'Κατσαριδάκι σε μισή
ώρα να είσαι έτοιμος, έρχομαι να σε
πάρω', μου είπε στο τηλέφωνο. Δεν ξέρω από που προέκυψε το
συγκεκριμένο ψευδώνυμο. Ίσως να αφορούσε
στον κάπως νοσηρό και απαισιόδοξο μου
ψυχισμό. Ίσως να είχε να κάνει με το ότι
ήμουν πολύ μελαχρινός σαν
κατσαρίδα. Από την άλλη μπορεί να ήταν
και μια απλή αναφορά στην καθημερινή,
casual, μου διάθεση. Στο
γεγονός πως ήμουν ένας νέος κάπως ρετρό
κι έτοιμος για όλα όπως το γνωστό μικρό
γερμανικό αμάξι. Μπορεί και όλα μαζί,
μπορεί και τίποτα από όλα αυτά.
Σε μισή ώρα ήταν κάτω
από το σπίτι μου. Φορούσε ένα κοντό
φόρεμα και δυο ψηλές γόβες που έκαναν
τους άγουρους μου -εφηβικούς ακόμα-
όρχεις να πονάνε. 'Κατσαριδάκι θα πάμε
σε μια ψυχιατρική κλινική' μου είπε και
μου κούνησε το μαγνητόφωνο που κρατούσε
στο χέρι της. Η Κατερίνα ήταν μια όμορφη
γυναίκα με περισσότερο μυαλό από όσο
θα άντεχε ο μέσος Έλληνας. Γεγονός που ίσως εξηγούσε την κάπως μοναχική της φύση και τις
αμέτρητες περιπέτειες της με διάφορους αρσενικούς που αργά ή γρήγορα αποδεικνύονταν
κατώτεροι των προσδοκιών. Είχε κοντά
μαλλιά και ζεστό χαμόγελο και όπως κάθε φαμ φατάλ που σέβεται τον εαυτό της, κάπνιζε
το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
από το σπίτι μου. Φορούσε ένα κοντό
φόρεμα και δυο ψηλές γόβες που έκαναν
τους άγουρους μου -εφηβικούς ακόμα-
όρχεις να πονάνε. 'Κατσαριδάκι θα πάμε
σε μια ψυχιατρική κλινική' μου είπε και
μου κούνησε το μαγνητόφωνο που κρατούσε
στο χέρι της. Η Κατερίνα ήταν μια όμορφη
γυναίκα με περισσότερο μυαλό από όσο
θα άντεχε ο μέσος Έλληνας. Γεγονός που ίσως εξηγούσε την κάπως μοναχική της φύση και τις
αμέτρητες περιπέτειες της με διάφορους αρσενικούς που αργά ή γρήγορα αποδεικνύονταν
κατώτεροι των προσδοκιών. Είχε κοντά
μαλλιά και ζεστό χαμόγελο και όπως κάθε φαμ φατάλ που σέβεται τον εαυτό της, κάπνιζε
το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Πήγαμε στο σταθμό του
ηλεκτρικού και σε λίγο ήμασταν μέσα
στο τρένο και κατευθυνόμασταν στα βόρεια
προάστια. Καθόμασταν πλάι ο ένας στον
άλλο κι εκείνη μου κρατούσε το χέρι. Με
αγαπούσε η Κατερίνα. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως έβλεπε μέσα μου ένα
σκοτεινότερο άλτερ έγκο της. Η αγάπη της είχε μια πολύ τρυφερή ένταση.
ηλεκτρικού και σε λίγο ήμασταν μέσα
στο τρένο και κατευθυνόμασταν στα βόρεια
προάστια. Καθόμασταν πλάι ο ένας στον
άλλο κι εκείνη μου κρατούσε το χέρι. Με
αγαπούσε η Κατερίνα. Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως έβλεπε μέσα μου ένα
σκοτεινότερο άλτερ έγκο της. Η αγάπη της είχε μια πολύ τρυφερή ένταση.
Φτάσαμε στην κλινική
και περάσαμε την είσοδο κάτω από το
βλέμμα ενός κακόκεφου φύλακα. 'Είμαστε
εδώ για την συνέντευξη της τάδε ' του
είπε η Κατερίνα κι εκείνος μας άνοιξε
την πόρτα. Μου έκανε εντύπωση η πελώρια
ροζ βουκαμβίλια στο τοίχο της πρόσοψης
και το περιποιημένο γρασίδι γύρω από
τα δέντρα. Για κάποιο λόγο έτσι είχα
φανταστεί την κλινική από πριν. Έναν
τόπο ήσυχο και τακτικό. Όμορφο. Ίσως
γιατί θεωρούσα από πάντα πως οι τρελοί
ήταν η πιο καθαρή, η πιο ανεπιτήδευτη
εκδοχή του είδους μας … και πως τους
άξιζε ένας τέτοιος ιδιωτικός παράδεισος
εδώ στη γη.
