HomeΘέματαΈνας φτερωτός σκύλος

Ένας φτερωτός σκύλος

Ο χρόνος δεν μετριέται σε έρωτες, με απογοητεύεις,
γλυκάκι μου. Τι έμαθες τόσο καιρό, εσύ, το μονάκριβο μου της μοναξιάς,
λησμόνησες το μέτρημα στα χρόνια? 



– Πάσχω από
θλίψη στα λακκάκια του προσώπου μου και στα τριάντα τρία μου χρόνια
μετρώ τον χρόνο σε δεκαετίες γεμάτες, για να μην λησμονώ τους ανθρώπους
που με αγάπησαν πραγματικά στις δεκαετείς στιγμές, μονάχα υστερικές από
αλήθειες, εκείνα τα σ’ αγαπώ, αδύναμα εκπεφρασμένα, χωρίς σάλιο.




Έτσι
ήταν αδιαμαρτύρητα σε κάθε σπασμό μου, κάθε μια από αυτές τις δεκαετίες
της ζωής μου, ο χαρισμένος ερωτικός μου χρόνος στη γη, αρχινά και
τελεύει πάντα με μια τρανή κηδεία αυτών, όσοι έκρινα φιλαίτεροι άλλων
κατά το πέρας της αδάμαστης μοναξιάς μεταξύ των ερωτικών μου
σκιρτημάτων. Εκείνα τα τρέμουλα έβγαιναν από τα προικώα αγγίγματα, το
επόμενο τέντωμα του χεριού ενός δυνητικού εραστή το ονομάζουν επιλογή η
μαμά και ο μπαμπάς –  εκείνο το εκ νέου παντοτινό λάθος –  άπαντα εκείνα
τα τρέμουλα τα θέλουν εκ του αποτελέσματος βασανιστικά για τον ορισμό
του χωρισμού μεγαλώνοντας.

Στις επιλογές μου στο ταίρι
ήμουν άψογος, κύριος περιποιημένος σαν σε προξενιό – αν και αργός, έχασα
δεκαετίες έρωτος γιατί δεν διδάχτηκα να αγαπώ εμένα περισσότερο από το
λίγο. Διανύω λοιπόν κατά το ανάγνωσμα τούτο την τέταρτη δεκαετία του
χρόνου, τα κόλλυβα τα δευτερότριτα είναι ακόμα ζεστά, δεν τα φιλεύω όμως
πλέον διότι μου τελείωσαν οι λίγο φίλοι, οι άγευστοι,  οι αργόσχολοι
περαστικοί, και κουράγιο για συμπόνια δεν έχω άλλο για ουδένα, άλλωστε
δαύτους εναπόθεσα σε αγκάλες άλλες ερωτικές του χώματος, σε βάθος
άσκαφτο, να μην βγουν. Έτερον πρακτικό πέραν του μίσους για να σωθώ από
την τρέλα δεν έκαμα με το μυαλουδάκι μου, η λύση μου είναι να φύγω
μακριά, σας βαρέθηκε η καλοσύνη της ψυχής μου και είστε επαίσχυντοι για
όσα με έμαθαν οι δεκαετίες μου στις συναναστροφές, ουδόλως ανιαρές,
ομολογώ. Διότι αγάπησα πολλάκις πολλά στο χρόνο, άπαντα φερμένα.

Στην
πέμπτη τάξη του δημοτικού η αδερφή μου έφερε το σκύλο. Είχα στη δούλεψη
μου κατά καιρούς διάφορα ζωντανά,  η μαμά τα έφερνε στο σπίτι για να
μάθω να αγαπώ, τα ταχτάριζα μέχρι να βαρεθώ και έκρυβα τα κουφάρια στο
κήπο, πίσω από το τσιμέντο του Παγκρατίου, στο πατρικό μου. Ενίοτε με
δάγκωναν αυτά τα αιμοβόρικα, πονούσα φριχτά και η μητέρα έλεγε ότι μου
κάνει καλό, ότι δεν καταλαβαίνω σε αυτή τη δεκαετία από τσαλίμια, να μην
ομιλώ ανήξερα. Τον σκύλο, τον καφέ κανελί ερωτύλο, τον πόθησα με το
παραπάνω, κοιμόμασταν μαζί, έγλυφε το χοντρό δάχτυλο του ποδιού μου,
δάγκωνε το νύχι μου και μου κουνούσε την ουρά σπαστικά, σχεδόν βαρετά.
Τον τάιζα και τον πότιζα από ανάγκη, τον χάιδευα ξελιγωτικά, του
φρόντιζα τις πληγές, εκνεύριζε τη μαμά και μια μέρα μου είπε ότι με
αγαπά με ένα γαβ.

