Ἕνα παλιό τραπέζι. Ξύλο καλό, μέ μαστοριά πελεκημένο. Κάτω ἀπό ἕνα μικρό παράθυρο, μέ θέα στίς κορφές τῆς Πίνδου. Ἦχοι καί μυρωδιές τοῦ βουνοῦ καί τῆς ζωῆς σ' αὐτό περνοῦν μέσα. Πάνω στό τραπέζι διάφορα μικρά βαζάκια μέ μελάνια. Ἴδιο χρῶμα ὅλα, μά διάφορη γραφή. Καί μιά πένα καρφωμένη στῆς χήνας τό φτερό. Ἕνα χέρι σταθερό τήν κρατᾷ. Καί τή βουτᾷ πότε στό μελάνι τοῦ μύθου, πότε στῆς φαντασίας, λίγες φορές στῆς σκληρῆς πραγματικότητας, μά πάντα καί στῆς ἔμπνευσης. Καί γράφει λόγια. Λίγα, μετρημένα, ἀκριβά.
Κάπως ἔτσι φαντάζομαι πώς γράφτηκε ἡ Τσότσηγια.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά γραφτεῖ ὁ Ὤ'μ, μπῆκαν κι ἄλλα βαζάκια στό τραπέζι. Ἡ ἀντριωσύνη, ἡ σωφροσύνη, ἡ ὑπακοή, ἀνακατεύτηκαν, πῆραν χρῶμα ἀπό τή γῆ, ἄρωμα ἀπό τόν οὐρανό κι ἔφτιαξαν τή ζωγραφική καί τή μουσική. Πού ἦρθαν καί συντρόφεψαν τό παραμύθι. Κι ἔτσι η ζωή ἔγινε πιό ὄμορφη.
Μιχάλης Μακρόπουλος Τσότσηγια & Ὤ'μ. Ἐκδόσεις Κίχλη 2017. 140 σελίδες σέ ὑψηλῆς ποιότητας χαρτί 120 γραμμαρίων, γραμμένες σέ πλῆρες πολυτονικό, μέ ἄψογη ἐπιμέλεια, ἐκτύπωση, δέσιμο. Ἕνα βιβλίο κόσμημα ἀπό κάθε ἄποψη.