Mind the art και το έχουμε ξαναπεί, όσο απευθυνόμαστε σ’ εσένα αναγνώστη: η τέχνη δεν είναι μόνο τα επίκαιρα, όσα τώρα συμβαίνουν, αλλά και αυτά που συνέβησαν και δημιούργησαν μια αίσθηση, θολή ίσως, ανερμήνευτη άλλοτε, αίσθηση όμως, σε εποχή μουδιάσματος και γενικευμένης αμηχανίας.
Έτσι, εδώ σήμερα, αναφορά στο Ξενοδοχείο Άριστον, που για ένα μήνα –το μήνα Οκτώβριο και ως τις αρχές του Νοέμβρη- επανακατοικήθηκε στο πλαίσιο της 15ης Μπιενάλες Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου. Αν είναι αντιδεοντολογικό να γράφει κανείς γι’ αυτά που οργανώνει o ίδιος, είναι απολύτως δεοντολογικό αφενός να ευχαριστεί όλους όσους συνεργάστηκαν και μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο –το κοινό συμπεριλαμβάνεται-, αφετέρου να αναρωτιέται, να αναστοχάζεται δημόσια και να αξιολογεί τα πράγματα και το πλαίσιό τους. Εξ ου και τα λόγια εδώ. Όχι ποσοτικώς, αλλά εσωτερικευμένα απολογιστικά.
Για τα διαδικαστικά ουδέν σχόλιον. Λίγο ενδιαφέρουν αυτά εσένα, αν και μπορεί να έβγαλαν την ψυχή πολλών, όχι όμως τώρα αυτά, ούτε εδώ (ακόμη). Τελικά η επανακατοίκηση του συγκεκριμένου ξενοδοχείου, εγχείρημα μοναδικό στη Θεσσαλονίκη με τη μορφή που πήρε, δοκίμασε τα όρια της Συμβίωσης, αφήνοντας το ερωτηματικό που συνόδευε τη λέξη άχρηστο και κενό. Οι καλλιτέχνες συμβίωσαν πρώτα πραγματικά, κυριολεκτικά, διαπραγματεύτηκαν ο ένας με τον άλλο τα όριά τους, συμβίωσαν με το κοινό και το χώρο τον ίδιο, αναγκάστηκαν δηλ. να υπάρξουν μέσα σ’ αυτό τον μη οριοθετημένο τόπο που είναι ένα Ξενοδοχείο, και τελικά να τον οριοθετήσουν με τρόπο νέο, δικό τους αποκλειστικά.
Τα δωμάτια δεν είχαν ταμπέλες, ούτε τα ονόματα των καλλιτεχνών που τα κατοίκησαν. Τα μάθαινες αν έψαχνες σε διακριτικές κατόψεις και σε ορισμένες περιπτώσεις είχε και «επεξηγηματικά» κείμενα. Σε κανένα ξενοδοχείο δεν θα μάθεις τους ενοίκους, σε κανένα δωμάτιο δεν αναγράφονται ονοματεπώνυμα. Σε κανένα ξενοδοχείο δεν θα βρεις πόρτες ανοιχτές. Στο ξενοδοχείο Άριστον όλοι είχαν βεβαίως ονοματεπώνυμο και οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Όχι όλες όμως. Πίσω από τις κλειστές πόρτες κλήθηκες να φανταστείς τι μπορεί να υπάρχει, μυστικές ιστορίες, απαγορευμένες ή μη, σιωπή, σκοτάδι ή φως.
Αν μπήκες ως επισκέπτης και βγήκες ως ένοικος, αν μπήκες ως φιλότεχνος και βγήκες ως πρόσωπο που έπαιξε, αν μπήκες ως σκιά που φοβάται το σκοτάδι και βγήκες ως πρόσωπο που χάρηκε, αν έφυγες και ξαναγύρισες, αν μπήκες μέσα στο χώρο επιθυμητικά και έτσι βγήκες, το εγχείρημα έχει αποκτήσει νόημα, του έχεις δώσει εσύ νόημα και έχεις πλουτίσει και εσύ ο ίδιος με το νόημα που έχεις βρει και του έχεις δώσει. Έτσι εσύ έχεις γίνεις εσύ αλλιώς, με έναν τρόπο που δεν προβλέπεται, παρά μόνο προσχεδιάζεται αδρά.
Η χαραμάδα φωτός που σταθερά μπήκε για ένα μήνα μέσα από την πληθώρα των δημιουργών, των ιδεών και του ενθουσιασμού του δικού τους και του κόσμου, στα δωμάτια και στο ισόγειο του ξενοδοχείου –το ισόγειο φιλοξενούσε κάθε βράδυ άλλες δράσεις- φαίνεται πως έμεινε στην κυτταρική μνήμη και με κάποιο τρόπο είναι ακόμη εδώ. Εσύ το έκανες αυτό, μετά από όλους εμάς, εσύ, μέσα σ’ αυτήν την πόλη που παλεύει με τις σκιές και τους φόβους της, αλλά και την προσδοκία κάποιου μέλλοντός της. Στο μέλλον αυτό το Άριστον ίσως υπάρξει ξανά. Ανάμενε νεότερα.