Την παράσταση που εγκαινίασε την μακρά -πλέον- παράδοση των
θεατρικών μονολόγων στη χώρα μας, την παράσταση που έφερε στο προσκήνιο της
θεατρικής σκηνής και δράσης τα λογοτεχνικά κείμενα, την παράσταση που παίζεται
επί 21 συναπτά έτη ανανεούμενη συνεχώς, την παράσταση που επισκέπτεται για
πέμπτη φορά την πόλη της Θεσσαλονίκης και που έχει παρουσιαστεί μπροστά σε
χιλιάδες και χιλιάδες θεατές παρακολουθήσαμε την περασμένη Δευτέρα στο θέατρο
Αυλαία. Όλος αυτός ο λόγος γίνεται, όπως προδίδει κι ο τίτλος του άρθρου, για
την παράσταση “Μορφές από το έργο του Βιζυηνού” σε σκηνοθεσία του Δημήτρη
Αβδελιώδη και με μοναδική πρωταγωνίστρια επί σκηνής -μοναδική με κάθε έννοια
της λέξης- την Άννα Κοκκίνου.
Στις τέσσερις,
μόνο, παραστάσεις που ανέβηκαν στην πόλη μας το κοινό γέμισε το θέατρο και
μάλιστα ήταν ένα ετερόκλητο κοινό. Υπήρχαν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, υπήρχαν
μεσήλικες αλλά το πιο σημαντικό υπήρχαν και νέοι. Πολλοί νέοι. Σίγουρα τα
κίνητρα που οδήγησαν αυτές τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες στην συγκεκριμένη
παράσταση, αλλά και μόνο το γεγονός της συνύπαρξής τους δεν είναι κάτι που
προσπερνιέται εύκολα διότι δεν είναι εύκολο να συμβεί. Για ποιον ή ποιους
λόγους πήγαν όλοι αυτοί οι, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, άνθρωποι στην
παράσταση αυτή;
Σίγουρα
πολύ σημαντικό λόγο παίζει το κείμενο της παράστασης. Ο Γεώργιος Βιζυηνός, πέρα
από ιδιαίτερα αγαπητός στους φιλολόγους (που κι αυτοί αποτελούν μια γενναία
μερίδα του κοινού) είναι ένας από τους ελάχιστους μεγάλους Έλληνες
διηγηματογράφους και μάλιστα από τους πλέον γνωστούς και δημοφιλείς. Η γλώσσα
του, οι ιστορίες του και πάνω απ' όλα η κριτική και ειρωνική ματιά που έχει
πάνω στα γεγονότα που αφηγείται είναι στοιχεία που προσελκύουν κάποιον να
ασχοληθεί με το έργο του (ως καλλιτέχνης αλλά και ως θεατής).
Όταν τώρα
εκείνος που ασχολείται με τα διηγήματα του Βιζυηνού δεν είναι άλλος από
τον Δημήτρη Αβδελιώδη, ο οποίος τόσα
χρόνια έχει επάξια κερδίσει τον σεβασμό και ως σκηνοθέτης αλλά και ως άνθρωπος.
Το ίδιο συμβαίνει και με την ηθοποιό της παράστασης την Άννα Κοκκίνου, η οποία
είναι ακόμη ένας από τους παράγοντες που προσελκύει κόσμο σ' αυτήν την
παράσταση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι στην παράσταση που
παρακολουθήσαμε το κοινό την χειροκροτούσε ασταμάτητα για περίπου τρία λεπτά.
Η
παράσταση, με μοναδικό αντικείμενο ένα τραπέζι, φέρνει επί σκηνής μέσω της
αφήγησης της Άννας Κοκκίνου τα διηγήματα “Το μόνον της ζωής του ταξείδιον”, “Το
αμάρτημα της μητρός μου”, “Μοσκώβ Σελήμ”, “Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως”, “Αι
Συνέπειαι της Παλαιάς Ιστορίας” και “ Πρωτομαγιά”. Αναπόφευκτα, κάποια
διηγήματα ήταν πολύ πιο ζωντανά και ενδιαφέροντα στην αφήγησή τους από κάποια
άλλα. Η γενική εντύπωση της παράστασης, όμως, είναι κάθε άλλο παρά
απογοητευτική. Υπήρχαν κάποιες στιγμές αμηχανίας στο κοινό, αλλά απ' ό,τι
μπόρεσα να νιώσω κανείς δεν έφυγε από το θέατρο χωρίς να νιώθει κερδισμένος από
την παράσταση που είδε.
Ποιος ξέρει
για πόσο ακόμη θα συνεχίσει να παρουσιάζεται η παράσταση αυτή; Όπως και να
'χει, ας της ευχηθούμε καλή συνέχεια γιατί υπάρχει αρκετός κόσμος, ειδικά στην
Θεσσαλονίκη, που δεν την έχει παρακολουθήσει.