αναμνήσεις της ζωής μου είναι να βρίσκομαι
στην σκάλα της πολυκατοικίας, μαζί με
την μαμά μου και την αδερφή μου. Η μαμά
μου φορούσε ένα κοντό φόρεμα και θυμάμαι
τα πόδια της κάπως μαυρισμένα από τον
ήλιο και την αδερφή μου με ένα σορτσάκι
και μια ροζ φανέλα. Θυμάμαι την πόρτα
μισάνοιχτη κι ένα δροσερό αέρα να
στριφογυρνά παρότι ήταν καλοκαίρι,
μάλλον αρχές καλοκαιριού. Το φως γέμιζε
τους τοίχους μπαίνοντας από το τζάμι,
φτάνοντας στα πόδια μας. Ήταν η πρώτη
φορά που θα περπατούσα και δεν θα με
κουβαλούσε στο καρότσι.
κάποια στιγμή στο δρόμο αφού η μαμά μου
είχε διπλώσει το καρότσι και το είχε
βάλει κάτω από τις σκάλες. Το
εκτυφλωτικό φως γύρω μας, την φασαρία
των αυτοκινήτων. Θυμάμαι να συναντούμε
ανθρώπους πηγαίνοντας. 'Πόσο χρονών
είσαι μωρό μου;' με ρώταγαν κι εγώ έλεγα
εφτά ή οχτώ … ενώ ήμουν τρία, χωρίς να
είμαι και πολύ σίγουρος για το αν αυτό
ήταν ψέμα ή αλήθεια. Χωρίς να έχω καν
ακόμα ιδέα τι θα πει ψέμα ή αλήθεια.
μαμά μου, σχεδόν στο μισό ύψος από τα
ατελείωτα πόδια της και της κρατούσα
το χέρι σφιχτά, όχι επειδή φοβόμουν,
αλλά επειδή ήξερα πως μου ανήκει. Ας
πούμε πως ήμουν ένας μικρός νταβατζής
με αγγελικό πρόσωπο που έβγαζε την
καλύτερη πουτάνα βόλτα στον κόσμο. Κι
όταν σκεφτόμουν κόσμο δεν είχα στο μυαλό
μου μόνο τις περαστικές γριές και τον
αποκρουστικό μπακάλη. Ούτε καν τον ψηλό
ταχυδρόμο με το ύπουλο χαμόγελο. Ούτε
τις φίλες της μαμάς μου, ούτε τα σκυλιά
και τις γάτες που κοιμόντουσαν στους
σκουπιδοτενεκέδες. Όταν σκεφτόμουν
κόσμο είχα στο μυαλό μου περισσότερο
τον ήλιο … και ακόμα περισσότερο τον
διάφανο εκείνο ουρανό, που άστραφτε σαν
καθαρό γυαλί γεμάτο αέρα.
Στα είκοσι πέντε μου δεν θύμιζα σε τίποτα
το χαριτωμένο εκείνο παιδί της παιδικής
μου ηλικίας. Είχα μια ανισόμετρη
μαύρη τούφα για μαλλί που κάλυπτε τα
μάτια μου. Ασημένια δαχτυλίδια στο χέρι.
Ύστερα από τις
αποτυχημένες σπουδές μουκαι τον αιφνίδιο θάνατο
του πατέρα είχα επιστρέψει
στην πόλη μου
για να γίνω η σκιά του
εαυτού μου.
θα επισκεπτόμουν μια ψυχολόγο. Έσφιγγα
τα δάχτυλα καθισμένος στον αναπαυτικό
της καναπέ. Έσφιγγε κι εκείνη τα ζαρωμένα
χείλη της. Δυο χείλη γυμνασμένα στο να
κρατάνε πάντα μια ίσια γραμμή κακίας
και μικροψυχίας. Ύστερα της έδινα
τριανταπέντε ευρώ κι εκείνη θα μου έλεγε
πως είχα κάνει φοβερή πρόοδο.
ήταν αυτό που κάποτε ήταν. Τα χέρια της
είχαν αγριέψει από τον πόνο. Τα μάτια
της είχαν αδειάσει. Τα
άλλοτε ωραία πόδια της είχαν τώρα
πρηστεί, γεμάτα φλεβίτιδα σαν χοντροί
κορμοί ξύλου κάτω από τα ρούχα.
'Ο πατέρας σου εκείνο' κι ο πατέρας σου
το άλλο' έλεγε. Χτυπούσα την πόρτα πίσω
μου κι έβγαινα στο δρόμο να μην την
ακούω. Οδηγούσα την μεγάλη BMW
του πατέρα για ώρες ωσότου να
σπαταλήσω την βενζίνη. Υποθέτω πως στο
πίσω μέρος του μυαλού μου πίστευα πως
πηγαίνω κάπου αλλά δεν πήγαινα πουθενά.
αρκετά αργά για να έχει κοιμηθεί εκείνη.