και περάσαμε την είσοδο κάτω από το
βλέμμα ενός κακόκεφου φύλακα. 'Είμαστε
εδώ για την συνέντευξη της τάδε ' του
είπε η Κατερίνα κι εκείνος μας άνοιξε
την πόρτα. Μου έκανε εντύπωση η πελώρια
ροζ βουκαμβίλια στο τοίχο της πρόσοψης
και το περιποιημένο γρασίδι γύρω από
τα δέντρα. Για κάποιο λόγο έτσι είχα
φανταστεί την κλινική από πριν. Έναν
τόπο ήσυχο και τακτικό. Όμορφο. Ίσως
γιατί θεωρούσα από πάντα πως οι τρελοί
ήταν η πιο καθαρή, η πιο ανεπιτήδευτη
εκδοχή του είδους μας … και πως τους
άξιζε ένας τέτοιος ιδιωτικός παράδεισος
εδώ στη γη.
Λίγη ώρα αργότερα καθώς
βαδίζαμε στον εσωτερικό διάδρομο είχα
αρχίσει να έχω δεύτερες σκέψεις. Υπήρχε κάτι απροσδιόριστα θλιβερό και μακάβριο
στον αέρα. Ίσως ήταν οι σωληνώσεις του
κλιματισμού που τραβούσαν γυμνές ως
πέρα στην οροφή, ίσως εκείνο το γυαλιστερό
πλαστικό βερνίκι των τοίχων. Από τα
βάθη του κτηρίου κατεύθαναν περίεργες
φωνές. Θύμιζαν φωνές παιδιών με εκείνη
την ακανόνιστη τονικότητα τους και την
χαρούμενη προσωδία όμως αυτή ήταν μια
παιδικότητα παρατραβηγμένη και βέβαια
εκτός τόπου και χρόνου. Συχνά θα
διακόπτονταν από κάποια αυστηρή παράκληση
ή από ένα ξεφωνητό γέλιου. Κι ύστερα θα
επικρατούσε και πάλι σιωπή.
βαδίζαμε στον εσωτερικό διάδρομο είχα
αρχίσει να έχω δεύτερες σκέψεις. Υπήρχε κάτι απροσδιόριστα θλιβερό και μακάβριο
στον αέρα. Ίσως ήταν οι σωληνώσεις του
κλιματισμού που τραβούσαν γυμνές ως
πέρα στην οροφή, ίσως εκείνο το γυαλιστερό
πλαστικό βερνίκι των τοίχων. Από τα
βάθη του κτηρίου κατεύθαναν περίεργες
φωνές. Θύμιζαν φωνές παιδιών με εκείνη
την ακανόνιστη τονικότητα τους και την
χαρούμενη προσωδία όμως αυτή ήταν μια
παιδικότητα παρατραβηγμένη και βέβαια
εκτός τόπου και χρόνου. Συχνά θα
διακόπτονταν από κάποια αυστηρή παράκληση
ή από ένα ξεφωνητό γέλιου. Κι ύστερα θα
επικρατούσε και πάλι σιωπή.
Φτάνοντας στο τέλος
του διαδρόμου δεν είχαμε συναντήσει
ακόμα κανένα υπεύθυνο. Το φως ήταν
αδύναμο και είχε μια φαιά απόχρωση όπως
εισέβαλε από το τζάμι της εισόδου πίσω
μας.Σταθήκαμε και κοιτάξαμε
γύρω μας. 'Τα κανες πάνω σου ή ακόμα;' με
ρώτησε κι εγώ της απάντησα πως
κοντεύω.
του διαδρόμου δεν είχαμε συναντήσει
ακόμα κανένα υπεύθυνο. Το φως ήταν
αδύναμο και είχε μια φαιά απόχρωση όπως
εισέβαλε από το τζάμι της εισόδου πίσω
μας.Σταθήκαμε και κοιτάξαμε
γύρω μας. 'Τα κανες πάνω σου ή ακόμα;' με
ρώτησε κι εγώ της απάντησα πως
κοντεύω.
Προχωρήσαμε στον μικρό
χώρο υποδοχής και καθίσαμε να περιμένουμε.
Η Κατερίνα μου εξήγησε πως θα παίρναμε
συνέντευξη από μια παλιά πρωταγωνίστρια
του άλλοτε καλού ελληνικού κινηματογράφου
η οποία είχε χάσει όλη της την περιουσία
-και μαζί και τα λογικά της- στο τζόγο.
Μου μίλησε με πολύ συμπαθητικά λόγια
για αυτήν και μπορούσα να την φανταστώ
ήδη με τα γκρίζα μαλλιά της και το
ζαρωμένο δέρμα της,
όμως στα μάτια να διατηρεί ακέραιη την
λάμψη του ασπρόμαυρου νυμφίδιου που
ήταν κάποτε. Ήμουν ένας ρομαντικός
μαλάκας τότε.
χώρο υποδοχής και καθίσαμε να περιμένουμε.
Η Κατερίνα μου εξήγησε πως θα παίρναμε
συνέντευξη από μια παλιά πρωταγωνίστρια
του άλλοτε καλού ελληνικού κινηματογράφου
η οποία είχε χάσει όλη της την περιουσία
-και μαζί και τα λογικά της- στο τζόγο.
