Ένας έρωτας και πολλά μπαγκάζια καβάλα πάνω σε μια μηχανή. Η εξάτμισή της. Η διπλωμένη σκηνή που έγερνε και καιγόταν. Από τότε ο έρωτας μυρίζει καμένο. Ή όταν κάτι καίγεται, μυρίζει έρωτα.
«Αυτές οι μέρες μυρίζουν σκορδαλιά. Τηγανητό μπακαλιάρο. Τσίπουρο και λιακάδα. Καλή παρέα ή έλλειψή της. Μυρίζει αλλαγή καιρού, διάθεσης και ώρας. Σαν να λιγόστεψαν της νύχτας τα καμώματα μα γίναν πιο πολλά τα γέλια της ημέρας.
Μυρίζει ακόμα παρέλαση και πλαστικές σημαιούλες. Μυρίζει κούραση, αγανάκτηση, γυαλιστερά ματ και βραχνοί τηλεβόες. Μυρίζει και απορίες παιδιών: -Γιατί κρατούν όπλα; -Για να μας προστατέψουν. –Από ποιους;
Λίγο πιο κει, μυρίζει αποτύπωμα πρασινάδας πάνω σε ερωτευμένα ρούχα. Με φόντο τα επεισόδια κυλιότανε για ώρες. Μυρίζουν και τα ηδονοβλεπτικά σάλια των απελπισμένων. Κι ο σκύλος που ντρέπεται όταν τον κοιτάς ή σχολιάζεις πώς μυρίζει η ανάγκη του. Οι άλλες ανάγκες, μυρίζουν άραγε κι αυτές; Εκείνη που θέλει το παράθυρο ανοιχτό ή η άλλη που επιμένει στο κατεβασμένο στόρι.
Στο μπαλκόνι μυρίζει μια ξεχασμένη μπουγάδα- πρώην ιδρώτας, πράσινοι και μπλε κόκκοι, μαλακτικό μανόλιας και υγρασία. Μυρίζουν οι ενοχές μες τα σκουπίδια και μια πεσμένη σκούπα απ’ τον αέρα. Μυρίζει και το τραπεζάκι φιλόδοξα πρωινά από μιαν άνοιξη παλιά ή κάποια ονειρεμένη. Μυρίζουν τα ηλιοτρόπια πάνω στον αναπτήρα, οι μεθυσμένες σουπιές μέσα σ’ ένα κατάλογο, η κανέλα ενός μηνύματος, ο νάρδος ενός ποιήματος, οι μενεξέδες και τα ζουμπούλια μιας σπασμένης κιθάρας. Μυρίζει Βιβάλντι, «μάνα μ’ ήρτεν η άνοιξη» και «you can never hold back spring». Μυρίζουν τα άνθη του κακού, οι ζωγραφιές στο ημερολόγιο, ένα τριανταφυλλί φουστάνι. Μυρίζουν χάδια, επιθυμίες και βλέμματα. Μυρίζουν σώματα δειλά και άλλα ερεθισμένα. Λόγια ανεκπλήρωτα και άλλα ζαλισμένα.»
Φύσηξε με δύναμη τη μύτη του. Αυτό το συνάχι τον έχει εξοντώσει…