Πηγή φωτογραφίας: 54ο ΦΚΘ/Motionteam-Β. Βερβερίδης
Για κάθε
μεγαλούπολη που καταστρέφεται από
μυθικούς υπερήρωες και κακούς ή από
εξωγήινες επιδρομές και για κάθε παραγωγή
που γίνεται με σκοπό να διαφημιστούν
τα φασαριόζικα εφέ της, ταινίες σαν τη
Νεμπράσκα γίνονται όλο και πιο
αναγκαίες σήμερα. Ο Αλεξάντερ Πέιν
συνεχίζει να ενδιαφέρεται πρωτίστως
για τους χαρακτήρες του και μέσω αυτών
να δίνει απλές φαινομενικά, ανθρώπινες
ιστορίες, ποτισμένες με πικρό χιούμορ.
Ο Ελληνοαμερικανός
σκηνοθέτης πήρε μια γεμάτη γεύση από
την πατρίδα των παππούδων του, όταν
βρέθηκε για 10 ημέρες στη χώρα μας,στο
περασμένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της
Θεσσαλονίκης (όπου τον συναντήσαμε),
με την ιδιότητα του προέδρου της κριτικής
επιτροπής. Στην τελετή λήξης του φεστιβάλ,
παρουσίασε για πρώτη φορά στο ελληνικό
κοινό τη Νεμπράσκα, η οποίο
γεμίζοντας πλέον την αφίσα του και με
τις οσκαρικές υποψηφιότητες, ξεκίνησε
να παίζεται και επίσημα από σήμερα και
στις ελληνικές αίθουσες.
Για πρώτη φορά
σε ταινία του, το όνομα του Πέιν δεν
βρίσκεται στο σενάριο, παρ΄ όλα αυτά ο
ίδιος τη νοιώθει αρκετά προσωπική:
“Είναι προσωπική εξαιτίας της αναφοράς
στην πατρίδα μου, έχει παρόμοια αίσθηση
του χιούμορ με τη δική μου και ένα όμορφο,
πικρό συναίσθημα ανθρωπιάς. Ένας
σκηνοθέτης δε χρειάζεται να έχει γράψει
το σενάριο για να κάνει ένα προσωπικό
φίλμ, όπως και να ‘χει για μένα ήταν η
ίδια διαδικασία όπως στις προηγούμενες
δουλειές μου, άλλωστε και στα προηγούμενα
σενάρια το υλικό ήταν από βιβλίο, απλά
έκανα εγώ την προσαρμογή. Θυμηθείτε πως
11 από τις 13 ταινίες του Κιούμπρικ ήταν
από βιβλία, όμως όλες μοιάζουν εντελώς
αυθεντικές και είναι πολύ προσωπικές.
Αυτό που κάνει προσωπικό το φιλμ είναι
ο τρόπος με τον οποίο το γυρίζει ο
σκηνοθέτης, όχι η προέλευση του υλικού”.
Η ταινία
καταγράφει το οδοιπορικό του Γούντι,
ενός ηλικωμένου που πιστεύει ότι έχει
κερδίσει 1 εκ. δολάρια, μαζί με τον γιο
του που αναγκάζεται να τον συνοδεύσει
στο ταξίδι για να μην του χαλάσει το
όνειρο. Η έξοχη ασπρόμαυρη φωτογραφία
της ταινίας αφήνει την αίσθηση της
νοσταλγίας για τις μικρές επαρχιακές
πόλεις της αμερικανικής ενδοχώρας,
πεδίο τελειώς διαφορετικό από τις
σύγχρονες πόλεις, εκεί όπου η αίσθηση
του χρόνου είναι τελείως διαφορετική:
“Δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος για
το ασπρόμαυρο, απλά μου φαινόταν σωστό.
