Μόνιμος κάτοικος Εξαρχείων για πολλά χρόνια, καλλιτέχνης του
δρόμου, αντισυστημικός, ιδιότροπος. Αυτές είναι κάποιες από τις φράσεις που θα
μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς για αυτόν. Ένας τραγουδοποιός που ζούσε όπως
περιέγραφαν τα τραγούδια του. Μια περιπλανώμενη φιγούρα που χάραξε από την αρχή
έναν δρόμο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Ένας άνθρωπος που έζησε το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής του στο περιθώριο μιας κοινωνίας, που κατά κύριο λόγο δεν τον
γνώριζε ή δεν τον καταλάβαινε. Η Ελλάδα της μεταπολίτευσης που έπαιρνε τα πακέτα
στήριξης από την ΕΟΚ δεν είχε χρόνο για καλλιτέχνες αυτού του ύφους. Ο Άσιμος
υπερτόνιζε την επίπλαστη ευτυχία που διένυε εκείνη την περίοδο μια ολόκληρη
χώρα. Αλλά δεν ανήκε πουθενά και γι’αυτό είχε εχθρούς από κάθε κατεύθυνση.
Ο ίδιος όπως έλεγε και μέσα από τις παραστάσεις που
έδινε,βρισκόταν σε αναζήτηση των Κροκανθρώπων, μιας σπάνιας φυλής που θα μοίραζε
αγνότητα, αγάπη και αλήθεια. Όσοι δεν τον καταλάβαιναν τον έβλεπαν σαν έναν
ημίτρελο των Εξαρχείων.
«Εγώ με τις ιδέες μου κι εσείς με τα λεφτά σας». Και πράγματι
ζούσε λιτά, σχεδόν σαν άστεγος.
«Νομίζω πως τα θέλετε μονά ζυγά δικά σας» συνέχιζε σε ένα από
τα πιο γνωστά τραγούδια του. Περήφανος και μοναχικός, σε έναν αγώνα που ήταν
χαμένος εξαρχής. Τα τελευταία χρόνια με την ευκολία που παρέχει το διαδίκτυο, όλο
και περισσότεροι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με το έργο που άφησε. Πολλά από τα
τραγούδια του μοιάζουν τώρα πιο επίκαιρα από ποτέ. Κοινωνική
αποξένωση, αποβλάκωση, αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, πολιτική, είναι κάποια από τα
ζητήματα τα οποία έθιγε με τους στίχους του. Κατά τα τελευταία χρόνια του, δύο
από τους πιο αναγνωρισμένους καλλιτέχνες της εποχής τραγούδησαν κάποια από τα
κομμάτια του. Ο λόγος για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη Χαρούλα Αλεξίου. Έτσι
το έργο του ήρθε σε επαφή με το πιο πλατύ κοινό. Πολλοί από τον κύκλο των
Εξαρχείων τον χαρακτήρισαν «συμβιβασμένο» τότε. Αλλά μάλλον ήταν συνηθισμένος
σε τέτοιου είδους κρίσεις.
«Αγαπάω κι αδιαφορώ» έγραψε. Και αυτό έκανε σε όλη τη
διάρκεια της ζωής του.