Κλεινόμουν στο δωμάτιο. Πίσω από τις
κλειστές ντουλάπες ήταν στη σειρά
κρεμασμένα τα σακάκια του. Στα ράφια τα
βιβλία του. Καθόμουν κι έκανα σκέψεις
για το θάνατο του και για τον θάνατο
όλων μας και τι σόι πράγμα είναι και πως
μπορείς να τον αντιμετωπίσεις. Διάβαζα
μέχρι το ξημέρωμα και κάπνιζα τσιγαριλίκια.
Κυρίως μυθιστορήματα, οτιδήποτε για να
μην σκέφτομαι. Κι ύστερα άμα τελείωνα
ή κουραζόταν το μυαλό μου συνέχιζα τις
μαύρες σκέψεις μου…
θα πήγαινα στην κουζίνα. Η μητέρα μου
θα έκανε αμίλητη δουλειές ή θα έπινε
καφέ καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Της μιλούσα
ωσότου να γυρίσει την πλάτη της ή να
πάει να αφήσει το φλιτζάνι στο νεροχύτη
και τότε έβρισκα χρόνο να βάλω χέρι στο
πορτοφόλι της.
οτιδήποτε από τον οποιοδήποτε που θρηνεί
για την απώλεια ενός νεκρού. Είμαι
βέβαιος και δεν θα αλλάξω ποτέ γνώμη
πως ο μόνος λόγος που οι άνθρωποι κλαίνε
τόσο σπαραχτικά σε κηδείες είναι πως
κατά βάθος συνειδητοποιούν πως έρχεται
και το δικό τους τέλος. Όλη εκείνη η
υποκρισία των φίλων και των συγγενών…ποιος
μπορεί να την αντέξει. Εγώ τουλάχιστον
όχι. Κι όσο κι αν προσπαθούσα να την
αποτινάξω ήταν μονίμως εκεί … η υπόκωφη
βουή από τις σάπιες καρδιές τους που
πασχίζαν -ντε και καλά- να χτυπήσουν
δυνατά. Πολύ περισσότερο από όλα αυτά
απολάμβανα τον καθαρό ήχο
της νεκρώσιμης καμπάνας. ΝΤΑΝ … ΝΤΑΝ
… ΝΤΑΝ.
λοιπόν που επέστρεφα σπίτι, αν δεν είχα
όρεξη για διάβασμα, αυνανιζόμουν σαν
θηρίο. Δεν ξέρω που την έβρισκα τέτοια
όρεξη. Και τρεις και τέσσερις φορές,
συνεχόμενες. Είχα ένα μέτριο πέος, ούτε
καλό, ούτε κακό, όμως ο καθένας πρέπει
να τα βγάλει πέρα με ότι του έχει δώσει
ο Θέος. Έτσι δεν είναι; Εκτός βέβαια αν
…
Υπάρχει ένα πάρκο στα δυτικά
της πόλης, φυτεμένο με πελώριους φίκους
και βαγιές και πίσω από τις εξωτικές
φυλλωσιές τους προβάλλει το ερειπωμένο
εργοστάσιο υφαντουργίας. Εκεί έβρισκαν
καταφύγιο τότε -προτού τους καθαρίσει
η αστυνομία- τοξικομανείς και γύφτοι
και -ήθελα να πιστεύω- κάθε είδους
δαιμονισμένα πνεύματα. Πήγαινα λοιπόν
κι εγώ μερικές φορές το πρωί και καθόμουν σε ένα παγκάκι μόνος
μου σαν τον ηλίθιο και περίμενα ένας θεός ξέρει τι.
και θα καθόταν στο διπλανό παγκάκι. Ένας
κοντούλης ασπρομάλλης με ανακατεμένα
μαλλιά. Είχε έντονα λαμπερά μάτια και
κίτρινα δόντια. Τα ρούχα του ήταν γεμάτα
χώμα. 'Οι σιωνιστές' έλεγε σε όποιον έβρισκε μπροστά του. 'Για όλα φταίνε
οι Σιωνιστές'. Κι ύστερα μας μιλούσε για
τον Αδόλφο και για το πόσο λυπόταν που
δεν τον είχαν αφήσει να ολοκληρώσει το
έργο του. Κι εγώ, με τον νεανικό αυθορμητισμό
μου, προσπαθούσα να του εξηγήσω πως αυτά
που έλεγε ήταν θεωρίες για ηλίθιους ενώ οι τοξικομανείς του ζητούσανε ψιλά.
'Όχι, όχι' επέμενε. Ήμουνα νέος και δεν
μπορούσα να καταλάβω, όμως μια μέρα θα
καταλάβαινα. Και μετά μου έδειχνε στην χούφτα
του ένα μικρό ασημένιο αγκυλωτό σταυρό.
της μητέρας μου γινόταν όλο και χειρότερη.