Ήταν πάρα πολύ δύσκολη απόφαση πάντως
για τη χρηματοδότηση του φιλμ, αφού το
στούντιο δεν ήθελε καν να ακούσει για
το project λόγω του
ασπρόμαυρου, δεν ήθελα όμως κι εγώ να
το κάνω έγχρωμο. Είχα αποφασίσει πως θα
το άφηνα για το μέλλον αν δεν έπαιρνα
τα χρήματα τώρα, τελικά όλα πήγαν καλά”.
Το ταξίδι
πατέρα-γιου βοηθά στην επανασύνδεση
των 2 ανδρών αλλά και στην ανασυγκρότηση
των σκέψεων του γιου (Γουίλ Φόρτε) για
τη συνέχεια της ζωής του, βάζοντας τον
έτσι πλάι στους ήρωες των προηγούμενων
ταινιών του Πέιν, όπως ο Πολ Τζιαμάτι
στο Πλαγίως και ο Τζορτζ Κλούνεϊ
στους Απόγονους. Σε ερώτηση αν
επιλέγει ήρωες που βρίσκονται μεταξύ
ωριμότητας και ανωριμότητας διαφωνεί:
“Με ενδιαφέρει να ξεσηκώνω τους
χαρακτήρες μου με κάποιο γεγονός ώστε
να ξυπνήσουν και να αντιμετωπίσουν τη
ζωή. Δεν είναι θέμα ωριμότητας ή
ανωριμότητας, η ήρωες μου λόγω καταστάσεων
βρίσκονται στην ανάγκη να τους ξυπνήσει
κάποιος για να μάθουν τις ομορφιές της
ζωής και της καθημερινότητας. Το ίδιο
ακριβώς προσπαθώ να κάνω και για τον
εαυτό μου”.
Πέρα από τις
ταινίες του, ο Πέιν βρέθηκε τα τελευταία
χρόνια (και αυτός) πίσω από μια τηλεοπτική
σειρά, το Hung, στο
οποίο ήταν παραγωγός ενώ σκηνοθέτησε
και τον πιλότο της σειράς. Αντίθετα με
άλλους συναδέλφους του πάντως, προτιμά
να μείνει στον χώρο του σινεμά: “Οχι
δε θα ήθελα να συνεχίσω στην τηλεόραση,
προτιμώ τις ταινίες. Αυτή τη στιγμή στις
ΗΠΑ οι πιο ενδιαφέρουσες δουλειές
γίνονται όντως στην τηλεόραση, ζούμε
μια μακρά χρυσή περίοδο της τηλεόρασης
που θα συνεχιστεί. Προτιμώ όμως την
οικονομία των ταινιών,ο Νονός
π.χ. θα μπορούσε να γίνει μια πολύ καλή
σειρά που θα διαρκούσε 5 χρόνια, είναι
όμως υπέροχο να τον βλέπεις σε 6 ώρες
στον κινηματογράφο, η μεγαλύτερη διάρκεια
της τηλεόρασης αποδυναμώνει τους
χαρακτήρες”.
Η τηλεόραση
όμως έχει και πρακτικά προβλήματα για
τον ίδιο: “Γυρίζουν περίπου οκτώ
σελίδες σεναρίου την ημέρα εγώ γυρίζω
δύο. Είναι κι άλλα, για το sound
mixing για παράδειγμα
θέλουν τρεις μέρες, εγώ χρειάζομαι τρεις
εβδομάδες”.
Και το σημαντικότερο
απ’όλα: “Οι μεγάλες παραγωγές του
Hollywood γίνονται
όλο και χειρότερες τα τελευταία χρόνια
και νοιώθω ευθύνη να συνεχίσω να κάνω
ταινίες για το σινεμά, πιο ανθρώπινες
ταινίες”. Κι αν είναι σαν τη Νεμπράσκα,
η αλήθεια είναι πως τις χρειαζόμαστε!
Info: Η ταινία του Αλεξάντερ Πεϊν Νεμπράσκα έχει προταθεί για 6 βραβεία Όσκαρ και προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες απο την Πέμπτη.