριλογίας του Μ.Καραγάτση. Με αφορμή την επικείμενη σειρά παραστάσεων, από 12-22 Απριλίου, στο Μέγαρο Μουσικής, μιλάει στον Εξώστη για το έργο του Μ.Καραγάτση, την πρωταγωνίστρια του, την ελληνική παιδεία και κουλτούρα, αλλά και τα άμεσα θεατρικά του σχέδια.

Σκηνοθετείτε ένα έργο που έχει γραφτεί από τον παππού σας, Μ.Καραγάτση. Η επιλογή σας να δουλέψετε πάνω σε έργο του, ήταν λόγω ταύτισης σας με συναισθήματα και χαρακτήρες των κειμένων του ή κάποια άλλη ανάγκη να συνδεθείτε με το κείμενο;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν υπήρχε κάποιου είδους ταύτιση. Η πρόταση αυτή έγινε το 2014, προς τον τότε διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Γ. Λούκο. Θεώρησα ότι θα είχε ενδιαφέρον και τόλμη, καθώς ουδέποτε είχε μεταφερθεί στη σκηνή έργο του Μ.Καραγάτση. Η σύλληψη, έτσι όπως την είχα στο μυαλό μου, -ένας συνδυασμός της κινηματογραφικής και θεατρικής τέχνης-, πίστευα ότι θα ενδιαφέρει τον κ. Λούκο, όπως κι έγινε. Στη συνέχεια, αφού άρχισα να δουλεύω στη σκηνή το κείμενο που διασκεύασε ο Σ.Πασχάλης, διαπίστωσα ότι υπάρχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς μου προς το θέμα του «ξένου». Η τριλογία του Μ.Καραγάτση («Μεγάλη Χίμαιρα», «Συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Γιουνγκερμαν»), εντάσσεται στον κύκλο που ο Καραγάτσης ονόμασε «Εγκλεισμός κάτω από το Φοίβο» και αναφέρεται στη δυσκολία προσαρμογής των ξένων στην ελληνική πραγματικότητα. Επειδή, λοιπόν, είμαι κι εγώ μισός Αμερικάνος –από τον πατέρα μου που έζησε 15 χρόνια στην Ελλάδα- ήταν ένας παραπάνω λόγος που ενδιαφέρθηκα να προσεγγίσω αυτό το θέμα. Το περιτύλιγμα, βέβαια, είναι επίσης ελκυστικό∙ ένα πολύ καλά δομημένο μελόδραμα, το οποίο αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο. Από πίσω κρύβεται, όμως, ένα γερό ψυχογράφημα όσον αφορά τη Μαρίνα Μπαρέ, αλλά και τη σχέση Ανατολής με τη Δύση.


Η Ελλάδα για την Μαρίνα της Χίμαιρας είναι κάτι ιδανικό και έρχεται τελικά η ίδια να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα. Η σύγχρονη Ελλάδα σας απογοητεύει; πως τοποθετείτε τον εαυτό σας μέσα στην καθημερινότητα;

Η Ελλάδα είναι δύσκολος τόπος για οποιονδήποτε προέρχεται από τον αναπτυγμένο κόσμο, είτε για τους αυτόχθονες, είτε για τους ξένους. Διαθέτει μια ιδιαιτερότητα, μια μοναδικότητα, που πλέον όμως έχει αρνητικό πρόσημο. Για μένα ισχύει αυτός ο διχασμός, που έχει να κάνει με τη σχέση αγάπης – μίσους. Αγαπάω τρομερά τον τόπο μου. Μου δημιουργεί, όμως, και μια δυσκολία. Αλλά ποιός ξέρει; Μπορεί αυτός νά 'ναι κι ο λόγος που κάνω τέχνη, οπότε δε μπορώ να τοποθετηθώ απόλυτα σε αυτό.


Οι σχέσεις των Ελλήνων με τους ξένους και η απελπισμένη προσπάθεια να συνδεθούμε και με την Ανατολή και με την Δύση είναι ένα στοιχείο στο έργο του Καραγάτση. Εσείς πιστεύετε ότι η πολιτιστική μας ταυτότητα είναι ξεκάθαρη, ως προς το στόχο της δημιουργίας;

