Τόσο αλλοτινά, ωστόσο
τόσο ίδια τα δυο πλάσματα. Αντίκρυ στέκουνταν. Πορεύονται αμφότερα προς μιαν
καταστροφική ανελέητη μεσοτοιχία. Και θρυμματίζεται η σάρκα. Το αίμα έπαψε
πλέον. Διόλου δεν υφισταται. Πορεύονταν. Επορεύθησαν.
«Ζαλίσθηκα στην καρέκλα
που γυρίζει. Ουφ. Μικρό νιάτο, ζεσταίνω δυναμικά τα χέρια μου στα κλεισμένα
βλέφαρα κι απογειώνομαι. Πετάω; Ποιος ξεύρει; Για μένα, ο αποπνικτικός,
στατικότροπος αέρας δωματίου αλλάζει ρότα και τροπάρια. Παίζει αιθέρια, εδωνά.
Και χρίσθησαν τα μικρά, στρουμπουλά ή λεπτεπίλεπτα μπρατσάκια των συνομιλιτών
μου, μεταμορφώθηκαν σε συγκυβερνήτες σε μια θεοπρόσαλλη πτήση στο κάψιμο που
νιώθεις, αν πιέσεις τόσο τα ματάκια σου και ανάψεις φωτιές και δεις χρώματα και
λουλούδια και το σκοτάδι γινεί βασταγερό και παιχνιδιάζον. Στα σύνορα του νου.
Εκεί ταξιδεύεις. Κι έχει πολλά να δγεις εκεί. Κι έχει και ρινόκερους.
Κι αρχίσαμε να τους
«κολλάμε», ξέρεις τώρα. Κι ένας μας απεκάλυψε πως κάποτε είδε κάποιον, από μακριά,
μη θαρρείς!- μάλλον άνθρωπος ήτανε. Και σταμάτησε τις περστροφές κι έβγαλε το
λευκό μανδύα απ’ τα τσίνορα και τον είδε καλά- καλά. Και μας είπε πως είδε
κάπως στα βάθια του, αλλά ο άνθρωπος δεν αντελήφθη. Τρόμαξε. Είδε την ψυχή του,
ένα κουρέλι με κρόσια, τσαλακωμένο. Εκείνος, ο άνθρωπος, κάγχασε, γι’ άλλο
λόγο. Δεν τον ξανάδε.
Κάποιος μας φώναξε απ’
το σαλόνι. Απροσδιόριστη η ηχητική αναγνώριση, δεν προσγειωνόμασταν στο εγγύς
μέλλον. Η σιωπή ξεσκίστηκε θαρρείς, σαν απο μοιραίο τσιμπίδι. Δυο κόσμοι: Ο
μέσα μας κι ο μακρινός. Μάλλον ήμασθαν οι «απομέσα» πια. Η φωνή ακούστηκε σαν
από ρινόκερο. Χαρούμενη, απεγνωσμένα. Αναπόφευκτα. Κυρίευσε τον χώρο,
επικράτησε. Ταραχθήκαμε. Σχεδόν άνοιξαν οι ονειροπόλες χαραμάδες. Σαν να μας
ποδοπατούσαν άνθρωποι, να μας κουμαντάριζαν από ψηλά, απ’ την κορφή της
πυραμίδας, και να μας μαστίγωναν. Αποτρόπαιο. Αναρριγήσαμε.
Δεν υπήρξε, δα, ωσάν
τοξικό οξύ που το χύνεις ολούθε και αποσυντίθενται, «αποσαθρώνονται» ο τοίχοι,
οι μορφές, η ιστορία και τα πλάσματα της.
Εντούτοις, εμεις συνεχίσαμε ακάθεκτοι μια πτήση. Ήμασταν
ωσάν ρινόκεροι κορδομένοι και φανταχτεροί. Διαφέραμε από άνθρωπο. Παχύδερμα,
όχι ασθενικά και λεπτεπίλεπτα και ψευτοβαλμένα. Μα από μέσα μας, λέγαμε πως
όλοι πλάσματα διατελούμε και πως σκεφτόμαστε κάπως παρεμφερώς. Κάπως κοινά. Όχι
πολύς δόλος, όχι πολύ σκοτάδι. Όχι. Πέσαμε μάλλον έξω. Σαν το Θείο. Που πάντοτε
προσπαθείς να το ορίσεις και κάθε φορα έχει πλάκα, αγωνία, ανεμελιά και φόβο.
