Παρότι στην λαμπερή χθεσινή τελετή της Αμερικανικής Ακαδημίας ξεχώρισε το ζήτημα των λευκών υποψηφιοτήτων, της πολιτικής ορθότητας αλλά και η πολυπόθητη βράβευση του Leonardo DiCaprio για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο The Revenant, το γεγονός επισκίασε μία άλλη ίσως ακόμα πιο σημαντική βράβευση, αυτή του θρυλικού συνθέτη και μαέστρου Ennio Morricone. Χθες το βράδυ ο Morricone, στα 87 του κέρδισε το πρώτο του Όσκαρ για την μουσική επένδυση του The Hatefull Eight, ύστερα από 7 υποψηφιότητες στο παρελθόν, για να γίνει ο γηραιότερος νικητής του βραβείου.
Ο περιβόητος Ιταλός συνθέτης, καθιερωμένος στον χώρο της μουσικής επένδυσης – ξεχωρίζουμε τις συνεργασίες του με τους Sergio Leone και Giuseppe Tornatorre, παρέλαβε το βραβείο του με μία λιτή ομιλία στα ιταλικά, αποδίδοντας φόρο τιμής στους υπόλοιπους υποψηφίους και ιδιαίτερα στον John Williams που ήταν ανάμεσα τους αλλά και ευχαρίστησε τον Quentin Tarantino για την επιλογή της μουσικής του στην δημιουργία αυτής της φοβερής ταινίας. Τέλος, αφιέρωσε το βραβείο στην γυναίκα του Μαρία ενώ το κοινό σε ένδειξη σεβασμού σηκώθηκε όρθιο χειροκροτώντας τον με συγκίνηση.
Ο νεανικός κόσμος του διαδικτύου έχει επιδείξει εδώ και κάποια χρόνια την στήριξη του για τον πλέον βραβευμένο Αμερικανό ηθοποιό DiCaprio, τόσο με γέλιο όσο και θέρμη, τονίζοντας την χρόνια αδικία που έχει υποστεί ύστερα από τόσες υποψηφιότητες και έντονες ερμηνείες. Γιατί όμως έγινε χαμός για τον DiCaprio και όχι για τον Morricone; Η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία του στην στήριξη του ευρέως κοινού όλα αυτά τα χρόνια υπό όμοιες προϋποθέσεις καλεί για ένα σχόλιο πάνω στην υπερπροβολή των ηθοποιών και των σκηνοθετών του χώρου, των κομματιών δηλαδή που στηρίζουν την Show – Business, έναντι άλλων σημαντικών συντελεστών που αδικούνται σε βραβεία αλλά και στην αναγνώριση του κοινού, όπως είναι οι συνθέτες, οι σεναριογράφοι, οι διευθυντές φωτογραφίας και οι μοντέρ, επειδή δουλεύουν πίσω από την κάμερα. Παρότι ο ηθοποιός εκτίθεται περισσότερο και ο σκηνοθέτης έχει το όραμα, συχνά βρίσκεται στα χέρια αυτών των καλλιτεχνών η απογείωση ή η κατάρρευση του έργου. Αν αφαιρέσουμε τους ήχους του John Williams από το Star Wars, την φωτογραφία του Emmanuel Lubezki από το The Revenant και το σενάριο του Paul Shrader από το Taxi Driver, γίνεται εμφανές ότι η συμβολή τους είναι καταλυτική. Είναι ενδιαφέρον λοιπόν το γεγονός ότι μας είναι ευκολότερο να μάθουμε πόσους συντρόφους είχε ένας συγκεκριμένος ηθοποιός, παρά το όνομα ενός βραβευμένου σεναριογράφου. Η τέχνη τους αναμφίβολα δεν είναι κατώτερη των συντελεστών που προβάλλονται, ο ανταγωνισμός και ο πόλεμος που δέχονται είναι σχεδόν ισόποσα σκληρός, η επιθυμία τους να κερδίσουν όμοια και οι αδικίες με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωποι σε έναν τόσο σκληρό χώρο είναι αξιοσημείωτες, ίσως και μεγαλύτερες αφού λίγοι εκτός χώρου τις αναγνωρίζουν.