Όχι, ουδέποτε ήταν κι αυτό είναι το ωραίο. Όποιος ισχυρίζεται τέτοιου είδους «καθαρότητες», απλώς δε γνωρίζει την ιστορία του τόπου, η οποία είναι γεμάτη επιμιξίες και επιρροές, από Δυσμάς και Ανατολάς και το σταυροδρόμι αυτό είναι που δημιουργεί τον εκρηκτικό συνδυασμό της Ελλάδας. Όσον αφορά, τη σύγχρονη Ελλάδα, το σύγχρονο ελληνικό πολιτιστικό χάρτη, νομίζω ότι ο 20
ος αι. ήταν πολύ καθοριστικός όσον αφορά τα ελληνικά γράμματα, την τέχνη, την ποίηση και θα αποτελέσει παρακαταθήκη για το μέλλον. Ακόμα, η Ελλάδα δε μπορεί να δει τι πραγματικά σημαίνει ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Καραγάτσης, κ.α., γι' αυτήν. Η Ευρώπη, όμως, έχει αρχίσει να τους ανακαλύπτει σιγά – σιγά. Σ' ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο της «Νόιε Τσίρχερ Τσάιτουνγκ» της Ζυρίχης, αναφέρεται ότι αντί να ασχολούμαστε συνεχώς με τα της κρίσης, καλύτερα να στραφούμε και στην πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας, που δεν είναι μόνο τα αρχαία αγάλματα.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη κατάφερε να πλάσει ένα ρόλο, που πιθανότατα θα μείνει αξέχαστος.

Με ποια δεδομένα αναζητήσατε την ηθοποιό που θα ενσάρκωνε την Μαρίνα, ένα πρόσωπο τόσο εύθραυστο; Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά που είχατε κατά νου;

Κυρίως αυτό της «νεύρωσης». Από ψυχολογικής άποψης, θεωρώ, πως η Μαρίνα πάσχει από μια νεύρωση που της δημιουργεί περιπλοκή στο σεξουαλικό τομέα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλωσε μόνη με μια μητέρα που στράφηκε στην πορνεία, όταν πέθανε ο πατέρας της και αυτή η έλλειψη του πατρικού προτύπου της δημιουργεί μια στρέβλωση. Αυτή, λοιπόν, τη νεύρωση, δε νομίζω ότι τη «φέρουν» πολλές γυναίκες πάνω τους. Ταυτόχρονα, ήθελα μια λεπτεπίλεπτη ύπαρξη, λεπτών αποχρώσεων. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, είναι μισή Ιταλίδα, καθολική, κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη θρησκεία, αλλά και με τη στάση ζωής, την ηθική, την κοσμοθεωρία. Ο τρόπος, βέβαια, που είχε φανταστεί την ηρωίδα η Αϊδίνη δεν είχε μεγάλη σχέση με αυτό που ήθελα, αλλά κατά τη διάρκεια των προβών κατάλαβε τι εννοούσα και νομίζω πώς δεν μπόρεσε μόνο να ανταποκριθεί, αλλά κατάφερε να πλάσει ένα ρόλο, που πιθανότατα θα μείνει αξέχαστος, μιας και έχουν παρακολουθήσει μέχρι στιγμής την παράσταση περισσότεροι από 100.000 θεατές, γεγονός που αποτελεί ρεκόρ για την ελληνική πραγματικότητα.


Υπάρχουν πράγματα που δεν αντέχετε στο σήμερα, στη νεοελληνική κουλτούρα και πόσο μάλλον στην Ελλάδα της κρίσης των τελευταίων ετών;

Δε θέλω να γίνω γκρινιάρης και αφοριστικός. Αυτά που δε μου αρέσουν, νομίζω ότι δεν αρέσουν και σε μια μεγάλη μερίδα των Ελλήνων. Φυσικά, είναι εμφανές ότι υπάρχει ένας εμφύλιος σπαραγμός, εδώ και πολλά χρόνια –πριν ακόμα κι από τον Εμφύλιο- κι αυτό το κλίμα είναι που χωρίζει την Ελλάδα στα δύο. Είναι χωρισμένη σε ανθρώπους που τη δυσαρεστούν κάποια πράγματα, ενώ υπάρχουν κι άλλοι που τα επευφημούν και τα προάγουν.


