Συνέντευξη στη Δέσποινα Πολυχρονίδου
Σε μια εποχή όπου τα χωριά αδειάζουν και η μνήμη ξεθωριάζει πίσω από αναρτήσεις και pixels, δύο νέοι καλλιτέχνες, ο Θωμάς και ο Βασίλης, αποφάσισαν να επανασυνδεθούν με τον τόπο τους όχι με νοσταλγία, αλλά με πρόταση. Το Nowstalgism γεννήθηκε μέσα από ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο καφενείο στο Φανάρι Καρδίτσας και εξελίχθηκε σε ένα διατομεακό φεστιβάλ διάρκειας δέκα ημερών, όπου η σύγχρονη τέχνη συνδιαλέγεται με την άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Το καφενείο μεταμορφώνεται σε πεδίο διαλόγου, το αρχείο γίνεται υλικό για εγκαταστάσεις, και οι αναμνήσεις των κατοίκων λειτουργούν ως πρώτες ύλες για μια τέχνη που ανήκει σε όλους – και πρωτίστως στους ανθρώπους του χωριού.
Αυτό που ξεκίνησε ως αυθόρμητη απόπειρα δύο φίλων να «ανοίξουν» έναν χώρο μνήμης, εξελίχθηκε σε ένα ζωντανό οργανισμό που επανανοηματοδοτεί τη σχέση μας με την επαρχία, την κοινότητα και τον χρόνο. Το Nowstalgism δεν είναι απλώς ένα φεστιβάλ – είναι ένα πεδίο όπου ο «νόστος» και το «τώρα» γίνονται εργαλεία καλλιτεχνικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Όπως λένε και οι ίδιοι, δεν ξεκίνησαν λέγοντας «πάμε να κάνουμε φεστιβάλ», αλλά «λες να το ανοίξουμε;» Και τελικά, το άνοιξαν – όχι μόνο το καφενείο, αλλά και μια πόρτα που οδηγεί στο μέλλον της πολιτιστικής δημιουργίας στην ύπαιθρο.
Μέσα από τη μετατροπή παλιών καταστημάτων και του Δημοτικού Σχολείου σε ζωντανά πολιτιστικά κύτταρα, συνέδεσε τις ιστορίες των κατοίκων με την καλλιτεχνική δημιουργία. Είχαμε την χαρά να μιλήσουμε με τους δημιουργούς του.
Αλήθεια τώρα, πώς γεννιέται ένα φεστιβάλ μέσα από ένα παλιό, κλειστό καφενείο; Τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε ‘παμε!΄;
Β: Νομίζω πως, λίγο-πολύ, το παρελθόν του καθενός, η ζωηράδα μας, η θέληση και η ανάγκη μας να αφεθούμε και να βιώσουμε το συναίσθημα της νοσταλγίας που μας δημιουργούσε ο τόπος μας, μάς οδήγησαν στη δημιουργία του πρότζεκτ. Με τον Θωμά μεγαλώσαμε σε διπλανά χωριά. Ήμασταν εξοικειωμένοι με την ταυτότητα αυτών των τόπων και είχαμε μνήμες. Έχουμε σκέψου ιστορίες από τα καφενεία που τις αναπολούμε μέχρι και σήμερα. Μια μέρα είπαμε: «Δεν πάμε να εξερευνήσουμε και τις ιστορίες του διπλανού χωριού;» Και κάπως έτσι οι καταστάσεις μάς έφεραν στο Φανάρι και συγκεκριμένα, στο καφενείο. Κι ένα καφενείο, που μέσα του χωράει ιστορίες και συζητήσεις, ήταν το τέλειο σημείο για να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι στον χρόνο.
Θ: Η αλήθεια είναι πως όλα ξεκίνησαν πολύ απλά, σχεδόν αυθόρμητα. Ένας άνθρωπος που πρώτος πίστεψε σε εμάς (Δημήτρης Ντούσας) και μας προσκάλεσε στο Φανάρι, κάποια εγκαταλελειμμένα κτίρια γεμάτα μνήμες και ιστορίες, κι ένας πρόεδρος με όραμα (Ιωάννης Φασιανός), ήταν αρκετά για να πιστέψουμε και να δημιουργήσουμε μια ιδέα σε ένα χωριό που πλέον το νιώθουμε σαν χωριό μας! Στο καφενείο δεν είδαμε μόνο την αισθητική της εγκατάλειψης, αλλά την δυναμική του ως έναν χώρο συνάντησης, ένα κοινωνικό κύτταρο του χωριού. Το «πάμε» βγήκε σχεδόν μόνο του.