Αυτό σαν αποτέλεσμα έχει φέρει, καθόλη την ιστορία κινηματογραφικής παραγωγής και όχι μόνο στην Αμερική, την ψευδαίσθηση ότι εκείνοι που προβάλλονται περισσότερο είναι και εκείνοι που αξίζουν την μεγαλύτερη προβολή. Αυτό βεβαίως δεν αποτελεί μόνο αδικία για τους υπόλοιπους συντελεστές αλλά και ενθαρρύνει μία λάθος εικόνα για την τέχνη την ίδια.
Ο Leonardo DiCaprio κέρδισε το βραβείο του ύστερα από τέσσερις υποψηφιότητες, ο Ennio Morricone ύστερα από εφτά και ο συν-υποψήφιος του για το βραβείο Thomas Newman έχει συγκεντρώσει δεκατρείς χωρίς βράβευση. Λίγοι λάτρεις όμως μιλάνε για τον Thomas Newman που έχει εμπλουτίσει γνωστά έργα με κλασσικές μελωδίες και για τον κάθε συνθέτη που δεν αγγίζει τα επίπεδα φήμης του John Williams. Σαφώς αυτή η προτίμηση σε έναν βαθμό προκύπτει φυσικά αφού ο ηθοποιός θα είναι εκείνος που θα αγγίξει πρώτος το κοινό, θα προκαλέσει ταύτιση αλλά και θα εκτεθεί. Σε ένα σημαντικό ποσοστό όμως δεν αποτελεί μόνο ευθύνη του κοινού η αναγνώριση του έργου των συντελεστών, αφού εκείνο θα κρίνει αυτό που του προβάλλεται περισσότερο. Ίσως όμως είναι καιρός να αναθεωρήσουμε, όχι μόνο το λεγόμενο star system, που στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετεί κανέναν πέρα από τις μεγάλες εταιρίες παραγωγής που μετατρέπουν πρόσωπα σε κεφάλαιο και τα ΜΜΕ που κερδίζουν από την επαναλαμβανόμενη προβολή αγαπημένων προσώπων, αλλά και την ίδια την διαδικασία αναγνώρισης σε αυτά τα πλαίσια, εφόσον όποιος δουλεύει πίσω από την κάμερα, δεν κερδίζει αναγνώριση από τον άνθρωπο εκτός του κινηματογραφικού χώρου, ακόμα και αν είναι πολυβραβευμένος. Θυμόμαστε ότι η Meryl Streep έχει κερδίσει τρία Όσκαρ ερμηνείας αλλά μετά βίας μπορούμε να ονοματίσουμε οποιονδήποτε που να πήρε Όσκαρ Καλύτερου Μοντάζ, Ήχου ή ακόμα και Φωτογραφίας. Παρομοίως το ίδιο ισχύει και με την κατηγορία καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για το Αμερικανικό κοινό, αφού μόλις μία μικρή μερίδα αυτών που παρακολουθούν την τελετή των Όσκαρ, γνωρίζει κάτι για την ταινία. Χαρακτηριστική ήταν η φράση του Ricky Gervais όταν προλόγισε το συγκεκριμένο βραβείο στις Χρυσές Σφαίρες πριν από λίγα χρόνια, χαρακτηρίζοντας το ως το βραβείο που δεν ενδιαφέρει κανέναν.
Στην εποχή του διαδικτύου λοιπόν, αν το κοινό επιθυμεί να ενδιαφέρεται αλλά και κατά τα φαινόμενα να ασκεί πίεση για το τι θα απασχολεί μεγάλα φεστιβάλ και βραβεία, θα ήταν ενδιαφέρουσα μία ανακατανομή στο ποσοστό που προβάλλεται μία μερίδα δημιουργών έναντι μίας άλλης, διότι παραφράζοντας την δήλωση του Gervais, ένα βραβείο δεν έχει αξία εφόσον το κοινό δεν έχει επαφή με τον τομέα και την προσωπικότητα στην οποία απευθύνεται, ακόμα και αν αυτό το βραβείο είναι Όσκαρ.