Μου μίλησε με πολύ συμπαθητικά λόγια
για αυτήν και μπορούσα να την φανταστώ
ήδη με τα γκρίζα μαλλιά της και το
ζαρωμένο δέρμα της,
όμως στα μάτια να διατηρεί ακέραιη την
λάμψη του ασπρόμαυρου νυμφίδιου που
ήταν κάποτε. Ήμουν ένας ρομαντικός
μαλάκας τότε.
Περιμέναμε για ώρα
ώσπου ήρθε ένας γιατρός να μας υποδεχθεί.
Με το που μας είδε το πρόσωπο του
φωτίστηκε. Είχε λιγοστή φαλάκρα στο κεφάλι και φορούσε δυνατό άφτερ
σέηβ. Μας χαιρέτησε εγκάρδια κι ύστερα
φλέρταρε μιλώντας περί ανέμων με υδάτων.
Ποτέ μου δεν συμπάθησα τους ανθρώπους
με λιγοστή φαλάκρα, ούτε αυτούς που
φορούν άφτερ σέηβ… Πρότεινε στην Κατερίνα
να τον ακολουθήσει στο δωμάτιο της
ηθοποιού και εμένα με παρακάλεσε να
περιμένω εκεί που ήμουν γιατί δεν το
επέτρεπαν οι κανονισμοί της κλινικής.
Ψέλλισα εντάξει και από μέσα μου τον
έστειλα να πάει στο διάολο.
ώσπου ήρθε ένας γιατρός να μας υποδεχθεί.
Με το που μας είδε το πρόσωπο του
φωτίστηκε. Είχε λιγοστή φαλάκρα στο κεφάλι και φορούσε δυνατό άφτερ
σέηβ. Μας χαιρέτησε εγκάρδια κι ύστερα
φλέρταρε μιλώντας περί ανέμων με υδάτων.
Ποτέ μου δεν συμπάθησα τους ανθρώπους
με λιγοστή φαλάκρα, ούτε αυτούς που
φορούν άφτερ σέηβ… Πρότεινε στην Κατερίνα
να τον ακολουθήσει στο δωμάτιο της
ηθοποιού και εμένα με παρακάλεσε να
περιμένω εκεί που ήμουν γιατί δεν το
επέτρεπαν οι κανονισμοί της κλινικής.
Ψέλλισα εντάξει και από μέσα μου τον
έστειλα να πάει στο διάολο.
Περίμενα λοιπόν εκεί
ολομόναχος πιέζοντας τα δάχτυλα στα
χέρια μου. Σκεφτόμουν διάφορους τρόπους
εξόντωσης του γιατρού. Σκεφτόμουν πόσο
καλά θα ήταν να μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε
όλο το σινάφι του και σε αυτό συμπεριλάμβανα διάφορους άλλους αντιπαθείς κλάδους. Πρόσεξα τότε
έναν μεσόκοπο κύριο να πλησιάζει προς
το μέρος μου. Φορούσε την πιτζάμα του
κι ένα γαλάζιο πόλο μπλουζάκι. Στα χέρια
κρατούσε έναν αχνιστό καφέ και στο
κεφάλι του τα σγουρά γκρίζα μαλλιά του
στέκονταν όρθια σαν βίδες. Ήρθε
και κάθισε απέναντι μου στον καναπέ και
με κοίταζε χωρίς να μιλάει. Κατέβαζε τα
μάτια μόνο για να πάρει ρουφηξιές.
ολομόναχος πιέζοντας τα δάχτυλα στα
χέρια μου. Σκεφτόμουν διάφορους τρόπους
εξόντωσης του γιατρού. Σκεφτόμουν πόσο
καλά θα ήταν να μπορούσαμε να ξεφορτωθούμε
όλο το σινάφι του και σε αυτό συμπεριλάμβανα διάφορους άλλους αντιπαθείς κλάδους. Πρόσεξα τότε
έναν μεσόκοπο κύριο να πλησιάζει προς
το μέρος μου. Φορούσε την πιτζάμα του
κι ένα γαλάζιο πόλο μπλουζάκι. Στα χέρια
κρατούσε έναν αχνιστό καφέ και στο
κεφάλι του τα σγουρά γκρίζα μαλλιά του
στέκονταν όρθια σαν βίδες. Ήρθε
και κάθισε απέναντι μου στον καναπέ και
με κοίταζε χωρίς να μιλάει. Κατέβαζε τα
μάτια μόνο για να πάρει ρουφηξιές.
'Είμαι ή μάλλον πιο
σωστά ήμουν ο αόρατος άνθρωπος,' μου
είπε ύστερα από κάμποση ώρα σπάζοντας
την σιωπή. Τον άκουσα χωρίς να απαντήσω
νιώθοντας κάπως άβολα. Κι εκείνος
συνέχισε…
σωστά ήμουν ο αόρατος άνθρωπος,' μου
είπε ύστερα από κάμποση ώρα σπάζοντας
την σιωπή. Τον άκουσα χωρίς να απαντήσω
νιώθοντας κάπως άβολα. Κι εκείνος
συνέχισε…
Όλα ξεκίνησαν όταν
αποφάσισα πως καλό θα ήταν να πάνε όλοι
να πνιγούν. Άκου φίλε. Μπορεί να το λες
συχνά, μπορεί να το επαναλαμβάνεις κάθε
πρωί σαν προσευχή όμως αυτό απέχει πολύ,
πάρα πολύ από το να το επιθυμήσεις με
όλη σου την καρδιά, να το θελήσεις με
κάθε ένα από τα κύτταρα σου. Να πάνε να πνιγούν. Το φώναζα. Όταν περπατούσα
στο δρόμο, μέσα στο στενό μου τζιν, όταν
κατέβαζα μια μπύρα στο μπαρ, όταν
προσπερνούσα μια τύπισσα που μου κουνούσε
αδιάφορα τον κώλο της. Όταν το αφεντικό
μου φυσούσε τον καπνό στα μούτρα και
μου λεγε 'είσαι ξοφλημένος από μένα'.