Γιατί, εν τέλει, συνειδητοποιείς πως, αν τον ορίσεις τοιούτως, σίγουρα δεν πλησιάζεις
στη λύση του γρίφου. Άρα όχι, πέσαμε έξω. Όντως. Δηλαδή μάλλον. Υποστηρίζεται.
Θα σε γελάσω.
Πριν να ανοίξεις τα
ματάκια σου σου επιτρέπεις να πιάσεις το κέρατο σου. Είναι πολύτιμο το κέρατο
του ρινόκερου. Άνθρωποι σε πλησιάζουν, ξέρεις τώρα. Σε πλησιάζουν και λαχταρούν
με απροσδιόριστη αδημονία να σ’ αγγίξουν, σε χαϊδεύσουν. Όπου προλάβουν! Ναι..
Εσύ, μολαταύτα, θέλεις;
Ευγνωμοσύνη, ευφορία
ψυχής, απόρριψη, απέχθεια, βία. Απελπισία. Ελπίδα. Διάλεξε ένα, γιατί εσυ θα
κάνεις το ρινόκερο, εγώ τον άνθρωπο. Το είπαμε πριν κλείσουμε τα ματάκια μας,
θυμάσαι; Ε! Μην κλέβεις! Έτσι είπαμε. Δε θυμάσαι; Ε, και τώρα τι θα κάνουμε;
Εγώ θα σε σκοτώσω ή εσύ εμέ; Δεν ξαναπάιζω μαζί σου. Φύγε από την πτήση μας»!
Σαν τώρα τα θυμάμαι..
Παίζαμε και παίζαμε.. Και ο ένας καθόταν πιλότος στην καρέκλα και οι άλλοι τον
γύριζαν γύρω και γύρω και γύρω. Και η ψυχή εκτροχιαζόταν. Και ήσουν ελεύθερος,
να είσαι όπως θέλεις. Να είσαι ό, τι θέλεις. Τη στιγμή εκείνη μοναχά. Κρατούσε
γα πάντα. Κρατάει. Η τελευταία μου ελευθερία. Μια τύχη, πως την έζησα. Κάποτε,
σε ένα παιδικό δωματιάκι με φίλους τους ίδους με μένα ονειροπόλους ταξιδευτές-
παραβάτες, χωρίς ζώνες. Κάπως, σε κάποια ονομαστική εορτή ενός γονιού κάποιου
συνταξιδιώτη και συνοδηγού μου. Και το πουλί μου, τον αδερφό. Τότε γινόμασταν
εμείς ο ρινόκερος. Ο καλός ρινόκερος.
Τώρα πια δεν έρχεται
ποτέ. Τον δαιμονοποίησε ο συλλογικός κοινωνικός νους μας και φύτρωσε στα
πόδια ο φόβος και θάφθηκαν τα φτερά.
Τώρα μας απειλεί και τον αποφεύγουμε σαν πετρελαιοκηλίδα. Και το κεράκι μας
σβήνει απ’ τον φόβο. Τελευτή. Θάνατος. Χους εις χουν.
Κι όμως, αφού το
ξέρεις, δε μπορεί να μας αγγίξει.
Πληροφορίες
έκθεσης
Έκθεση : Rhino: LastHe(a)rd
Καλλιτέχνες:
Γαβριήλ Φτελκόπουλος, καθώς επίσης συμμετέχουν και οι εξής: Γεωργία Δαμιανού,
Χάρης Κοντοσφύρης, Δήμητρα Μπαϊρακτάρη, Όλγα Μπογδάνου, Άννα-Μαρία Σαμαρά, Χρήστος Σκούρτης, Μάγδα
Χριστοπούλου
Χώρος: ΓΚΑΛΕΡΙ ΛΟΛΑ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Διεύθυνση: Τσιμισκή
52, Θεσσαλονίκη
Διάρκεια
έκθεσης: Έως τις 7 Φεβρουαρίου
Είσοδος:
Ελεύθερη
Στοιχεία
επικοινωνίας
Ημέρες και
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή: 12.00 – 20.00, Τετάρτη και Σάββατο.: 12.00 -15.00
Τηλέφωνο
επικοινωνίας:
+30 2310 240416
E- mail: [email protected]
Ιστότοπος: lolanikolaougallery.blogstop.gr