HomeMind the artΜουσική“No one sings Dylan, like Dylan”

“No one sings Dylan, like Dylan”


Μια άποψη πάνω στο δίσκο «Lost
on the River – The new Basement Tapes»

Το 67’ ο Bob Dylan, χάθηκε από τα φώτα
της δημοσιότητας ξαφνικά για δυο χρόνια – με δήθεν αιτία ένα ατύχημα με
μοτοσυκλέτα -, μετά από μια αδιάσπαστη πορεία πρωτοποριακών ως και σήμερα
μουσικών, στιχουργικών και εφ όλης της ύλης αισθητικοκαλλιτεχνικών καταθέσεων –
8 δίσκους μέσα σε 5 χρόνια – όπου δημιούργησαν τον μύθο του μεγαλύτερου εν ζωή
μουσικού, το ιδιοφυούς μεγαθηρίου τέχνης που λίγοι μπόρεσαν να φτάσουν. Αυτά τα
2 χρόνια όμως δεν χάθηκε από την μουσική. Με αρκετούς συναδέλφους του, που
μετατράπηκαν μετέπειτα στους “The Band”, έζησε σε ένα ηθελημένο
εγκλεισμό ή απελευθερωτική από την μουσική βιομηχανία, διαφυγή, ηχογραφώντας
140 περίπου τραγούδια που δεν μπήκαν έκτοτε σε κανένα επίσημο album. 140 τραγούδια για άλλους είναι η σισύφεια προσπάθεια
μιας ζωής. Για τον Dylan
μοιάζει μια απλή διαδικασία, η προσπάθεια ίσως της αποφυγής απώλειας επαφής με
την μουσική, μια σχέση που είχε – μιλώντας και λίγο θριαμβολογικά -, μάλλον
οργανική. Μέχρι την επάνοδο του, το 1969 με μια νέα γύρα σπουδαίων δίσκων και
ερμηνειών, ο Bob Dylan υπήρχε και δεν
υπήρχε.

Πολλοί καλλιτέχνες προσπάθησαν να διώξουν από πάνω τους την «ρετσινιά»
της φήμης και της δόξας και απλά αυτό βοήθησε τελικά στο να αυξηθεί το επίπεδο μυθοποίησης
τους. Γεγονός συνειδητό και ηθελημένο ή μη, αδιάφορο μοιάζει. Το 1975 κυκλοφορούσε
σε μορφή «bootleg» – το πρώτο στην
ιστορία της μουσικής – το “The Basement Tapes”, δίσκος που χρυσοπουλήθηκε μέσα σε 4
δεκαετίες και σήμερα επανακυκλοφορεί όσο πιο πλήρες μπορεί να γίνει, με την
κερδοφορία πάλι να δείχνει τα δόντια της. Αυτός ο δίσκος μυθοποίησε εκ νέου, το
φαινόμενο Dylan. Παράλληλα κάποιοι
στίχοι που δεν μελοποιηθήκαν ποτέ άρα ούτε ηχογραφήθηκαν, με το ελεύθερο του
δημιουργού τους, πέρασαν στα χέρια του TBoneBurnett που με άλλους 5 μουσικούς  – ανάμεσα τους ο Elvis Costello – πρόσθεσαν 
μουσική, καταθέτοντας το δίσκο «
Lost On the River, The New Basement Tapes».

Δεν μπορώ να αναλύσω σε ένα άρθρο τη δυναμική της μουσικής και
καλλιτεχνικής διαδρομής αυτού του δημιουργού. Δεν είμαι μουσικολόγος, ούτε κριτικός
μουσικής, ούτε «Ντυλανολόγος» αλλά το βλέπω ως καθαρά αποδέκτης, ευφυέστατων
διαχρονικά πηγών έμπνευσης – προσωπικά για μένα – σε κάθε πλευράς της
αισθητικής αντίληψης από τις αρχές του 60’ ως σήμερα. Το άρθρο έχει
υποκειμενισμό, δηλαδή. Δεν θα τιμήσω τον μύθο του. Αν και κάποιες
θριαμβολογίες, τις αξίζει. Με μια απλή έρευνα, ο κύριος τούτος, ξεχωρίζει σαν μύγα
μες στο γάλα, στην πορεία του αιώνα μας.

Δεν ζούμε το 1960, είναι αλήθεια. Επίσης ο νέος δίσκος δεν γράφτηκε σε
ένα υπόγειο με αύρα αισθητικού οργασμού. Η κάθε εποχή έχει τις εκφράσεις της,
τις καλλιτεχνικές, τις αισθητικές εκφράσεις της, τις αναγκαιότητες, αλλά εδώ
δεν βλέπουμε κάτι νέο και πρωτοποριακό, μα μια επιστροφή σε μια λησμονημένη μουσικά
εποχή χαμηλών στάνταρ. Δεν ζητάω ματαίως, ένα νέο «Highway 61 Revisited». Αλλά το προϋπάρχον υλικό να το δούμε ως οργανικό μέρος του συνολικού
υλικού του Dylan. Να βρούμε το
μορφικό πέρασμα εκείνο όπου θα αγγίζει το σημερινό κοινό στην λογική που
άγγιζαν τα μουσικά αριστουργήματα του, τις δεκαετίες του 60’ και του 70’. Με
άλλες φόρμες, άλλες λογικές ναι. Αλλά με στόχο την απόκτηση μιας τέτοια
δυναμικής.