Τότε του τραγουδούσα. Να πάει να πνιγεί.
αποφάσισα πως καλό θα ήταν να πάνε όλοι
να πνιγούν. Άκου φίλε. Μπορεί να το λες
συχνά, μπορεί να το επαναλαμβάνεις κάθε
πρωί σαν προσευχή όμως αυτό απέχει πολύ,
πάρα πολύ από το να το επιθυμήσεις με
όλη σου την καρδιά, να το θελήσεις με
κάθε ένα από τα κύτταρα σου. Να πάνε να πνιγούν. Το φώναζα. Όταν περπατούσα
στο δρόμο, μέσα στο στενό μου τζιν, όταν
κατέβαζα μια μπύρα στο μπαρ, όταν
προσπερνούσα μια τύπισσα που μου κουνούσε
αδιάφορα τον κώλο της. Όταν το αφεντικό
μου φυσούσε τον καπνό στα μούτρα και
μου λεγε 'είσαι ξοφλημένος από μένα'.
Τότε του τραγουδούσα. Να πάει να πνιγεί.
Σε βλέπω είσαι
συνεσταλμένο αγόρι. Έτσι δεν είναι; Δεν
θέλεις να επιβάλλεσαι στους άλλους.
Έχεις όμως υποθέτω, όπως όλοι μας, ένα
ζευγάρι αρχίδια ανάμεσα στα πόδια σου.
Και συχνά, υποθέτω, θα σκέφτεσαι τον
λόγο που σου πάνε όλα στραβά. Δεν είναι
δίκαιο για κάποιον σαν κι εσένα θα
αναρωτιέσαι. Και είμαι σίγουρος πως
είναι πολλά αυτά που θέλεις να κάνεις
όμως ποτέ δεν είχες το θάρρος γιατί
πάντα σκεφτόσουν πως βιάζεσαι να κρίνεις
τους ανθρώπους και πως πρέπει να έχεις
υπομονή. Ναι, ναι, στοιχηματίζω πως
υπάρχει κάποια ξεχωριστή για σένα η
οποία δεν δίνει ούτε μία δεκάρα τσακιστή.
Εκείνο το μαραφέτι σαλεύει ολοζώντανο
μέσα στο παντελόνι σου αλλά εκείνη δεν
θα το μάθει ποτέ… Ναι είμαι σίγουρος
πως έτσι είναι. Έτσι ήταν και για μένα.
συνεσταλμένο αγόρι. Έτσι δεν είναι; Δεν
θέλεις να επιβάλλεσαι στους άλλους.
Έχεις όμως υποθέτω, όπως όλοι μας, ένα
ζευγάρι αρχίδια ανάμεσα στα πόδια σου.
Και συχνά, υποθέτω, θα σκέφτεσαι τον
λόγο που σου πάνε όλα στραβά. Δεν είναι
δίκαιο για κάποιον σαν κι εσένα θα
αναρωτιέσαι. Και είμαι σίγουρος πως
είναι πολλά αυτά που θέλεις να κάνεις
όμως ποτέ δεν είχες το θάρρος γιατί
πάντα σκεφτόσουν πως βιάζεσαι να κρίνεις
τους ανθρώπους και πως πρέπει να έχεις
υπομονή. Ναι, ναι, στοιχηματίζω πως
υπάρχει κάποια ξεχωριστή για σένα η
οποία δεν δίνει ούτε μία δεκάρα τσακιστή.
Εκείνο το μαραφέτι σαλεύει ολοζώντανο
μέσα στο παντελόνι σου αλλά εκείνη δεν
θα το μάθει ποτέ… Ναι είμαι σίγουρος
πως έτσι είναι. Έτσι ήταν και για μένα.
Άκουσε με προσεχτικά.
Αν τουλάχιστον θες όλα αυτά να αλλάξουν.
Πρώτα από όλα πρέπει να μάθεις τραγουδάς.
Και να χορεύεις. Όχι όπως οι τραγουδιστές
ή οι χορευτές αλλά όπως οι φυλακισμένοι
και οι ερημίτες. Φωνάζοντας. Όλος ένα στόμα.
Αν τουλάχιστον θες όλα αυτά να αλλάξουν.
Πρώτα από όλα πρέπει να μάθεις τραγουδάς.
Και να χορεύεις. Όχι όπως οι τραγουδιστές
ή οι χορευτές αλλά όπως οι φυλακισμένοι
και οι ερημίτες. Φωνάζοντας. Όλος ένα στόμα.
