O W. ξύπνησε μια μέρα βγήκε στο μπαλκόνι κι
είπε θα γράψω ένα βιβλίο με τις πιο ωραίες λέξεις που δεν υπάρχουν ακόμα λέξεις
σαν κόκκαλα ψαριών μαλακές αλλά σπονδυλώδεις που γλυστράνε μόλις πας να τις
βάλεις στο στόμα και θα βάλω μέσα όλα τα νοσταλγικά πράγματα το γιασεμί τα
παλιά αυτοκίνητα και τα σκονισμένα βάζα σε σπίτια που μυρίζουν ναφθαλίνη και
αλεύρι αλλά και καινούργια αντικείμενα γυαλιστερά ή και όχι θα βάλω ιστορίες με
περίεργες επιφάνειες που σκαλώνει η γλώσσα σου όταν τις λες και διάφορες άλλες
ξεχασμένες εκπομπές που τις θυμάσαι και γελάς με τηλεμεταφερόμενα συρτάρια και
διαστημικά φώτα σε κάποιο χωριό της Πελοποννήσου και γενικά ό,τι
πρωτοεμφανίστηκε στην δεκατία του ογδόντα οι βάτες για παράδειγμα και το pac-man και θα είναι το βιβλίο σα λούνα παρκ θα
κυκλοφορούν ελεύθερες όλες οι εμμονές κι ένας νάνος με μουστάκι που τους
αποκαλεί όλους senor κυρίως τις γυναίκες.
Τότε εμφανίστηκαν στον ακάλυπτο της
οικοδομής μια ντουζίνα παιδιά μ’ ένα κασετόφωνο και με σπαθιά μπέρτες και
βαψίματα κι άρχισαν να την σκηνή με τον άμλετ και τους δυο νεκροθάφτες
και τον άμοιρο γιόρικ αλλά καθε φορά που έλεγαν άμοιρε γιόρικ ξεσπούσαν σε
τρομερά γέλια και επαναλάμβαναν χωρίς σταματημό άμοιρε γιόρικ άμοιρε άμοιρε
γιόρικ κι έπαιζαν ποδόσφαιρο μ’ ένα κρανίο χωρίς να κρατάει κανείς το σκορ. Ο W. άκουγε προσεχτικά τα παιδιά αλλά κυρίως το βούισμα από τα καλώδια υψηλής
τάσης κι είδε ότι οι πιθανότητες υπάρχουν μόνο στο εξωτερικό δέρμα των ανθρώπων
αλλά όσο βυθίζεται κανείς στα εσωτερικά στρώματα βρίσκει μόνο συχνότητες και
δονήσεις κι αναρωτιέται πού είναι ο χάρτης γι’ αυτό το μέρος και πού είναι το
πάνω και το κάτω.
Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες από τον πέμπτο
για να τα ρωτήσει τα παδιά πώς γίνεται να μην
αστοχούν ποτέ αλλά όταν έφτασε στον ακάλυπτο δεν ήταν κανείς εκεί κι ο W. δεν ήταν καν σίγουρος αν ο ίδιος δεν είχε μείνει στο μπαλκόνι να κοιτάει
τον ακάλυπτο από ψηλά όσο κάποιος άλλος κατέβαινε τις σκάλες. Έτσι αποφάσισε
ότι ο ακάλυπτος ήταν πλέον εντελώς άδειος και θα μπορούσε κανείς να τον γεμίσει
καθρέφτες και να φτιάξει ένα τεράστιο τσίρκο όπου ο χώρος κόβεται στα δυο και
στα τρια και την ώρα που η προηγούμενη μέρα δεν έχει φύγει και η επόμενη δεν
έχει έρθει ακόμα θα μπορούσε κανείς να δει στα βρώμικα πλακάκια ν’ ανοίγεται
ένα ρήγμα με ηφαιστιακά βράχια δεξιά κι αριστερά και στο βάθος η λίμνη Βόλβη τη
νύχτα.
Ο W. ανέβηκε τις σκάλες αργά αργά, έκλεισε πίσω
του την πόρτα ασθμαίνοντας, άλοιψε μια φέτα ψωμί με merenda, την έφαγε ηδονικά χωρίς να σκουπίσει το στόμα του, πήρε ένα depon και πήγε για ύπνο.