Το πρόβλημα, για άλλη μια φορά, βρίσκεται στη σχέση φόρμας και
περιεχομένου και ειδικότερα στη σχέση της μουσικής φόρμας με την στιχουργική
φόρμα και ως ενιαίο συντεθειμένο σύνολο με το ουσιώδες περιεχόμενο. Κατά πόσο
δηλαδή οι στίχοι, μπορούν να λειτουργήσουν στην εξαγωγή ουσίας, μέσω της
δύναμης του ήχου, της φωνητικής ερμηνείας. Το «Lost on the River», αδυνατεί να πετύχει μια οπτική πάνω στους δοσμένους
στίχους. Όχι απλά δεν καταφέρνει να δώσει δύναμη σε αυτούς – μιας και κανένα
τραγούδι δεν καταφέρνει να μας αγγίξει ακουστικά ούτε άρα ουσιαστικά – αλλά
διαλύει ένα υλικό πρωτογενές και το βυθίζει σε μια μίζερη τρύπα γεμάτη
κοινοτοπίες – η μουσική δυστυχώς έχει άπειρες τέτοιες άτυχες περιπτώσεις.

Χωρίς να θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται μια αντιγραφή του ύφους, του τρόπου σύνθεσης
μουσικής και της τελικής εκτέλεσης, πράγμα που μειώνει καταρχάς τους νέους
δημιουργούς, επίσης δεν θεωρώ πως μπορούμε να δικαιολογούμε την όποια αγνωσία, την
όποια απόσταση από την λογική του αρχικού δημιουργού στο τρόπο που συνταίριαζε
μουσική και στίχο και φωνή σε μια ενιαία λογική.

Ο δίσκος μουσικά, λειτουργεί στην βάση της pop ελαφριάς 80s λογικής και με δόσεις bluegrass ή folk revival pop που δεν έχουν καμιά σχέση με το ύφος που
μπορεί να καλύψει τους στίχους του Dylan. Επίσης προσπαθεί να αντιγράψει σε μερικές περιπτώσεις το ερμηνευτικό
ύφος του, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο «Down On the Bottom». Ο ίδιος ο Bob Dylan , στα τέλη του 70’ και τη δεκαετία του 80’
είχε φτάσει σε ένα αισθητικό τέλμα, όπου δεν μπορούσε να προσφέρει κάτι νέο μουσικά
και στιχουργικά, είχε χάσει το τρένο των 60s όπου όπως ο ίδιος λέει στο προτελευταίο του
δίσκο είχε «the blood of the land in my voice», δεν ήταν δηλαδή η αισθητική
μουσική έκφραση των ουσιωδών αναφορών και αναγκών που τον έκανε τροβαδούρο
γενιών εντός και εκτός συνόρων. Οι συνθέτες του νέου δίσκου, δεν το πήραν υπόψη
του αυτό και προχώρησαν μια στέρφα διαδρομή.

Δυστυχώς το «Lost on the river», χάνεται το ίδιο στο ποτάμι της
ματαιοπονίας να στηριχτεί πάνω σε ένα μύθο, αφού μοιάζει επηρεασμένο από
λογικές που ο Dylan
δεν είχε στην 40χρονη πορεία του. Λείπει το τσαγανό, ο τσαμπουκάς, η καθαρότητα
των έργων του. Η μουσική πάνω σε προϋπάρχοντες στίχους του, δεν δίνει προτεραιότητα
στον στίχο, που πρέπει να διαπερνά το φαίνεσθαι (το ακούγεσθαι δλδ) – αυτό έκανε ο Dylan -, να εκτοξεύεται διαυγέστατα στα αυτιά και
στην συνείδηση όλων ως ποιήματα – τσιτάτα, ποιήματα – δοκίμια. Εδώ δυστυχώς
έχουμε να κάνουμε με ένα κακό μουσικό δίσκο, ένα ανισσόροπα δομημένο μουσικά,
ανέκφραστο στιχουργικά, ανούσιο ερμηνευτικά, μια αρπαχτή πάνω σε στίχους που θα
μπορούσαν να αποχτήσουν δυναμική και ουσία όπως ο αρχικός δημιουργός του είχε
την αξιοσύνη να κάνει.

Το προμοταρισμένο motto, «Noone can sing Dylan, like Dylan», που μπορεί να
είχε στόχο μυθοποίησης περαιτέρω από πλευράς των εταιριών ενός μυθοποιημένου
ήδη τραγουδοποιού, αποδεικνύει δυστυχώς και μια μεγάλη αλήθεια ότι «Noone can write, sing and be Dylan, like Dylan».

Related stories

Τι θα γίνει επιτέλους με την ατμοσφαιρική ρύπανση στην πόλη;

Χωρίς καμία αντιμετώπιση παραμένει το πρόβλημα στην πόλη Η Θεσσαλονίκη...

Στάζει νερά το ταβάνι του σταθμού «Βενιζέλου» – Έβαλαν κουβάδες δίπλα από τα αρχαία

Για ακόμη μία φορά, ο σταθμός του μετρό Θεσσαλονίκης ξεκίνησε να...

Η Βάσω Λασκαράκη πιστεύει στο μαγικό ραβδάκι της Θεσσαλονίκης

Συνέντευξη στη Χρύσα Πλιάκου/ Φωτογραφίες: Nekti Δεν νομίζω ότι υπάρχει...

Γιατί διαλύθηκαν αρχικά οι Simon and Garfunkel μετά το πρώτο τους άλμπουμ

Η ιστορία του ντουέτου Simon and Garfunkel είναι γεμάτη...