Θεωρείτε ότι η καλλιτεχνική φύση της οικογένειας σας σας έχει καθορίσει σε αυτό που είστε;

Οπωσδήποτε το να μεγαλώνει κανείς σε μια οικογένεια καλλιτεχνών, είναι μια ειδική συνθήκη. Αυτό δε σημαίνει ότι καλλιτέχνες γίνονται μόνο άνθρωποι που μεγάλωσαν σε οικογένειες καλλιτεχνών, ίσα-ίσα, μπορούν να βγουν σπουδαίοι δημιουργοί, μέσα από έλλειψη καλλιτεχνικότητας. Εμένα προσωπικά, ναι με καθόρισε, γιατί η καλλιτεχνικότητα δεν ήταν κάτι που αναζήτησα απ' έξω, ήταν μια καθημερινότητα. Εγώ έπαιζα θέατρο στο σπίτι μου με δασκάλες που μου μάθαιναν αγγλικά και κάναμε και θέατρο, γιατί τύχαινε να είναι κι αυτές καλλιτέχνιδες. Όπως, επίσης, το να παίζω καραγκιόζη ήταν για μένα κάτι απλό, καθημερινό και συνηθισμένο. Τότε ήταν σπουδαίο θέαμα, πλέον έχει εξαφανιστεί. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ και πήρα δικές μου φιγούρες, μου χάρισαν ένα θεατράκι γνωστοί καραγκιοζοπαίχτες, ξεκίνησα να κάνω τις δικές μου παραστάσεις, με εισιτήριο. Άρεσαν σε πολλούς, γιατί μιμούμουν τις φωνές και η βάση της υποκριτικής είναι η καλή μίμηση
. Η παιδική μου ηλικία, ήταν μέσα σε αυτά τα πράγματα, αλλά δε με ενθάρρυναν να γίνω καλλιτέχνης. Δε μου είπαν γίνε ηθοποιός ή μη γίνεις, ήταν δικό μου θέμα. Προσωπικά, ήθελα να στραφώ προς τη Φιλολογία, για εκεί έδωσα εξετάσεις κι επειδή δεν πέρασα, το πήρα αρκετά βαριά. Τότε, μου είπε η μητέρα μου «Πάνε δώσε στο Εθνικό, σου άρεσε παλιά!». Στην αρχή αντέδρασα, αλλά τελικά πείστηκα και άλλαξε η ζωή μου.


Έχετε σκεφτεί, να ασχοληθείτε κι εσείς με τη συγγραφή;

Όχι, τώρα είναι αργά. Βέβαια, η μητέρα μου έγραψε στα 70 της -ίσως ποτέ δεν είναι αργά-, τελικά! Δε νομίζω, όμως, ότι το ταλέντο μου είναι να γράφω μυθιστορήματα. Αν έχω κάποιο ταλέντο, μάλλον είναι στη μετάφραση, στη σκηνοθεσία και στην υποκριτική, σε αυτά που κάνω, δηλαδή.

Μεγαλωμένος σ' ένα τέτοιο περιβάλλον και με τις σπουδές σας στο Εθνικό Θέατρο, έχετε λάβει ιδιαίτερη θεατρική παιδεία. Πιστεύετε ότι οι νέοι στην Ελλάδα, λαμβάνουν σε ικανοποιητικό βαθμό, τέτοιο είδους μόρφωση; Κι αν όχι, πού οφείλεται αυτό

Δε θεωρώ ότι η παιδεία μου είναι κάτι ιδιαίτερο. Τελείωσα ένα σχολείο όπως όλα τα παιδιά ∙ δεν έχει σημασία αν είναι ιδιωτικό ή δημόσιο. Η μόρφωση που έλαβα είναι μια τυπική, ελληνική μόρφωση. Η μόρφωση, επίσης, που έλαβα από το Εθνικό Θέατρο, παρ' όλο που είναι το ιδανικό μέρος για να σπουδάσει κανείς την Τέχνη του Θεάτρου, ήταν ελλιπής, ελλιπέστατη. Σήμερα, νομίζω ότι είναι πολύ καλύτερη η εκπαίδευση των νέων ηθοποιών. Έχουν πολύ περισσότερες δεξιότητες, πολλές προσλαμβάνουσες, βλέπουν πολύ καλό θέατρο, ταξιδεύουν, έχουν το ίντερνετ που ενώνει και ξέρουν πως πρέπει να είναι το σωστό θέατρο. Δε μπορείς να πουλήσεις ξένες σκηνοθεσίες ως δικές σου, θα σε πάρουν χαμπάρι! Άρα, θα έλεγα ότι η δική μου εκπαίδευση, ξεκινάει με τη θητεία μου στο θέατρο «Εμπρός», όταν ακόμα ζούσε ο Τ.Μπαντής, ο οποίος με πήρε στο θίασο για να παίξω και να μεταφράσω τον Αμερικάνικο Βούβαλο, του Ντ.Μάμετ, που θεωρήθηκε από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της δεκαετία του '90. Οι ηθοποιοί του Μπαντή, ήταν όλοι οι αποσταμένοι από τη σκηνή του Βογιατζή. Η συνεργασία, λοιπόν, με την Οικονομίδου, τον Καταλειφό, τον Κέντρο, ήταν αυτό που μου έδωσε να καταλάβω το λόγο που θέλω να κάνω θέατρο, να αφοσιωθώ. Έγινα ένας άλλος άνθρωπος σαν ιδιοσυγκρασία και σε σχέση με την άποψη του τι σημαίνει τέχνη. Αυτή ήταν η μεγάλη αλλαγή και άρχισα να σκέφτομαι πως θα γίνει να φτιάξω κι εγώ παραστάσεις, και δεν άργησα. Αυτά συνέβησαν το '92-'96 και το '98 ίδρυσα την Εταιρεία Θεάτρου «Δόλιχος». Σε αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο η γνωριμία μου με τον Στάθη Λιβαθινό, που μου άνοιξε κι άλλους δρόμους, γιατί ανακάλυψα τη Ρώσικη Σχολή Θεάτρου, ταξίδεψα, είδα παραστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη, στη Μόσχα, Αγία Πετρούπολη, στο Βίλνιους της Λιθουανίας, στην Πολωνία και απέκτησα προσλαμβάνουσες από ένα είδος θεάτρου που ήταν ακόμα άγνωστο στην Ελλάδα και πολύ αργότερα έγινε γνωστό. Άρα, θα έλεγα ότι αυτά τα δύο γεγονότα μου άνοιξαν νέους δρόμους στην οπτική μου κι άρχισα να έρχομαι σ' ένα συνεχή διάλογο με το θέατρο της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης -τελευταία και με το Γερμανικό Θέατρο που παρακολουθώ συχνά- αυτά με ενέπνευσαν και είναι περισσότερο η εκπαίδευσή μου, παρά το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδος.


