Μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Συμεών Τσακίρη
Ο κος Λογικής και η κα Παραλόγου κατευθύνθηκαν προς την οικία τους.
-Ασανσέρ, είπε αυτός.
-Αερόστατο, είπε εκείνη.
-Γιατί όχι, είπε αυτός.
-Μα, είπε εκείνη.
Τότε αυτός ξήλωσε την κάλτσα του, φούσκωσε το σώβρακό του, πλήρωσε τους ανέμους και έφτασαν αισίως στον 5ο.
-Παράλογο, φώναζε αυτή.
-Λογικά οι πιθανότητες να λοξοδρομήσεις είναι περισσότερες από τις αντιστάσεις των αρχικών σου πεποιθήσεων, είπε αυτός.
-Με ζαλίζεις, είπε εκείνη και βούτηξαν στο κρεβάτι.
Λογικά ακολούθησε τρελός έρωτας. Παράλογα επίσης. Η κα Εχωανάγκη κι ο κος Συντροφιάσας έμειναν μετέωροι στον δρόμο. Εκείνη κοιτούσε την αμηχανία κι αυτός δεν ήξερε πού να την πρωτοβάλει.
-Πάμε; στέναξε αυτή
-Και δεν πάμε; ξεφύσησε εκείνος.
Η κα Εχωανάγκη ήταν σιωπηλή κι ο κος Συντροφιάσας απλώς ήταν.
Ανέβηκαν στο σπίτι κανονικά. Κατέβηκαν το ίδιο. Τι μεσολάβησε; Η άβυσσος που άφησε πίσω της η απουσία ενός άρθρου: ενός «τη» που δεν μπόρεσε να υπάρξει. Ανάμεσα στη σιωπηλή κυρία Εχωανάγκη και στον απλό κύριο Συντροφιάσας.
Η δις Τίποτα και η δις Γενικά είναι χρόνια φίλες. Πηγαίνουν μαζί θέατρο, σινεμά, στη λαϊκή, στα σήριαλ, στη δουλειά, στην αγορά. Μιλούν καθημερινά στο τηλέφωνο κι ανταλλάζουν πολύτιμα άχρηστα νέα και παλιά. Όμορφες γενικά, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να τις ασχημαίνει. Μπορεί και το ανάποδο… Κάνουν καλή παρέα οι δυο τους. Βαριούνται ακόμη και να βαρεθούν.
Το ζεύγος Κανονικόπουλοι κάνουν αλα μπρατσέτο βόλτα στην παραλία. Βήμα κανονικό. Ένα στο πλακάκι, ένα στη γραμμή. Ο ήλιος τους καίει το πρόσωπο αλλά έχουν πασαλειφτεί με γυαλιά, κρέμες και καπέλα. Γύρω τους μικροπωλητές, μουσικοί, ποδηλάτες, ανάπηροι, αθλητές, σκυλιά, παιδιά, εμφράγματα κι οδοφράγματα. Συνονόματοι συμπατριώτες περιπατητές κι ανώνυμοι αλλοεθνείς. Ώσπου φύσηξε αέρας.
-Έχεις κάτι; Ανησύχησε ο ένας.
-Τίποτα, τον καθησυχασε ο άλλος. Εσύ;
-Γενικά…
Κάποια στιγμή βλέπουν το είδωλό τους στην επιφάνεια του νερού.
-Κοίτα αυτούς… κρέμονται από ένα μπαλόνι, παρατηρεί ο ένας.
-Κοίτα εκείνους… κρέμονται από τον φόβο τους, παρατηρεί ο άλλος.
Ύστερα ήρθε ένας γλάρος και διέκοψε τη θέα. Εντόπισε ένα ενδιαφέρων ψίχουλο και όρμησε να το καταβροχθίσει. Αυτό που έπεσε από μια μεγάλη αλήθεια: Είμαστε εν δυνάμει τα πάντα- είδος υπό εξαφάνιση: Άνθρωποι. Τα ονόματα ήρθαν αργότερα. Ίσως επινοήθηκαν από την ανάγκη να φωνάξεις κάποιον να γυρίσει προς το μέρος σου. Ακόμη κι αν είναι το είδωλό σου σε βρώμικα νερά.