HomeMind the artΘέατρο“Νέκυια”: Όμηρος, Θεάτρο ΝΟ και Μιχαήλ Μαρμαρινός

“Νέκυια”: Όμηρος, Θεάτρο ΝΟ και Μιχαήλ Μαρμαρινός

ΝΟ σημαίνει ικανότητα, ταλέντο, επίδειξη ταλέντου, παράσταση. Από τον 14ο αιώνα, η η ιαπωνική αυτή λέξη άρχισε να σημαίνει και το λυρικό, συβολικό, ιδεαλιστικό δράμα που συνδυάζει την μουσική, τον λόγο, τον χορό, το τραγούδι (ως τραγούδι εννοείται ένας τρόπος που οι δυτικοί θα αντιλαμβανόμασταν περισσότερο ως ψαλτική) και το οποίο παίζεται με μάσκες, αν και αυτό εξαρτάται από τον ρόλο που έχει κάθε ηθοποιός στην παράσταση. Ως είδος, θα μπορούσαμε να πούμε πως εκκινά από τον σιντοϊκό χορό του Θεού, τα βουδικά παντομιμικά μυστήρια και τους αυλικούς πολεμικούς χορούς. Αν και υπολογίζεται πως η ηλικία του Θεάτρου ΝΟ ξεπερνά τα 1000 έτη, η τελική διαμόρφωσή του υπολογίζεται γύρω στο 1192-1603.

Οι μύθοι στους οποίους στηρίζεται η δραματουργία του ΝΟ είναι παρμένοι από γνωστά θέματα όπου καίριο ρόλο παίζουν οι υπερφυσικές δυνάμεις. Εσωτερική πάλη με αόρατα πνεύματα που κυριεύουν και βασανίζουν την ψυχή του ήρωα ώσπου να φτάσει στην λύτρωση. Το ΝΟ είναι ποίηση του Υπερπέραν.

Κι επαναλαμβάνω: Εσωτερική πάλη με αόρατα πνεύματα που κυριεύουν και βασανίζουν την ψυχή του ήρωα ώσπου να φτάσει στην λύτρωση. Πόσο πολύ θυμίζει αυτό την στάση που κρατάει ο Οδυσσέας όταν αντικρίζει την μητέρα του κατά την κάθοδό του στον Άδη και δεν μπορεί να την αγγίξει, και δεν μπορεί κι εκείνη με τη σειρά της να του μιλήσει;

Δεν είναι μόνο μια συζήτηση γύρω από την ιστορία του θεάτρου, το κατά πόσο, εντοπίζονται δομικές αναλογίες ανάμεσα στο αρχαίο ελληνικό θέατρο και στο έπος της Οδύσσειας και στο Θέατρο Νο. Είναι μια συζήτηση ουσίας. Αναφερόμενοι για παράδειγμα στις ομοιότητες ανάμεσα τους όπως (τις δανείζομαι από το σκηνοθετικό σημείωμα της παράστασης από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό): η καθαρά ποιητική μορφή και δομή με σαφείς αποστάσεις από τον ρεαλισμό, η αφηγηματικότητα, η χρήση και η παρουσία του χορού, οι αυστηροί αισθητικοί κώδικες των δύο ειδών , η αφαίρεση και ο μινιμαλισμός και η αναπόδραστη σχέση τους με την μουσική, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί στην παράσταση αυτή το ομηρικό κείμενο ταίριαξε τόσο καλά στο κέλυφος του Θέατρου Νο.

Η φόρμα που έλαβε το κείμενο όχι μόνο δεν ξένιζε, αλλά σε έβαζε και σε σκέψεις για το μέλλον των σύγχρονων παραστάσεων αρχαίου δράματος. Από την στιγμή που σταμάτησαν να εμφανίζονται νέα καλλιτεχνικά ρεύματα , κάπου εκεί μετα τη δεκαετία του '50 και του '60, οι καλλιτέχνες στράφηκαν στο mix & match. Οι παραστάσεις φορτώνονται με λογιών λογιών αναφορές και παραπομπές και τα αρχαία δράματα σπάνια φωτίζονται από μια σύγχρονη οπτική αλλά μάλλον από μια έγκαιρη οπτική – και χρησιμοποιώ τη λέξη απολύτως συνειδητά. Η Νέκυια , όμως, που παρακολουθήσαμε στην Επίδαυρο έδειξε έναν άλλον δρόμο, λιτό, πολύ αφαιρετικό, με ελάχιστη δράση.