Ήταν εκείνη η αίσθηση πως το χωριό έχει ακόμα φωνή, αρκεί κάποιος να της δώσει χώρο. Και το καφενείο ήταν ο τέλειος χώρος, ένα σύμβολο συνάντησης! Είχαμε τις μνήμες, είχαμε το αρχείο, είχαμε την «φλόγα» να ξαναζωντανέψει αυτός ο τόπος. Ήταν μια ανάγκη να μιλήσουμε για την επαρχία αλλιώς, με σεβασμό αλλά και φαντασία. Να συνδέσουμε το παρελθόν με το παρόν μέσω της τέχνης. Δεν ξεκινήσαμε λέγοντας «πάμε να κάνουμε φεστιβάλ» αλλά είπαμε «λες να μπορέσουμε να το ανοίξουμε; Να το γεμίσουμε με κάτι καινούργιο αλλά χωρίς να σβήσουμε το παλιό;»…έτσι ξεκινήσαμε, κι αυτό κάνουμε μέχρι σήμερα!
Ποια ήταν η πρώτη εικόνα που σας ήρθε στο μυαλό όταν επιστρέψατε στο Φανάρι; Έμοιαζε με παιδική ανάμνηση ή με άγνωστη χώρα;
B: Η πρώτη εικόνα, θυμάμαι, ήταν ταυτόχρονα ζωντανή αλλά και πολύ φοβιστική – τουλάχιστον έτσι την ένιωσα εγώ. Ξέρεις αυτό το «τι πάμε να κάνουμε τώρα;» Όμως μόλις αρχίσαμε να μιλάμε με τους κατοίκους του χωριού, τα συναισθήματα ήταν πολύ έντονα, οι αναμνήσεις άρχισαν να επιστρέφουν. Εγώ σίγουρα ένιωσα ότι κάτι πρέπει να γίνει. Οπότε, ναι, στην αρχή έμοιαζε να είναι κάτι άγνωστο, αλλά σύντομα οι εικόνες και τα βιώματα της παιδικής ηλικίας βγήκαν στην επιφάνεια. Άλλωστε, όλοι μας κουβαλάμε κάποιες τέτοιες, και αυτή πιστεύω είναι η πιο αυθεντική μας ταυτότητα – απ’ όπου κι αν έχουμε ξεκινήσει.
Θ: Ήταν σαν να περπατάς μέσα σε μια παιδική ανάμνηση που έχει περάσει από κάποιο φίλτρο χρόνου, κάτι ανάμεσα σε όνειρο και ντοκουμέντο. Οπότε ναι, έμοιαζε και με τα δυο. Ήταν και παιδική ανάμνηση, από τις αναμνήσεις του δικού μου χωριού (Μαγουλίτσα), αλλά και άγνωστη χώρα. Νιώθεις σαν επισκέπτης στο ίδιο σου το σπίτι. Θέλεις να σκαλίσεις, να φέρεις ξανά ζωή, να ρωτήσεις τους παλιούς, να δεις τι έχει μείνει και τι μπορεί να ξαναγίνει.
Φωτογραφικό αρχείο Athan Dapis για την εκδήλωση Ξαναγυρίστε στο Φανάρι 2023, Nowstalgism (1)
Τι είναι για εσάς ο «νόστος» και τι το «now» στο Nowstalgism; Πώς τα συνδέετε καλλιτεχνικά αλλά και προσωπικά;
B: Το ένα έχει να κάνει με τις ρίζες και την επιστροφή, και το άλλο με το τι κάνεις τώρα. Νομίζω πως όταν επιστρέφεις σε κάτι οικείο, νιώθεις ασφάλεια. Κι όταν νιώθεις ασφαλής, ζεις το παρόν πιο έντονα. Αυτή η αίσθηση σε βοηθάει να εκφραστείς, να δημιουργήσεις. Πιστεύω πως έτσι βρίσκεις και τον εαυτό σου – και κάπως έτσι, όλα δένουν.