Δεν πέρασε πολύ καιρός και γνώρισα το
κορμί.  Ήταν το πρώτο κορμί μου, μεγάλωσα μια δεκαετία για να το φτιάξω,
άλλο δεν είχα ματαδεί, παρά μόνο σε ανιαρές κούκλες, πλαστικούρα.
Τέτοιες είχα αποκεφαλίσει κατά καιρούς ανηλεώς,  η αδερφή τα έφερνε στο
σπίτι για να μάθει να αγαπά, άχρηστη και αυτή εξ αίματος, δεν χωρεί
αμφιβολία ότι αμφότεροι αναμέναμε το δικό μας κορμί. Το ταχτάριζα μέχρι
να βαρεθώ και κρυβόμουν από φόβο στα ιδιαίτερα, πίσω από το τσιμέντο του
τοίχου στο πατρικό, νομίζω κάπου στο Παγκράτι. Ενίοτε με δάγκωνε αυτό
το λυσσασμένο, σαν να ‘ταν ξένο κορμί, πονούσε φριχτά το κορμί μου και η
μητέρα έλεγε ότι μου κάνει καλό, ότι δεν καταλαβαίνω σε αυτή τη
δεκαετία από ανατριχίλες, να μην ομιλώ ανέραστα. Το κορμί, εφηβικά
σφριγηλό, το πόθησα με το παραπάνω, κοιμόμασταν μαζί, έγλυφε όλο το
είναι μου, συστηνόταν με νεύρο, τρανταζόταν και μου έκλεινε πονηρά το
μάτι για ζαβολιές. Το τάιζα και το πότιζα για να θεριέψει, το χάιδευα
για να σπαρταρά στα συναισθήματα, στον εαυτό μου δεν θα έκανα ποτέ
ηθελημένες πληγές, εκνεύριζε τη μαμά μέχρι να σοβαρευτεί και μια μέρα
μου είπε ότι με αγαπά με έναν πρωτόγνωρο οργασμό.

Δεν με
λησμόνησε ο χρόνος και όταν ολοκλήρωσα τη σπουδή στα μαγικά και τα
ξόρκια, ο έρωτας μου χάρισε τον άντρα. Είχα στη δούλεψη μου κατά καιρούς
διάφορα ζωντανά,  τα έφερνα στην κλίνη για να μάθω να αγαπώ, τα
ταχτάριζα μέχρι να βαρεθώ και έκρυβα τα κουφάρια στο κήπο, φαμιλιάρικο
σπιτικό δικό μου δεν είχα, παρά μόνο το ακατανόμαστο τσιμέντο γύρω μου,
κάπου. Ενίοτε με δάγκωναν αυτά τα αιμοβόρικα, πονούσα φριχτά και η
μητέρα δεν έλεγε πλέον τίποτα, δεν θυμόταν, σαν να μην υπήρξε ποτέ η
λαλιά της, άλλωστε καταλάβαινα σε αυτή τη δεκαετία τα πάντα, ομιλούσα
υπεροπτικά. Τον άντρα, τον ξεχωριστό ερωτύλο, τον πόθησα με το παραπάνω,
κοιμόμασταν μαζί, έγλυφε το χοντρό δάχτυλο του ποδιού μου, δάγκωνε τα
σώψυχα μου και μου κουνούσε την ουρά πονηρά, με υποκρισία λατρευτικά.
Τον τάιζα και τον πότιζα από έρωτα, τον χάιδευα ξελιγωτικά, του χάραζα
τις πληγές με ότι υπήρχε πιο αιχμηρό και έριχνα αλάτι χοντρό, κυρίως
λόγια πολλά πέρα δώθε, εκνεύριζε τη μαμά και το μπαμπά και μια μέρα μου
είπε ότι με αγαπά κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Όχι μπαμ, ίδιο με γαβ ακούστηκε. Μπαμ.


Στα
χρόνια που ήρθαν μετά από αυτά κανείς δεν έφερε κάτι, και τις γάτες,
όπως και τη μοναξιά μου, δεν τις αγαπώ σε καμία δεκαετία, ίσως γιατί δεν
συναίνεσα να αγαπώ εμένα λιγότερο από τον σκύλο άντρα και τα φερμένα τα
σιχάθηκα εκ προελεύσεως και λόγω default προορισμού προς το τέλος.


Related stories

Η Φλώρινα του Αγγελόπουλου – Τότε και τώρα

κείμενο/φωτογραφίες Αλέξανδρος Βοζινίδης Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (Αθήνα, 27 Απριλίου 1935 - 24 Ιανουαρίου...

Όταν μια παράσταση γίνεται έμφυλο debate: Η σκηνή της κωμωδίας μιλά για ανισότητες

Ξεκίνησε έντονη συζήτηση γύρω από τις έμφυλες διακρίσεις στον...

Λαδάδικα: Αιχμηρή απάντηση των καταστηματαρχών εστίασης σε δημοσίευμα περί ηχορύπανσης

Eπιστολή απάντηση και διαμαρτυρία σχετικά με δημοσιευμα που φαίνεται...

Όσκαρ 2025: Οι υποψηφιότητες

Η μεγάλη τελετή της απονομής των βραβείων Όσκαρ, θα...