Για μένα έτσι ξεκίνησε.
Στην αρχή βέβαια ήταν μια άσκηση επί
χάρτου. Να είμαι εκεί που κανένας δεν
είχε προβλέψει . Να είμαι αυτός για τον
οποίο όλοι αδιαφορούσαν. Να είμαι
άχρωμος, άοσμος, συνηθισμένος… όμως
μετά άρχισα να χορεύω -όπως μου γουστάρει-
χωρίς να έχω κανένα πάνω από το κεφάλι
μου. Και μια μέρα έγινα αόρατος. Βάλτο
καλά στο μυαλό σου αυτό. Δεν χρειάζεται
να διαφέρεις. Δεν χρειάζεται να ξοδεύεις
τον χρόνο σου προσπαθώντας να βρεις
τρόπους να ξεχωρίσεις. Σπάσε τους
καθρέφτες. Γίνε όπως είσαι. Και στο
φινάλε μην γίνεις και τίποτα. Ποιος
νοιάζεται…
Στην αρχή βέβαια ήταν μια άσκηση επί
χάρτου. Να είμαι εκεί που κανένας δεν
είχε προβλέψει . Να είμαι αυτός για τον
οποίο όλοι αδιαφορούσαν. Να είμαι
άχρωμος, άοσμος, συνηθισμένος… όμως
μετά άρχισα να χορεύω -όπως μου γουστάρει-
χωρίς να έχω κανένα πάνω από το κεφάλι
μου. Και μια μέρα έγινα αόρατος. Βάλτο
καλά στο μυαλό σου αυτό. Δεν χρειάζεται
να διαφέρεις. Δεν χρειάζεται να ξοδεύεις
τον χρόνο σου προσπαθώντας να βρεις
τρόπους να ξεχωρίσεις. Σπάσε τους
καθρέφτες. Γίνε όπως είσαι. Και στο
φινάλε μην γίνεις και τίποτα. Ποιος
νοιάζεται…
Α! Ήταν θαυμάσια μέσα
στον καινούριο αόρατο εαυτό μου. Μπορούσα
να κάθομαι με τις ώρες στον πάγκο του
μπαρ. Να με προσοχή τα πάντα
γύρω μου. Μπορούσα πια να κοιτάζω τους
ανθρώπους με υπομονή με όλα τα καλά και
τα κακά τους και να κρίνω νηφάλια τι
είναι αυτό που μου αρέσει πάνω τους και
τι είναι αυτό που καλύτερα να το αποφεύγω.
Έμαθα γρήγορα πως οι περισσότεροι
άνθρωποι δεν ήταν και πολύ του γούστου
μου. Τους καταλάβαινα από την μυρωδιά
τους.
στον καινούριο αόρατο εαυτό μου. Μπορούσα
να κάθομαι με τις ώρες στον πάγκο του
μπαρ. Να με προσοχή τα πάντα
γύρω μου. Μπορούσα πια να κοιτάζω τους
ανθρώπους με υπομονή με όλα τα καλά και
τα κακά τους και να κρίνω νηφάλια τι
είναι αυτό που μου αρέσει πάνω τους και
τι είναι αυτό που καλύτερα να το αποφεύγω.
Έμαθα γρήγορα πως οι περισσότεροι
άνθρωποι δεν ήταν και πολύ του γούστου
μου. Τους καταλάβαινα από την μυρωδιά
τους.
Υπήρχε ένα γωνιακό
καφέ στην οδό Λένορμαν και θα πήγαινα
πολλές φορές το βράδυ να πιω έναν καφέ.
Εκεί δούλευε η Ε. Είχε ένα τεράστιο, ένα
πολύ όμορφο κώλο η Ε και μου έφερνε πάντα
τον καφέ μου όπως τον ήθελα χωρίς να με
πολυζαλίζει. Όμως αυτά τα δύο δεν θα
ήταν τίποτα αν δεν μύριζε όπως μύριζε.
Πως να στο εξηγήσω; Μύριζε όπως το ποτήρι
της μπύρας μου και όπως τα τσιγάρα μου
και όπως το κλειστό μου σπίτι όταν
γυρνούσα από την δουλειά. Μύριζε ακριβώς
όπως εγώ μόνο που όλα ήταν θαμμένα κάτω
από μια ανεξακρίβωτη αύρα ευαισθησίας.
'Να σου φέρω καφέ γλυκιέ μου' μου έλεγε
κι εγώ την κοιτούσα στο στόμα αφηρημένος.
Με φανταζόμουν να κατεβαίνω εκεί μέσα…
καφέ στην οδό Λένορμαν και θα πήγαινα
πολλές φορές το βράδυ να πιω έναν καφέ.
Εκεί δούλευε η Ε. Είχε ένα τεράστιο, ένα
πολύ όμορφο κώλο η Ε και μου έφερνε πάντα
τον καφέ μου όπως τον ήθελα χωρίς να με
πολυζαλίζει. Όμως αυτά τα δύο δεν θα
ήταν τίποτα αν δεν μύριζε όπως μύριζε.