Θ: Ο «νόστος» για ‘μένα δεν είναι μόνο η επιστροφή σε έναν τόπο, είναι και η επιστροφή σε έναν τρόπο. Σε έναν ρυθμό πιο αργό, σε έναν κόσμο που δεν ήταν πάντα online και άμεσα «διαθέσιμος». Είναι αυτό που κουβαλάς χωρίς να το καταλαβαίνεις, μέχρι να επιστρέψεις. Το «now» είναι το βλέμμα μας σήμερα. Είναι το πως επιστρέφεις χωρίς να μιμείσαι, αλλά φτιάχνοντας κάτι καινούργιο με υλικά του παλιού. Καλλιτεχνικά αυτό σημαίνει να ψάχνεις μέσα στο αρχείο και να δημιουργείς πάνω του, οι μαρτυρίες να γίνονται installations στους ίδιους χώρους που κάποτε αυτές συνέβησαν.
Προσωπικά το Nowstalgism είναι το πως ξανασυστήθηκα με τον εαυτό μου. Επέστρεψα στο χωριό σαν απόφοιτος Καλών Τεχνών, αλλά με τα μάτια του παιδιού που μεγάλωσε εκεί. Αυτή η συνάντηση ανάμεσα στον τότε και στον τώρα εαυτό μου… κάπως εκεί μέσα πιστεύω δημιουργήθηκε το project.
Υπάρχει κάποια ιστορία ή κάτοικος του Φαναρίου που σας συγκίνησε και έγινε αφορμή για δημιουργία;
Β: Ναι, ο «Αμερικανός» είναι φοβερή προσωπικότητα! Και πόσες ακόμη είναι κρυμμένες… Αν δεν τις ψάξεις, θα μείνουν στην αφάνεια για πάντα, χωρίς λόγο. Υπάρχουν πολλές ιστορίες, αλλά αν έπρεπε να ξεχωρίσω μία, θα έλεγα εκείνη του κυρίου Πατσογιάννη, την πρώτη χρονιά. Η ιστορία του και η γυναίκα του, η Ελένη που την είχε χάσει, και γι’ αυτό έκλεισε το καφενείο του. Με τσάκισε. Λεγόταν και η γιαγιά μου Ελένη, και είχε κι εκείνη καφενείο. Την είχα χάσει λίγο καιρό πριν τον γνωρίσω. Τυχαίο ή όχι, αυτό με γέμισε πείσμα και ενέργεια. Ήθελα να γίνω κομμάτι αυτού του πρότζεκτ. Να ξαναδέσω όλα αυτά τα κομμάτια.
Θ: Ναι, πέρσι με μια συγκινητική ιστορία από μια κυρία πλέον 86 ετών (στα πλαίσια των σχολικών μαρτυριών), η οποία μας περιέγραφε τις δυσκολίες της εποχής να προσπαθεί καθημερινά να πηγαίνει με τα πόδια από ένα απόμακρο γειτονικό χωριό στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου Φαναρίου. Και παρά την θέληση της και την αγάπη της για το διάβασμα δεν τα κατάφερε να συνεχίσει στις επόμενες τάξεις λόγω των συνθηκών της τότε εποχής. Εκείνη την στιγμή δεν ήταν απλώς μια μαρτυρία. Ήταν σαν να άνοιξε μια πόρτα στον χρόνο. Αυτή η αφήγηση έγινε η βάση για ένα από τα πρώτα ηχητικά έργα που φτιάχτηκαν για το σχολείο.
Πόσο δύσκολο είναι να πείσεις τον κόσμο –τοπικό και μη– ότι ένα χωριό μπορεί να γίνει πολιτιστικός πυρήνας; Υπήρξαν στιγμές που αμφισβητηθήκατε έντονα;
Β: Κάθε δευτερόλεπτο. Είναι καθημερινή πρόκληση. Κάθε χωριό μπορεί να γίνει πολιτιστικός πυρήνας, γιατί κάθε τόπος έχει ιστορία. Αλλά το χωριό είναι και σκληροπυρηνικό. Ο κόσμος του είναι ζωηρός, έντονος. Σε κοιτάει, σε κρίνει, σε μαθαίνει. Όλοι γνωρίζονται – θέλεις, δε θέλεις. Είναι μια πιο αυστηρή κοινωνία από το αστικό κέντρο. Θέλει γερό στομάχι να κάνεις κάτι διαφορετικό. Αλλά αν το αντέξεις, σε εξελίσσει και σαν δημιουργό και σαν άνθρωπο, ειδικά όταν είσαι νέος.