Το ταλέντο για εσάς, είναι ένα έμφυτο/κληρονομικό χάρισμα ή κάτι το οποίο χτίζεται καθημερινά μέσω της σκληρής δουλειάς;

Η ερώτηση αυτή είναι πάντα ένα μυστήριο, δε μπορούμε να ξέρουμε σε τι βαθμό είμαστε γενετικά προγραμματισμένοι για κάτι και σε τι βαθμό το εξελίσσουμε. Οπωσδήποτε, είναι ένας συνδυασμός των δύο. Κι ασφαλώς, πιστεύω στο έμφυτο χάρισμα. Κάποιος που κυνηγάει μια μπάλα για να τη βάλει στα δίχτυα, είναι φτιαγμένος γι' αυτό. Αλλά, πρέπει να το εξελίξει. Αν κάθεται σπίτι του, καπνίζει και βλέπει τηλεόραση, δε θα γίνει αθλητής. Με τον ίδιο τρόπο και η σκηνοθεσία, η υποκριτική, είναι κάτι που πρέπει να εξελίξεις, να ενδιαφερθείς, να ψάξεις, να δεις πράγματα, πάρα πολύ σημαντικό για μένα, να βλέπεις καλές παραστάσεις, να ταξιδεύεις, να έχεις προσλαμβάνουσες, να θαυμάζεις άλλους καλλιτέχνες. Οι νέοι καλλιτέχνες αισθάνονται ότι πρέπει να θαυμάζουν μόνο τον εαυτό τους∙ δεν είναι έτσι. Εγώ, όχι απλά θαυμάζω καλλιτέχνες αλλά πολλοί έχουν γίνει αφορμή για να κάνω πράγματα, να πειραματιστώ. Κάποιους καλλιτέχνες τους έχω ως ιερούς. Αυτό νομίζω είναι απαραίτητο, λοιπόν, κομμάτι, γιατί σε βοηθάει στο να θες να γίνεις καλύτερος, να θες να φτάσεις κάτι/κάπου, ακόμα κι αν δε μπορείς.
Δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για να γίνουμε Ταρκόβσκι, αλλά αυτό δε μας απαγορεύει να τον θαυμάζουμε.