Πως να στο εξηγήσω; Μύριζε όπως το ποτήρι
της μπύρας μου και όπως τα τσιγάρα μου
και όπως το κλειστό μου σπίτι όταν
γυρνούσα από την δουλειά. Μύριζε ακριβώς
όπως εγώ μόνο που όλα ήταν θαμμένα κάτω
από μια ανεξακρίβωτη αύρα ευαισθησίας.
'Να σου φέρω καφέ γλυκιέ μου' μου έλεγε
κι εγώ την κοιτούσα στο στόμα αφηρημένος.
Με φανταζόμουν να κατεβαίνω εκεί μέσα…
Όταν σχολούσε
ακολουθούσα τα βήματα της από την
καφετέρια στο σπίτι. Ανέβαινα μαζί της
τις σκάλες της πολυκατοικίας κι ύστερα
έμπαινα μαζί της στο διαμέρισμα. Ήμουνα
εκεί όταν άνοιγε την βρύση του ντους
και ο ατμός σηκωνόταν ψηλά. Όσο ξεντυνόταν
με αργές κινήσεις ώσπου να μείνει το
σώμα της αποκαμωμένο από την κούραση
γεμάτο σημάδια από τα στενά ρούχα.
Έμπαινε κάτω από το ντους κι έκλεινε τα
μάτια κι εγώ παρατηρούσα πως το σαπούνι
κυλούσε στα μαλλιά της και κατέβαινε
στην πλάτη ώσπου να σταθεί πάνω από τους
δυο τεράστιους λόφους της.
ακολουθούσα τα βήματα της από την
καφετέρια στο σπίτι. Ανέβαινα μαζί της
τις σκάλες της πολυκατοικίας κι ύστερα
έμπαινα μαζί της στο διαμέρισμα. Ήμουνα
εκεί όταν άνοιγε την βρύση του ντους
και ο ατμός σηκωνόταν ψηλά. Όσο ξεντυνόταν
με αργές κινήσεις ώσπου να μείνει το
σώμα της αποκαμωμένο από την κούραση
γεμάτο σημάδια από τα στενά ρούχα.
Έμπαινε κάτω από το ντους κι έκλεινε τα
μάτια κι εγώ παρατηρούσα πως το σαπούνι
κυλούσε στα μαλλιά της και κατέβαινε
στην πλάτη ώσπου να σταθεί πάνω από τους
δυο τεράστιους λόφους της.
Είχε πολύ ανώμαλα
γούστα η Ε. Όλοι έχουμε όταν είμαστε
μόνοι μας. Της άρεσε να παίζει με το
σαπούνι, να παίζει με το ακουστικό του
ντους. Έμπαινα κι εγώ μέσα στη ντουζιέρα
μαζί της. Ήμουν ελεεινός. Άπλυτος για
μέρες. Όμως δεν με ένοιαζε. Άπλωνα
χαρούμενος τα αόρατα χέρια μου πάνω
της…
γούστα η Ε. Όλοι έχουμε όταν είμαστε
μόνοι μας. Της άρεσε να παίζει με το
σαπούνι, να παίζει με το ακουστικό του
ντους. Έμπαινα κι εγώ μέσα στη ντουζιέρα
μαζί της. Ήμουν ελεεινός. Άπλυτος για
μέρες. Όμως δεν με ένοιαζε. Άπλωνα
χαρούμενος τα αόρατα χέρια μου πάνω
της…
Δεν είχε αναστολές
μαζί μου η Ε. Με άφηνε να της κάνω ότι
θέλω κι όσο θέλω. Πιο πολύ από όλα μου
άρεσε να της το βάζω στα τέσσερα. Με θέα
τον τεράστιο της κώλο, με θέα τις απέραντες
λευκές της Άνδεις κάτω απ' την ομίχλη.
Κουνιόμασταν για ώρα κι εκείνη κρατούσε
γερά στον τοίχο και με εκλιπαρούσε να
μην σταματήσω ποτέ … όποιος κι αν ήμουν,
ότι κι αν ήμουν. Όμως εγώ δεν άντεχα.
Ήθελα να το βγάζω έξω και να της τραγουδώ …
μαζί μου η Ε. Με άφηνε να της κάνω ότι
θέλω κι όσο θέλω. Πιο πολύ από όλα μου
άρεσε να της το βάζω στα τέσσερα. Με θέα
τον τεράστιο της κώλο, με θέα τις απέραντες
λευκές της Άνδεις κάτω απ' την ομίχλη.
Κουνιόμασταν για ώρα κι εκείνη κρατούσε
γερά στον τοίχο και με εκλιπαρούσε να
μην σταματήσω ποτέ … όποιος κι αν ήμουν,
ότι κι αν ήμουν. Όμως εγώ δεν άντεχα.
Ήθελα να το βγάζω έξω και να της τραγουδώ …
Την θυμάμαι να κρατάει
το αόρατο πέος μου με τα απαλά της χέρια.
Να κλείνει τα μάτια της και να το ρουφάει.
Καθόταν στα γόνατα και το έβαζε μέσα
έξω στο στόμα της προσποιούμενη πως
είναι μοναχά το νερό ή ο αέρας. Κι εγώ
φώναζα… πως φώναζα … Αμήν έλεγα …
Αλληλούια … Ωσανά ο εσταυρωμένος …
το αόρατο πέος μου με τα απαλά της χέρια.