Θ: Είναι δύσκολο, όχι τόσο επειδή ο κόσμος δεν θέλει, αλλά επειδή δεν μπορεί να το φανταστεί. Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν να δείξουμε πως η αλήθεια, η μνήμη και η συμμετοχή είναι αρκετά για να ξαναγεννηθεί πολιτισμός.Υπήρξαν στιγμές αμφισβήτησης, ναι. Κυρίως στην αρχή. Ακούσαμε το «και ποιος θα έρθει να δει αυτά τα πράγματα» ή «εδώ δεν γίνονται τέτοια». Κάποιοι θεώρησαν ότι απλώς φέρνουμε στο χωριό κάτι «καλλιτεχνικά» που δεν αφορούν τους ντόπιους. Αλλά σιγά σιγά, όταν είδαν τις φωτογραφίες τους να γίνονται εκθέματα και έμπνευση για έργα νέων και σημαντικών καλλιτεχνών, όταν ανοίξανε τα καταστήματα της παλιάς αγοράς και το χωριό ήρθε αντιμέτωπο με τις μνήμες του και τις ιστορίες του, τότε κάτι άλλαξε.
Αυτό που έμαθα είναι ότι ο κόσμος θέλει και έχει ανάγκη να πιστέψει. Αρκεί να του δείξεις πως αυτό που κάνεις δεν είναι «ξένο» ή «για άλλους». Είναι για εδώ. Και είναι αληθινό.
Αν το Φανάρι ήταν έργο τέχνης, τι θα ήταν; Πίνακας, performance, installation ή κάτι εντελώς δικό του;
Β: Αν ήταν έργο, θα ήταν μια καλοκεντημένη προίκα. Με τόση διαφορετική ιστορία, ερεθίσματα και κληρονομιά, μόνο έτσι αποτυπώνεται. Διάφορες τεχνικές, χρώματα, εποχές, αξίες – όλα συνυφασμένα.
Θ: Αν το Φανάρι ήταν έργο τέχνης θα ήταν ένα τσουκάλι, ένα παλιό φαναριώτικο τσουκάλι φτιαγμένο με χώμα από τον τόπο του. Ένα αντικείμενο που κουβαλάει μνήμη, γεύση, εργασία και φροντίδα.
Το φεστιβάλ έχει ήδη γράψει τη δική του ιστορία. Εσείς, πού θέλετε να φτάσει σε 5-10 χρόνια; Θεσμός; Σχολή Τεχνών; Ή μήπως περιοδεύων καλλιτεχνικός «θίασος» χωριών;
Β: Νομίζω λίγο απ’ όλα. Δεν υπάρχει ταβάνι σε αυτό το πρότζεκτ, όπως δεν υπάρχει και τέλος στις ιστορίες. Η φύση του είναι να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται. Τώρα στο Φανάρι, αύριο κάπου αλλού. Αλλά κάθε φορά το Φανάρι θα έχει και κάτι ακόμα να μας δώσει, και θα μας γυρνάει πίσω. Το να είσαι ενεργός και να κάνεις διαρκώς έρευνα σε κρατάει ζωντανό. Γιατί να μη συνεχίσεις, λοιπόν, μέχρι να τελειώσει η κλεψύδρα;
Θ: Η αλήθεια είναι ότι δεν το φαντάζομαι σαν κάτι «μεγάλο» με την κλασική έννοια. Το ονειρεύομαι βαθύτερο, πιο ριζωμένο στον τόπο και στους ανθρώπους. Σκέψου ένα σχολείο (χωρίς να είναι το κλασικό σχολείο με θρανία και βαθμούς) με ανταλλαγές πολιτισμών και ιδεών, residencies και εργαστήρια όπου νέοι καλλιτέχνες θα ζουν για λίγο στο χωριό, θα σκάβουν στο αρχείο, θα μιλούν με τους κατοίκους και θα δημιουργούν «in situ». Ένα μέρος που θα γεννά περιεχόμενο με ρίζες, όχι για εντυπώσεις αλλά για ουσία.
Και μιας και κάθε καλοκαίρι λέμε ότι ξαναγυρίζουμε, θα ήταν ωραίο το χειμώνα η ιδέα να ταξιδεύει και να γνωρίζει νέους τόπους, νέες ιστορίες και όλοι μαζί να ξαναγυρίζουμε στο Φανάρι. Αυτό είναι κάτι που συζητάμε τώρα για το χειμώνα που μας έρχεται! Ο Θεσμός ακούγεται σαν κάτι πολύ βαρύγδουπο, δεν θέλω να έχει αυτή την αίσθηση. Θέλω να παραμείνει κάτι ζωντανό που μεταμορφώνεται, που προσαρμόζεται στις ανάγκες του σήμερα με αναφορές από το παρελθόν. Ένας οργανισμός που αναπνέει με τον ρυθμό του χωριού.
