Στις 23 Απριλίου 1849 και σε ηλικία 28 ετών, ο Ντοστογιέφσκι καταδικάζεται σε θάνατο με την αιτιολογία της συμμετοχής του στον σοσιαλιστικό και κατ' επέκταση ανατρεπτικό για το καθεστώς του τσάρου Νικολάου Ι κύκλο «Πετρατσέφσκι». Στις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν – ότι ήταν ένθερμος αναγνώστης του Μπελίνσκι κ.ά. – υποστήριξε ότι προσέγγιζε τα αναγνώσματα αυτά ως κατεξοχήν λογοτεχνικά έργα, αποκομμένα από οποιεσδήποτε πολιτικές προεκτάσεις. Λίγο πριν έρθει η σειρά του Ντοστογιέφσκι και άλλων δύο αντρών να βρεθούν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ανακοινώνεται στους θανατοποινίτες η απονομή χάριτος από τον ίδιο τον τσάρο προς αποφυγή αντιποίνων πραξικοπηματικού χαρακτήρα. Εν αγνοία του, ο τσάρος κράτησε στη ζωή έναν συγγραφέα που έμελλε να εισέλθει στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας με έργα όπως Οι
αδερφοί Καραμάζοφ, Δαίμονες, Έγκλημα και Τιμωρία και Ο ηλίθιος.
Μετά από τέσσερα χρόνια (1850-1854) καταναγκαστικών έργων στο Όμσκ της Σιβηρίας και υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, ο ασθενικός, πλην όμως απτόητος Ντοστογιέφσκι αφέθηκε ελεύθερος. Το βιβλίο του
Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων (σε πρώτη ελληνική μετάφραση από τον Άρη Αλεξάνδρου) είναι βασισμένο στην εμπειρία του από τη φυλάκισή του στη Σιβηρία. Το πρώτο, ωστόσο, ολοκληρωμένο μυθιστόρημά του μετά την ελευθέρωσή του ήταν Το όνειρο, το οποίο γράφτηκε το 1859. Αποστασιοποιημένος από τα θλιβερά βιώματα της Σιβηρίας, αλλά και πιο ώριμος, ο Ντοστογιέφσκι αποφασίζει να καταπιαστεί με ένα θέμα που ουδεμία σχέση έχει με τις προσωπικές του εμπειρίες.
Στη μικρή και συντηρητική κοινωνία του Μορντασόφ, όπου το κουτσομπολιό εμφιλοχωρεί πίσω από κάθε ιδιωτικό ζήτημα, η Μαρία Αλεξαντρόβνα παρουσιάζεται ως μία γυναίκα αριστοκρατικών φρονημάτων που διεκδικεί τον τίτλο της καλύτερης οικοδέσποινας στην περιοχή. Ο γυναικείος της περίγυρος διαπνέεται από φόβο που πηγάζει από ενοχικά αισθήματα: η Μαρία Αλεξαντρόβνα γνωρίζει προσωπικές τους υποθέσεις, που αν τις άφηνε να διαρρεύσουν, θα προκαλούσαν έναν ανεπανόρθωτο κοινωνικό αποκλεισμό. Δεν θα ήταν υπερβολικό να υπογραμμίσουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι υποκριτικές και δύνανται να μεταβληθούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Σύζυγος της Μαρίας Αλεξαντρόβνας είναι ο Αφανάσυ Ματβέιτς, ένας αφελής άνδρας, κατά τον Ντοστογιέφσκι, ο οποίος διακατέχεται από αυστηρές ηθικές αρχές. Ειρήσθω εν παρόδω, ο συγγραφέας ακολουθεί εξακολουθητικά την πρακτική χρήσεως α' ενικού προσώπου και στην περίπτωση αυτή γνωστοποιεί στον αναγνώστη τη γνωριμία του με τον Ματβέιτς. Μοναδικό τέκνο τους είναι η Ζενάιντα Αφανάσγεβνα, που μας παρουσιάζεται ως μία πολύ όμορφη, πλην όμως ανύπαντρη γυναίκα. Η 23χρονη Ζένα έμελλε να βρεθεί στο επίκεντρο των γυναικείων συζητήσεων, όταν ο κόμης Κ. κατέφτασε στο Μορντασόφ και παρέμεινε για τρεις μέρες φιλοξενούμενος της Μαρίας Αλεξαντρόβνας. Η τελευταία διέκρινε στο ενδιαφέρον του πλούσιου κόμη προς το πρόσωπο της Ζένας την ευκαιρία για οικονομική αποκατάσταση της κόρης της, αλλά και της ίδιας, αφού ο Αφανάσυ Ματβέιτς έχασε το κυβερνητικό αξίωμα και κατά συνέπεια, τον μισθό του.
