Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η δεσποινίς Πρόθεση- μια αφράτη χαμογελαστή μεγαλοκοπέλα. Ή τουλάχιστον το περίγραμμά της. Μια μονοκοντυλιά. Μια υπογραφή με σπασμένο μολύβι μιας φιγούρας χοντρής και άυλης. Με μια άδεια πλαστική σακούλα τριγυρνούσε στην πόλη. «Είμαι… τι είμαι… μια στιγμιοτυποκλέφτρα…» θα απαντούσε αν τη ρωτούσε κανείς. Αν…
Ξερίζωνε εικόνες και τις τοποθετούσε προσεκτικά στη σακούλα της. Σκοτωμένα περιστέρια, βλέμματα σκυλιών, ουρλιαχτά γατιών, φιλιά, μούντζες, κορναρίσματα. Κι ενώ γέμιζε η σακούλα, πάντα άδεια ήταν. Όπως και η φωτογραφική της μηχανή και το μπλοκάκι της. Άδειο και το ποτήρι και το στομάχι της. Κι όμως έτρωγε εικόνες, δρόμους, ουρανούς. Έπινε τραγούδια και χορούς. Φορούσε δανεικούς μελωδικούς έρωτες και τους υποστήριζε με πάθος. Έκλεβε αδικίες και τις κατήγγειλε κι αυτές με πάθος. Με πάθος καταβρόχθιζε και λόγια, άλλοτε καλοψημένα, άλλοτε με το αίμα τους.
Η δεσποινίς Πρόθεση γύριζε σπίτι γυμνή φορτωμένη μ’ αδειοσύνη. Πού πήγαν τα γλυκόλογα των στίχων, το πρόσωπό του που ζωγράφιζε για ώρες, πού πήγε τ’ αεράκι που της έταξε αλλαγή κι οι πολύτιμες σοφίες της σακούλας της; Τόσες συζητήσεις, αποφάσεις, συμπεράσματα… σηκώσαμε σε πρόποση τον κόσμο όλο. Τσουγκρίσαμε, ρευτήκαμε, ποτίσαμε με τσίπουρα θανάτους κι ανθίσανε ζωές μες το γλυκάνισο.
Η δεσποινίς Πρόθεση επέμενε. Ξανά και ξανά. Έψαχνε στη σκάλα μην της έπεσε κάπου η ορμή, ξανάκανε την ίδια διαδρομή. Και δωσ’ του πάλι παραγγελιές… ακόμη ένα ποτηράκι, τραγουδάκι, πιατάκι, μπλοκάκι, μια νύχτα ακόμη, κι άλλη μία… δωσ’ μου… πεινάω διψάω πεθαίνω λαχταρώ.
Γεμάτη ήταν μόνο η βαλίτσα της. Μια βαλίτσα σχέδια. Ήθελε να γίνει εξερευνητής, πρωταθλητής, αγωνιστής, κασκαντέρ, αστροναύτης, χορευτής, πρωθυπουργός, ζαχαροπλάστης, καλή σύζυγος και μάνα. Και γριά ερωτευμένη. Μα κυρίως, καλύτερος άνθρωπος. Περίσσευαν απ’ τη βαλίτσα εκδρομές, μισά πτυχία και δουλειές, γράμματα, μηνύματα, ευχές. Τσαλακωμένα «να βρεθούμε να τα πούμε», δώρα, καλώδια τηλεφώνου, σινεμά, παραστάσεις, εκθέσεις ζωγραφικής, συνδρομές σε γυμναστήρια, μερεμέτια στο σώμα, στα ντουβάρια, στην ψυχή.
Καλή κοπέλα αλλά άτυχη. Δεν κατάφερε ποτέ της τίποτα.
Κι όμως το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα σίγμα. Τόσο απλά. Να συρθεί, να στριμωχτεί, να σφηνωθεί στο όνομά της ένα τεθλασμένο Σίγμα: Σιωπή; Σκεπή; Στιγμή; Σ' αγαπώ; Σωσίβιο; Συγνώμη; Σύγχυση; Σύνθεση; Στιψετηζωημηντηνκοιτάς; Δεν είμαι Σίγουρη. Κάτι Στέρεο πάντως. Κι ας είναι και Σκιά.
Αν η δεσποινίς Πρόθεση γινόταν ξαφνικά ΠρόΣθεση… μπορεί και να αφαιρούσε λίγη αδειοσύνη. Ούτε δεσποινίς. Κυρία πλέον. Και μάλιστα Πράξη.
Αν…