Παντοπωλείο Σακελλαρίου, Εκθεσιακός χώρος της δράσης Ξαναγυρίστε στο Φανάρι 2023, έκθεση φωτογραφίας και εγκατάσταση στον χώρο του Athan Dapis, Φωτογραφικό αρχείο Nowstalgism (3)
Ποια είναι η πιο απρόσμενη στιγμή που ζήσατε στο Φανάρι χάρη στο πρότζεκτ;
Β: Αυτό που συμβαίνει από την αρχή του πρότζεκτ μέχρι και τώρα. Από μικρό-καταστάσεις, γνωριμίες, ανακαλύψεις… Είναι λες και το σύμπαν μας θέλει εδώ. Οι συνδέσεις που προκύπτουν, μεταξύ ανθρώπων αλλά και εποχών, είναι απίστευτες. Ίσως, να είμαστε πράγματι στο σωστό σημείο, την κατάλληλη στιγμή.
Θ: Η πιο απρόσμενη στιγμή; Ήταν το πως «άνοιξαν» οι άνθρωποι. Που κάποιοι, χωρίς να το περιμένουμε, άρχισαν να μας φέρνουν ιστορίες, φωτογραφίες και αντικείμενα. Σαν να περίμεναν απλώς μια αφορμή για να μιλήσουν, να θυμηθούν, να εμπιστευτούν. Αυτό το «άνοιγμα» του χωριού, ήρθε αθόρυβα σαν το άνοιγμα της πόρτας του κ. Βασίλη Πατσογιάννη στο καφενείο, σαν το άνοιγμα του Σόλων στο παντοπωλείο του πατέρα του… Αυτό είναι και θα είναι πιστεύω το πιο συγκινητικό και αναπάντεχο κομμάτι του πρότζεκτ.
Κουρείον Ε. Ι. Σανίδα, φωτογραφικό αρχείο Nowstalgism
Αν κάποιος νέος ή νέα σκεφτεί να επιστρέψει στο χωριό του/της, τι θα του/της λέγατε; Και τι δεν του/της λέει κανείς, αλλά πρέπει να το μάθει;
Β: Θα του έλεγα πως υπάρχει ομορφιά εκεί που κανείς δεν πιστεύει πως υπάρχει. Κι αν έχεις χρόνο και μεράκι, μπορείς να την αξιοποιήσεις. Ο χρόνος κυλά αλλιώς στο χωριό – γίνεται εργαλείο. Κρύβει θησαυρούς που από τη μια μέρα στην άλλη μπορούν να σε οδηγήσουν σε απίστευτες εμπειρίες και ξεχασμένες ιστορίες. Όμως, υπάρχουν και παγίδες. Θέλει γερό στομάχι και υπομονή. Τίποτα δεν είναι εύκολο. Ο καθένας έχει τη δουλειά του – κι αν είσαι καινούργιος, θέλει χρόνο να ενταχθείς. Αλλά αν κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους, τότε είσαι δικός τους. Πραγματικά.
Ακολούθησε τις αναμνήσεις, εδώ
Θ: Θα έλεγα να μην φοβηθεί την επιστροφή. Ότι το χωριό δεν είναι μόνο ένας τόπος που αφήνεις πίσω σου ή θυμάσαι σαν παιδί. Μπορεί να γίνει το μέλλον σου, μόνο αν το επιλέξεις με τα μάτια ανοιχτά. Να βρει τους ανθρώπους, τις ιστορίες, τις ρίζες, αλλά και να φέρει μαζί του ό,τι τον/την κάνει αυτό που είναι σήμερα. Βέβαια, σίγουρα η επιστροφή δεν είναι πάντα εύκολη. Δεν είναι μόνο νοσταλγία και αγκαλιές. Είναι μια καθημερινότητα γεμάτη μικρές μάχες και αμφιβολίες. Χρειάζεται υπομονή, επιμονή και συχνά να φτιάξεις πράγματα από το μηδέν (ίσως και χωρίς βοήθεια). Αν αντέξεις αυτό το διάστημα, το χωριό θα σου δώσει πίσω κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: μια κοινότητα που δεν σε αφήνει μόνο και έναν χώρο να δημιουργείς με τους δικούς σου όρους. Ξαναγυρίστε λοιπόν και ό,τι είναι…είναι.
Φωτογραφικό αρχείο Athan Dapis για την εκδήλωση Ξαναγυρίστε στο Φανάρι 2023, Nowstalgism (2)