Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Λίλια Γιάριτς
Κάθε φορά στύβει την εβδομάδα και την κάνει λέξεις. Οι λέξεις ταξιδεύουν στο ατελιέ κάποιου ζωγράφου κι έχουν τη χαρά και την τιμή να χρήζονται μ' έναν πίνακα που κοιτάει προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτή τη φορά το πήρε αλλιώς. Ξεκίνησε κοιτάζοντας τον πίνακα κι έψαξε να βρει εκεί τις απαντήσεις ή ακόμη και την ίδια την ερώτηση.
«Η πατούσα ερωτεύτηκε το χώμα. Φίλησε τα χαλικάκια και τα γέμισε με ψεύτικες υποσχέσεις. Λερώθηκε από το αίμα τους αλλά συνέχισε. Ήταν πολύ βιαστική ή τουλάχιστον έτσι είπε. Κι αυτά απέμειναν και πάλι μόνα- έτοιμα πάντα να δοθούν στην επόμενη αίσθηση, στο επόμενο άγγιγμα που θα αλλοίωνε την πέτρινη μοναξιά τους.» [1993]
Από τότε σαν να κάνω συνεχώς κύκλους γύρω από ένα σύννεφο. Αλλάζει σχήμα, χρώμα, εποχή κι όμως είναι ακόμη εκεί. Το ίδιο και οι ματωμένες πατούσες, αιώνια ερωτευμένες με το ίδιο χώμα ή την προοπτική του ν’ ανθίσει.
Δεξί αριστερό δεξί αριστερό δεξί αριστερό προχωρώ κι επιστρέφω. Περικυκλώνω και στοιχειώνω γραμμές και σχήματα που στοίχισαν έναν ολόκληρο καμβά με σχέδια. Όνειρα. Να ‘μασταν, λέει, οι μουτζούρες μας, σώματα σκιές, εγώ εδώ πάνω στο μάγουλό σου, μια πλάτη εκεί, ένας αστράγαλος παραπέρα, καπνός από το τσιγάρο μετά, και μέσα του όλα αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Δεν ακούω πια, δεν φτάνει ως τα περίχωρα η φωνή μου. Θυμάμαι τον ψίθυρο του λευκού, τη στριγκλιά του κόκκινου κι εκείνη τη διάφανη μυρωδιά του απαλού. Τι χρώμα ήταν;
Προχωρώ αγέρωχα σκυφτά γύρω από μένα από σένα από τότε απ’ το σύννεφο. Γύρω από ταξίδια του πελάου και τ’ ουρανού του σώματος και του νου. Κι είναι ένας χάρτης μες το χάος μου κι είναι πυξίδα που δείχνει πάντα μπλε. Κι ενώ η ζωή μεγαλώνει διακόπτει με ξέφτια τη βόλτα μου. Πού να πάω, πάλι εδώ γυρνάω. Σκαρφαλώνω πάνω σε σκάλες, κάνω τσουλήθρα πάνω σε φιδάκια κι επιστρέφω στη θέση μου. Στριμώχνομαι μέσα σε παλιά ίχνη μην τύχει και με βρει η σήμανση και μου χαλάσεις.
Δεξί αριστερό δεξί αριστερό δεξί αριστερό κύκλους αέναους γύρω από μια στάλα ζωής. Αυτής που δεν θα μπορούσε να κατοικεί στο κέντρο παρά στη γωνία ενός αναποφάσιστου σύννεφου (μπορεί να’ ναι και πουλί ή μια γάτα πού τόση ώρα παίζει με τα κουβάρια μου). Θα ‘θελα να ‘μουν λευκή και τίποτα- μια κατά λάθος σταγόνα. Θα ‘θελα να ‘μουν μέσα στον κύκλο που σχηματίζουν οι πατούσες μου- κι ας ήμουν κενός χώρος. Μα πιο πολύ, θα ‘θελα να ‘μουν το χέρι ενός ζωγράφου- απαλλαγμένο από τη λέξη, προικισμένο μόνο με ένστικτο, ουσία και ψυχή.