Παρόλα αυτά, η Ζένα έφερε ισχυρές αντιρρήσεις: αφενός, έτρεφε αισθήματα για άλλον άνδρα και, αφετέρου, ο κόμης βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία. Το πέρας του χρόνου είχε επιφέρει ανεπανόρθωτες αλλαγές στην ήδη εκκεντρική του εμφάνιση. Εκείνος, ωστόσο, έπεσε πειθήνια στην παγίδα της Μαρίας Αλεξαντρόβνας και υπό την επίδραση του αλκοόλ που του προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα ζήτησε σε γάμο τη Ζένα. Εντούτοις, τα δόλια μέσα που μετερχόταν η Μαρία Αλεξαντρόβνα έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα: ο ηλικιωμένος κόμης ισχυρίστηκε μπροστά σε όλους – σημειωτέον ότι παρευρίσκονταν και γυναίκες του Μορντασόφ εκείνη τη στιγμή στο σπίτι της Μαρίας Αλεξαντρόβνας – ότι η πρότασή του προς τη δεσποινίδα Ζένα ήταν μόνο ένα όνειρο. Το επιχείρημά του κατάφερε να πείσει την πλειονότητα και κατέκτησε μία θέση στη σφαίρα της πραγματικότητας. Η ολέθρια έκβαση ανάγκασε τις δύο καταφρονεμένες και αλαζονικές γυναίκες να αποδεχθούν το γεγονός και να αποχωρήσουν για πάντα από το Μορντασόφ, όχι όμως και από τους κύκλους της υψηλής κοινωνίας.
Στο έργο του Ντοστογιέφσκι αξιοποιείται ο ψυχολογικός ρεαλισμός: η παρουσία του συγγραφέα δηλώνεται με τη χρήση α' ενικού προσώπου, αλλά ο τελευταίος κρατά αποστάσεις από τα πρόσωπα. Εισέρχεται στον εσωτερικό τους κόσμο χωρίς να τους ασκεί έλεγχο. Ο ίδιος μάλιστα εξομολογείται στον εαυτό του:
«Δουλεύω με μέσα ανάλυσης, όχι σύνθεσης, που σημαίνει ότι βαδίζω στα βάθη και ερευνώ τα άτομα».
Η αντιεγελιανή αυτή μέθοδος εξυπηρετεί τη δυνατότητα για τους χαρακτήρες να αποκαλύψουν οι ίδιοι τον χαρακτήρα και τις προθέσεις τους. Στον συναισθηματικό νατουραλισμό του Ντοστογιέφσκι λανθάνουν δαιδαλώδεις σχέσεις και θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ατομική ψυχή και για τις συνέπειες από τις πράξεις του ατόμου (βλ.
Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Ηλίθιος κτλ.). Σε μία απολογητική ατμόσφαιρα, τα πρόσωπα απογυμνώνονται από μόνα τους προβάλλοντας την ατελή τους φύση, αλλά και τη μοναδικότητά τους. Οι ιδέες και οι πράξεις τους έρχονται σε διαρκή σύγκρουση δίχως να εκβάλλουν σε κάποιο τελικό συμπέρασμα, επιβεβαιώνοντας τη ρήση ότι «η ζωή συνεχίζεται».
Σε μία κοινωνία όπως το Μορντασόφ, όπου τα άτομα βαυκαλίζονται για το κοινωνικό τους status, παρεισφρέει η τάση του συγγραφικού υποκειμένου να φωτίσει – όχι να αποσαφηνίσει – τον αστάθμητο παράγοντα της ψυχοσύνθεσής τους. Με θεατρικότητα στις κινήσεις των πρωταγωνιστών, ο Ντοστογιέφσκι ξεσκεπάζει βήμα προς βήμα το modus vivendi του συγχρονικού με αυτόν ευτελούς επαρχιωτισμού. Οι μεταπτώσεις της ψυχολογίας τους, οι υπερβολές και η υποτέλειά τους στον βουλησιαρχικό εαυτό συνθέτουν μια ανθρωπογεωγραφία της εποχής του Ντοστογιέφσκι, που πόρρω απέχει από τους ανθρώπους που ζούσαν ως αιχμάλωτοι στη Σιβηρία, θανατώθηκαν ή έγιναν μάρτυρες εκείνης της βαρβαρότητας. Ο Ντοστογιέφσκι μας συστήνεται ως γητευτής του παραδόξου, πολέμιος του στυγνού ορθολογισμού. Στο βιβλίο του
Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι, ο Στάινερ υπογραμμίζει ότι ο δεύτερος, σε αντίθεση με τον πρώτο, δεν δίνει προτεραιότητα στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά βαδίζοντας με τον δαίμονά του το «κατώφλι της παραίσθησης», περιπλανιέται σε ό,τι ονειρικό μοιάζει με πραγματικό.