Να κλείνει τα μάτια της και να το ρουφάει.
Καθόταν στα γόνατα και το έβαζε μέσα
έξω στο στόμα της προσποιούμενη πως
είναι μοναχά το νερό ή ο αέρας. Κι εγώ
φώναζα… πως φώναζα … Αμήν έλεγα …
Αλληλούια … Ωσανά ο εσταυρωμένος …
Έβλεπα τον
αόρατο άνδρα απέναντι μου στην πολυθρόνα,
να ξεστομίζει με όλη του την φωνή αυτές
τις βλασφημίες χωρίς να αλλάζει την
χαλαρή στάση του σώματος του. Παραδόξως
η συμπεριφορά του δεν δημιουργούσε
καμιά εντύπωση γύρω μας. Οι νοσοκόμες
προσπερνούσαν, οι περισσότερες παντελώς
αδιάφορες, άλλες συγκρατώντας ένα κρυφό
χαμόγελο στα χείλη τους. Υπέθετα πως
είχαν ακούσει τα ίδια εκατοντάδες φορές.
Καταλάβαινα τότε πως κάθε μορφή ψυχικής
παθολογίας ενέχει κάποιες εμμονές οι
οποίες με το πέρασμα του χρόνου, γίνονται
σε ένα βαθμό κουραστικές…
αόρατο άνδρα απέναντι μου στην πολυθρόνα,
να ξεστομίζει με όλη του την φωνή αυτές
τις βλασφημίες χωρίς να αλλάζει την
χαλαρή στάση του σώματος του. Παραδόξως
η συμπεριφορά του δεν δημιουργούσε
καμιά εντύπωση γύρω μας. Οι νοσοκόμες
προσπερνούσαν, οι περισσότερες παντελώς
αδιάφορες, άλλες συγκρατώντας ένα κρυφό
χαμόγελο στα χείλη τους. Υπέθετα πως
είχαν ακούσει τα ίδια εκατοντάδες φορές.
Καταλάβαινα τότε πως κάθε μορφή ψυχικής
παθολογίας ενέχει κάποιες εμμονές οι
οποίες με το πέρασμα του χρόνου, γίνονται
σε ένα βαθμό κουραστικές…
Κάποια στιγμή
επέστρεψαν ο γιατρός με την Κατερίνα.
Φαινόταν αναστατωμένη. Ο γιατρός μας
προσκάλεσε ευγενικά να πάρουμε έναν
καφέ στο γραφείο του. Δεχθήκαμε. Εν τω
μεταξύ ο αόρατος άνδρας είχε από ώρα
ησυχάσει και καθόταν με ένα αυτάρεσκο
χαμόγελο στον καναπέ. Τον αφήσαμε πίσω
μας και ακολουθήσαμε τον γιατρό στο
βάθος του διαδρόμου. Στο δρόμο ρώτησα
την Κατερίνα τι συμβαίνει κι εκείνη μου
είπε πως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου
όπως τα περίμενε. Η γριά ηθοποιός τα
είχε εντελώς χαμένα. Δεν θυμόταν τίποτα
από τα παλιά και ήταν πραγματικά θλιβερό
το πως την είχε ρημάξει ο χρόνος. Όχι,
Δεν είχε απομείνει καμία λάμψη από
νυμφίδιο στα μάτια της. Μόνο ασυναρτησίες
και θραύσματα από θεατρικούς διαλόγους
που ήξερε απ' έξω. Έμοιαζε να φοβάται,
μου εξήγησε η Κατερίνα. Σαν να έβλεπε
κάτι απαίσιο που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει.
επέστρεψαν ο γιατρός με την Κατερίνα.
Φαινόταν αναστατωμένη. Ο γιατρός μας
προσκάλεσε ευγενικά να πάρουμε έναν
καφέ στο γραφείο του. Δεχθήκαμε. Εν τω
μεταξύ ο αόρατος άνδρας είχε από ώρα
ησυχάσει και καθόταν με ένα αυτάρεσκο
χαμόγελο στον καναπέ. Τον αφήσαμε πίσω
μας και ακολουθήσαμε τον γιατρό στο
βάθος του διαδρόμου. Στο δρόμο ρώτησα
την Κατερίνα τι συμβαίνει κι εκείνη μου
είπε πως τα πράγματα δεν ήταν καθόλου
όπως τα περίμενε. Η γριά ηθοποιός τα
είχε εντελώς χαμένα. Δεν θυμόταν τίποτα
από τα παλιά και ήταν πραγματικά θλιβερό
το πως την είχε ρημάξει ο χρόνος. Όχι,
Δεν είχε απομείνει καμία λάμψη από
νυμφίδιο στα μάτια της. Μόνο ασυναρτησίες
και θραύσματα από θεατρικούς διαλόγους
που ήξερε απ' έξω. Έμοιαζε να φοβάται,
μου εξήγησε η Κατερίνα. Σαν να έβλεπε
κάτι απαίσιο που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει.