Τα μάτια της βυθίζονταν μέσα στο πρόσωπο
της και το δέρμα της είχε το χρώμα του
κεριού. Στο μνημόσυνο φιλούσε μηχανικά
τους συγγενείς κι εγώ βιαζόμουν να
επιστρέψω στο σπίτι για να αυνανιστώ
γιατί το νεκροταφείο με είχε ανάψει τόσο πολύ. Στο δρόμο μου φώναζε πως δεν
σεβόμουν τίποτα που δεν μιλούσα στους συγγενείς όμως την έγραφα κανονικά
γιατί ήμουν σίγουρος πως όσο σεβόμουν
εγώ σεβόταν κι εκείνη. Κλεινόμουν στο
δωμάτιο μου κι έκανα την δουλειά μου
χωρίς να υπολογίζω. Κι όταν τελείωνα
άναβα τσιγαριλίκια.
καθιερωμένες συναντήσεις μου με την
ψυχολόγο όταν με ρώτησε τι ήταν αυτό
που με απασχολούσε περισσότερο από όλα.
Ποια ήταν η αιτία της δυστυχίας μου. Κι
εγώ της απάντησα ειλικρινώς πως πάνω
από όλα φοβάμαι τον θάνατο και πως σαν
να μην έφτανε αυτό μου φαινόταν πως είχα
ένα μέτριο -αν όχι μικρό- πέος. Την θυμάμαι
να κουνάει το κεφάλι της συγκαταβατικά.
Η ίσια γραμμή στα χείλη της είχε τώρα
μια κοφτερή αιχμή θριάμβου. Της έδωσα
τα τριαντεπέντε ευρώ και εκείνη με
διαβεβαίωσε πως είχα κάνει μεγάλη
πρόοδο.
τον Θεό τους, έχουν αποθρασυνθεί.' 'Ποιοί είναι αυτοί οι
Σιωνιστές και γιατί είναι τόσο
επικίνδυνοι;' τον ρώτησα εκνευρισμένος. Και τότε με κοίταξε στα μάτια.
Στην αρχή δεν φαινόταν να χάνει την
αυτοπεποίθηση του. Ύστερα όμως μου είπε σαστισμένος πως δεν θυμάται.
'Δεν θυμάμαι παιδί μου.' είπε. 'Πάντως σίγουρα είναι πολύ επικίνδυνοι.
Τρέφονται με την δυστυχία μας.
Καταλαβαίνεις;' είπε και μου έπιασε το χέρι. Κι εγώ του απάντησα πως
καταλαβαίνω και τότε αυτός άνοιξε την
χούφτα του και μου έδειξε τον μικρό
αγκυλωτό σταυρό του. 'Σου ανήκει. Παρτον'
μου είπε και μου τον έδωσε συγκινημένος.
κλειστό μου δωμάτιο, πλάι στα ανοιχτά
μου βιβλία και τα σύνεργα του καπνίσματος,
όσο σκεφτόμουν τους κακούς σιωνιστές
-τους φανταζόμουν κάτι μεταξύ της ψυχολόγου μου ή τους
συγγενείς μου στις κηδείες- … όταν κατάλαβα πως κάτι περίεργο είχε
αρχίσει να συμβαίνει με το κατά τα άλλα
μέτριο -αν όχι μικρό- πέος μου.
Κοιμήθηκα για να ξυπνήσω την επομένη και να το βρω τυλιγμένο μέσα στο
εσώρουχο
μου δυο και τρεις φορές μεγαλύτερο από
ότι συνήθως. Μου φαινόταν απίστευτο, όμως ήταν αληθινό. Ίσως και απλά να
μην το είχα προσέξει τόσο καιρό σκεφτόμουν. Έτρεξα στην κουζίνα όπου η
μητέρα έκανε
δουλειές όπως πάντα. Ήθελα να της μιλήσω για αυτό όμως κρατήθηκα. Έξω
είχε μια υπέροχη
μέρα. Το φως πλημμύριζε από τα παράθυρα. 'Μάνα θα φύγω νωρίς' της είπα
και
την φίλησα στα πεταχτά γιατί βιαζόμουν. Βιαζόμουν. Ήθελα να
βγω έξω και να το δείξω στον κόσμο, το
καινούριο -ολοκαίνουριο- μου πέος. Κι
όταν σκεφτόμουν κόσμο δεν είχα στο μυαλό
μου μόνο τις περαστικές γριές και τους αποκρουστικούς μπάτσους. Ούτε καν
τους ψηλούς χαρτογιακάδες με το ύπουλο χαμόγελο. Ούτε
τις φίλες των φίλων μου, ούτε τα σκυλιά
και τις γάτες που κοιμόντουσαν στους
σκουπιδοτενεκέδες. Όταν σκεφτόμουν
κόσμο είχα στο μυαλό μου περισσότερο
τον ήλιο … και ακόμα περισσότερο τον
διάφανο εκείνο ουρανό, που άστραφτε σαν ένα καθαρό γυαλί γεμάτο με τον
απέραντο αιθέρα.