Σίγουρα δεν είναι μια εύκολη παράσταση για τους Έλληνες θεατές που δεν είμαστε συνηθισμένοι σ' αυτό το είδος θεάτρου. Πιστεύω μάλιστα πως όσο μεγάλωνε η απόσταση ανάμεσα στον θεατή και των θεώμενο κυριολεκτικά, μεγάλωνε και μεταφορικά. Δεν θα πω ότι δεν το βρήκα κουραστικό και βαρετό στην αρχή. Αλλά, ωστόσο, θεωρώ πως πέραν του γεγονότος ότι είναι ένα εξαιρετικό πείραμα, και τι άλλο ενδιαφέρον θα είχε το θέατρο αν δεν πειραματίζεται, είναι και μια παράσταση που θέλει τον χρόνο της. Έχει τον δικό της ρυθμό, που τον σπάει και τον δημιουργεί εκ νέου δημιουργώντας εξαιρετικές εναλλαγές (κι ίσως αυτές να είναι και το κλειδί της παράστασης, οι αλλαγές ρυθμού), και ένας ανοίκειος θεατής χρειάζεται χρόνο για να εισέλθει, όσο καταφέρει να εισέλθει, σ' αυτόν τον μαγικό, άλλο κόσμο που παρουσιάζεται μπροστά του, πολύ μακριά απ' όσα άφησε μόλις λίγα βήματα πριν, από μια καθημερινότητα πρακτική και υπολογιστική.

Μη γνωρίζοντας επακριβώς, όπως φαντάζομαι κι οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι θεατές που βρέθηκαν στις δύο παραστάσεις της Νέκυιας στην Επίδαυρο, την ακριβή μορφή και το τελετουργικό του ΝΟ, αδυνατώ να διακρίνω τις επεμβάσεις – συναντήσεις του Μιχαήλ Μαρμαρινού με το Θεάτρο ΝΟ. Ωστόσο, θεωρώ πως αυτό είναι κάτι που δεν έχει σημασία, γιατί στην παράσταση αυτή συμβαίνει το εξής παράδοξο: είναι τόσο προσεγμένο τεχνικά, που το τεχνικό κομμάτι δεν σε αφορά και αυτό που σε αφορά είναι η συνολική αισθητική εικόνα: οι εναλλαγές σιωπής και γοργά ρέοντος λόγου, η απουσία τόπου, η αντίθεση ανάμεσα στα ελάχιστα σκηνογραφικά στοιχεία και στα πλούσια κοστούμια. Εν τέλει, η αντίφαση ανάμεσα σ'έναν κόσμο fast food που φέρεις στην νοοτροπία σου από γεννησιμιού σου, και σ' έναν κόσμο που ακόμη κι όταν μάχεται ή έρχεται αντιμέτωπος με τις ψυχές του κάτω κόσμου, παραμένει πράος και σίγουρος . Υπάρχει μια ευρύτητα κι απεραντοσύνη και στο ΝΟ, και στην Οδύσσεια και στην παράσταση που παρακολουθήσαμε. Είναι μια παράσταση – τελετουργία, που στην ουσία της, με τον κόσμο της, αντιστρέφει μ' έναν τρόπο τους θεατρικούς όρους.

Η παράσταση δεν περιμένει το κοινό για να ξεκινήσει. Οι ηθοποιοί δεν είναι διασκεδαστές του κοινού. Το κοινό θα βρει την παράσταση. Η παράσταση – τελετουργία θα συνεχίζει και χωρίς κοινό. Αυτή είναι η ισχυρότερη εντύπωση που μου δημιουργήθηκε στην παράσταση. Πως η παράσταση – αν και απέχει μακράν από τον ρεαλισμό και την ταύτιση ηθοποιών -ρόλων – θα μπορούσε να συνεχίζεται συνέχεια και χωρίς εμένα. Δεν είναι θέατρο, είναι ζωή. Πραγματική ζωή ανθρώπων που παίζουν θέατρο.

Related stories

Ορόσημα του Ελληνικού Κινηματογράφου από το 1896 έως το 1940

Για τον Ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50, του...

Ο νέος αέρας της Εγνατίας και τα διαμάντια της Βενιζέλου

της Βιολέτας Λεμόνα aka thessalonicious Το πρόγραμμα της ημέρας σε...