Ετοιμάζετε κάτι άλλο αυτή την περίοδο, εκτός από τη «Μεγάλη Χίμαιρα»;

Βέβαια, εδώ και αρκετό καιρό ετοιμάζουμε το Γιούγκερμαν, το δεύτερο μέρος της Τριλογίας του Μ.Καραγάτση, στο Θέατρο Πορεία. Αφορά έναν Φιλανδό, που έρχεται τη δεκαετία του '20 στην Ελλάδα, μετά τους Μπολσεβίκους. Φεύγει αριστοκράτης μέσω της Ρωσίας κι έρχεται εδώ, περνάει όλη του τη ζωή εδώ και γίνεται ένα από τα πιο σπουδαία πρόσωπα, Πρόεδρος της Τράπεζας Ελληνικών Παροχών. Νομίζω είναι ένα έπος, το καλύτερο έργο του Μ.Καραγάτση και πρόκειται για μια τεράστια παραγωγή, με 18 ηθοποιούς, διασκευασμένο και πάλι από τον Σ.Πασχάλη. Όσον αφορά τη διανομή, το μόνο που μπορώ να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι το ρόλο του Γιούνγκερμαν, θα ενσαρκώσει ο Γιάννης Στάνκογλου!



INFO


Συντελεστές:

Διασκευή:
Στρατής Πασχάλης

Σκηνοθεσία:
Δημήτρης Τάρλοου

Σκηνικά – Κοστούμια:
Ελένη Μανωλοπούλου

Μουσική:
Κατερίνα Πολέμη

Φωτισμοί:
Αλέκος Αναστασίου

Κίνηση – Χορογραφία:
Ζωή Χατζηαντωνίου

Σκηνοθεσία κινηματογραφικού μέρους:
Χρήστος Δήμας

Βοηθοί σκηνοθέτη:
Άννα Πασπαράκη, Δήμητρα Κουτσοκώστα, Ελένη Μιχαηλίδου

Βοηθός σκηνογράφου:
Τίνα Τζόκα

Βοηθός χορογράφου:
Κορίνα Κόκκαλη

Φωτογραφίες:
Βάσια Αναγνωστοπούλου


Διανομή:

ΜΑΡΙΝΑ:
Αλεξάνδρα Αϊδίνη

ΓΙΑΝΝΗΣ:
Μάξιμος Μουμούρης

ΜΗΝΑΣ:
Δημήτρης Μοθωναίος

ΡΕΪΖΑΙΝΑ:
Σοφία Σεϊρλή

ΛΙΛΗ – ΚΑΛΛΙΟΠΗ – ΒΙΕΤΝΑΜΕΖΑ ΠΟΡΝΗ:
Ειρήνη Φαναριώτη

ΑΝΝΟΥΛΑ, κόρη της Μαρίνας:
Αναστασία Γιαννιώτη, Ειρήνη Μπρουλιδάκη, Μυρτώ Μπρουλιδάκη, Μανιώ Τάρλοου

ΑΝΝΕΖΙΩ:
Ράσμη Τσόπελα

ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ:
Δημήτρης Τάρλοου


Μια παραγωγή του θεάτρου Πορεία. Οι παραστάσεις της περιοδείας πραγματοποιούνται σε συνεργασία με την Λυκόφως.

Ημέρες & ώρες παραστάσεων:


Από 12/04/2018 έως 22/04/2018, για 8 μόνο παραστάσεις:

Πέμπτη 12/4: 20:30, Παρασκευή 13/4: 20:30, Σάββατο 14/4: 20:30,

Κυριακή 15/4: 19:30,

Πέμπτη 19/4: 20:30, Παρασκευή 20/4: 20:30, Σάββατο 21/4: 20:30,

Κυριακή 22/4: 19:30


Τιμές Εισιτηρίων: Α' ζώνη 25 €, μειωμένα, ομαδικά 20 €, Β' ζώνη 20 € μειωμένα, ομαδικά 15 €, Γ' ζώνη 15 € μειωμένα, ομαδικά 12 €, Δ' ζώνη 12 € μειωμένα, ομαδικά 10 €, μειωμένης ορατότητας 10€


ΠΡΟΠΩΛΗΣΗ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ :

www.tch.gr, ticketservice.gr, Public & viva.gr

ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ 2310 895 938-9,

ΕΚΔΟΤΗΡΙΑ ΠΛ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Διάρκεια:
150 λεπτά, με διάλειμμα.


Site: http://poreiatheatre.com/plays/h-megalh-ximaira/

Related stories

Γιατί το Studio Ghibli Θεωρείται η ‘Disney’ της Ιαπωνίας

Studio Ghibli: Το μαγεμένο βασίλειο της Ιαπωνικής κινηματογραφίας Όταν μιλάμε...

«Πες το Ψέματα»: Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις – Τι ανακοίνωσαν οι διοργανωτές

Ακυρώθηκαν οι παραστάσεις του κωμικού show «Πες το Ψέματα»...

Ο Αντώνης είναι ο φωτογράφος που αποτυπώνει την ομορφιά της Ίριδας

Στον κόσμο της φωτογραφίας, η δημιουργικότητα δεν έχει όρια,...