Καθίσαμε
στο γραφείο του γιατρού κι εκείνος
σήκωσε το ακουστικό να παραγγείλει τους
καφέδες. 'Λοιπόν πως σου φάνηκε ο αόρατος
άνδρας;' με ρώτησε κι ύστερα γέλασε
δυνατά σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά. Του
είπα πως δεν ήμουν σίγουρος και πως όμως
σε γενικές γραμμές μου φάνηκε εντάξει.
Πρέπει να ήμουν κάτωχρος γιατί βιάστηκε
να με διαβεβαιώσει πως ο αόρατος άνδρας
ήταν ακίνδυνος και πως ήταν το 'κέφι'
της κλινικής. Κούνησα το κεφάλι μου
συγκαταβατικά.
στο γραφείο του γιατρού κι εκείνος
σήκωσε το ακουστικό να παραγγείλει τους
καφέδες. 'Λοιπόν πως σου φάνηκε ο αόρατος
άνδρας;' με ρώτησε κι ύστερα γέλασε
δυνατά σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά. Του
είπα πως δεν ήμουν σίγουρος και πως όμως
σε γενικές γραμμές μου φάνηκε εντάξει.
Πρέπει να ήμουν κάτωχρος γιατί βιάστηκε
να με διαβεβαιώσει πως ο αόρατος άνδρας
ήταν ακίνδυνος και πως ήταν το 'κέφι'
της κλινικής. Κούνησα το κεφάλι μου
συγκαταβατικά.
Ήταν πια
όταν είχαν φτάσει οι καφέδες μας και
συζητούσαμε ευχάριστα καπνίζοντας
τσιγάρο όταν πρόσεξα μια περίεργη σκιά
να κινείται στο δωμάτιο. Κοίταξα να δω
μήπως ήταν το φως που έπαιζε παιχνίδια
από το παράθυρο όμως τα στόρια ήταν
κατεβασμένα. Σκέφτηκα πως ίσως να είχα
κουραστεί. Πως ίσως όλη αυτή η ανθρώπινη
δυστυχία με είχε πειράξει στα νεύρα.
Και τότε τον είδα.
όταν είχαν φτάσει οι καφέδες μας και
συζητούσαμε ευχάριστα καπνίζοντας
τσιγάρο όταν πρόσεξα μια περίεργη σκιά
να κινείται στο δωμάτιο. Κοίταξα να δω
μήπως ήταν το φως που έπαιζε παιχνίδια
από το παράθυρο όμως τα στόρια ήταν
κατεβασμένα. Σκέφτηκα πως ίσως να είχα
κουραστεί. Πως ίσως όλη αυτή η ανθρώπινη
δυστυχία με είχε πειράξει στα νεύρα.
Και τότε τον είδα.
Σαν να
ξεκόλλησε μέσα από την ύλη των αντικειμένων
γύρω μας. Ο αόρατος άνδρας. Κρατούσε ένα
μακρύ καλώδιο στα χέρια και το πρόσωπο
του γυάλιζε ιδρωμένο. Θυμάμαι τις κόρες
των ματιών του. Μου έκανε εντύπωση το
πόσο ανοιχτές ήταν. Πήγα να
μιλήσω όμως έβαλε γρήγορα το δάχτυλο
στο στόμα του και μου έκανε νόημα να
μείνω στη θέση μου.
ξεκόλλησε μέσα από την ύλη των αντικειμένων
γύρω μας. Ο αόρατος άνδρας. Κρατούσε ένα
μακρύ καλώδιο στα χέρια και το πρόσωπο
του γυάλιζε ιδρωμένο. Θυμάμαι τις κόρες
των ματιών του. Μου έκανε εντύπωση το
πόσο ανοιχτές ήταν. Πήγα να
μιλήσω όμως έβαλε γρήγορα το δάχτυλο
στο στόμα του και μου έκανε νόημα να
μείνω στη θέση μου.
Κοίταξα τον
γιατρό να καπνίζει αμέριμνος φλερτάροντας με την Κατερίνα. 'Θα ήθελα
πολύ' της έλεγε κι εκείνη χαμογελούσε τυπικά … όμως η μοίρα το ήθελε να μην
μάθουμε ποτέ τι πραγματικά θα ήθελε. Γιατί το καλώδιο είχε τυλιχθεί
ήδη γύρω από το λαιμό του και ο αόρατος
άνδρας τον έσφιγγε με δύναμη. Έσφιγγε
τινάσσοντας το σώμα πίσω, τρίζοντας τα
δόντια. Χορεύοντας. Τραγουδώντας πως
όλοι έπρεπε να πάνε να πνιγούν.
γιατρό να καπνίζει αμέριμνος φλερτάροντας με την Κατερίνα. 'Θα ήθελα
πολύ' της έλεγε κι εκείνη χαμογελούσε τυπικά … όμως η μοίρα το ήθελε να μην
μάθουμε ποτέ τι πραγματικά θα ήθελε. Γιατί το καλώδιο είχε τυλιχθεί
ήδη γύρω από το λαιμό του και ο αόρατος
άνδρας τον έσφιγγε με δύναμη. Έσφιγγε
τινάσσοντας το σώμα πίσω, τρίζοντας τα
δόντια. Χορεύοντας. Τραγουδώντας πως
όλοι έπρεπε να πάνε να πνιγούν.