Δράμα, 2011, Η.Π.Α., 133 λεπτά
Σκηνοθεσία: Μπένετ Μίλερ
Πρωταγωνιστούν: Μπραντ Πιτ, Τζόνα Χιλ, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Ρόμπιν Ράιτ
Ο Μπίλι Μπιν είναι general manager των Oakland A, μιας ομάδας μπέιζμπολ που αδυνατεί να συναγωνιστεί οικονομικά τις υπόλοιπες ομάδες του πρωταθλήματος και παρακολουθεί ανήμπορος τους καλύτερους του παίχτες να φεύγουν ως free agents. Βεβαρημένος με τις προσδοκίες μιας μεγάλης καριέρας (ως παίχτης), που ποτέ δεν δικαίωσε και γαλουχημένος με το ψυχοφθόρο μότο “ο πρώτος είναι ο νικητής κι ο δεύτερος τίποτα βρίσκει αδύνατο να αποδεχτεί οτιδήποτε λιγότερο από τη θέση του πρωταθλητή. Πως όμως θα αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις ομάδες με πολλαπλάσιο μπάτζετ από τη δική του;
Τη λύση δίνει ο Πίτερ Μπραντ, ένας συνεσταλμένος, νεαρός οικονομολόγος, που του προτείνει την εφαρμογή μιας επαναστατικής μεθόδου συμπλήρωσης του ρόστερ, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην αξιολόγηση των στατιστικών στοιχείων της απόδοσης των παικτών και όχι στην αξία τους στο χρηματιστήριο του μπέιζμπολ. Έτσι, με εξαιρετικά χαμηλό μπάτζετ και μεταγραφές που προκαλούν την οργή φιλάθλων και δημοσιογράφων, χτίζει μια ομάδα, που σταδιακά αρχίζει να παίρνει αποτελέσματα. Κι από εκεί που όλοι λοιδορούν το moneyball (όπως βαφτίζει ο τύπος αυτή την τακτική), αρχίζουν να το ασπάζονται.
Η αξιολόγηση της στατιστικής στην κατάρτιση του έμψυχου υλικού μιας ομάδας με στόχο την μείωση των δαπανών και την αύξηση της απόδοσης έχει εξαπλωθεί σε αθλήματα πέραν του baseball κι έχει αποτελέσει συνταγή της επιτυχίας για ουκ ολίγες ομάδες. Φυσικά στην Ελλάδα αν δοκίμαζε κάποιος πρόεδρος ή προπονητής (γιατί ο θεσμός του general manager είναι άγνωστη έννοια) να ακολουθήσει τη συνταγή του Μπιν, οι αντιδράσεις τύπου, φιλάθλων και ανθρώπων του χώρου θα ήταν υψηλότερης έντασης. Στις ΗΠΑ πάντως το “moneyball θεωρείται σήμερα η συνταγή της επιτυχίας. Είναι τέτοια η δυναμική του, που κάποιοι άναψαν πράσινο φως για την κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του Μπίλι Μπιν. Η παραγωγή της ταινίας πέρασε από σαράντα κύματα, άλλαξε δύο σκηνοθέτες, αλλά τελικά έφτασε στις αίθουσες χάρη στην επιμονή του Μπραντ Πιτ, που ποτέ δεν εγκατέλειψε το project.
Το αποτέλεσμα είναι μια αθλητική ταινία που ασχολείται ελάχιστα με το αγωνιστικό μέρος του αθλήματος αλλά κυρίως με το διοικητικό. Φυσικά υπάρχει ο κρίσιμος αγώνας, που όλα φαίνονται ότι πάνε στραβά για την ομάδα, η οργισμένη διάλεξη εντός των αποδυτηρίων μετά από ένα άσχημο αποτέλεσμα και οι σχετικοί με τη σημασία του παιχνιδιού διάλογοι όπως σε κάθε αθλητική ταινία γενικότερα και σε κάθε ταινία για το μπέιζμπολ ειδικότερα. Ωστόσο το
Moneyball δε μοιάζει με καμία άλλη σχετική ταινία.
Έχοντας στα χέρια του ένα απίστευτα πυκνογραμμένο και διόλου ανοικονόμητο σενάριο, ο Μπένετ Μίλερ φροντίζει μέσα σε 2 λεπτά να μάθεις όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις για τον εκάστοτε χαρακτήρα και σε αρπάζει από τα μαλλιά με μια ιστορία εμμονοληπτικού κυνηγιού της πρώτης θέσης, αποτυπώνοντας τον χώρο του baseball management με μεγάλη λεπτομέρεια. Το (μπόλικο) χιούμορ στο φιλμ πηγάζει από την ειλικρίνεια των χαρακτήρων, αλλά και των ανθρώπων που τους ερμηνεύουν με τον θαυμαστό κύριο Πιτ να χτίζει έναν απολαυστικό, πολυδιάστατο χαρακτήρα, από εκείνους που χαρίζουν Oscar, αν το buzz είναι με το μέρος σου. Και οι διδαχές ενός πολιτισμού μπολιασμένου σε ένα άκρως ατομικιστικό κι ανταγωνιστικό πνεύμα κατά τα πρότυπα του νεοφιλελευθερισμού καταρρέουν μέσα από ένα ερασιτεχνικά ηχογραφημένο και (υπό διαφορετικές περιστάσεις σαχλό) ποπ τραγουδάκι στο cd player ενός τζιπ.
Το
Moneyball είναι μια ταινία, στης οποίας τον κόσμο αν βυθιστείς, νιώθεις κατά τη διάρκειά της πως ακριβώς για αυτό το λόγο παρακολουθείς σινεμά, για να βιώνεις τέτοιες εμπειρίες.