«Απλώς κοίτα με. Είμαι όμορφη; Όχι. Αλλά έχω αγαπήσει.
Απλώς κοίτα με. Είμαι νέα; Όχι. Αλλά έχω αγαπήσει.
Απλώς κοίτα με. Ζω; Όχι. Αλλά έχω αγαπήσει.»
Γερτρούδη
(από την ομώνυμη ταινία του Καρλ Ντράγιερ)
Αρκεί άραγε; Είναι η αγάπη ικανή να δώσει λόγο ύπαρξης σε μια ολόκληρη ζωή; Τι ακριβώς είναι αυτό που το λένε αγάπη; Τι είναι αυτό; Τι είναι αυτό;
Ρώτησε τα τραγούδια. Κάτι περισσότερο θα ξέρουν. Με τυφλή εμπιστοσύνη τα αποστηθίζει χρόνια τώρα. Τα διαδηλώνει με πάθος. Οικειοποιείται τους στίχους και όσο παράφορα τόσο παράφωνα τολμά να τα ακουμπήσει πάνω στις πιο άτολμες στιγμές του. Τι είναι αγάπη; Ένα δίκοπο μαχαίρι; Κάτι που χάθηκε στη σκόνη; Κάτι που ποτέ δεν θα το μάθεις; Να το πάλι αυτό το ποτέ. Σαν βρώμικο τενεκεδάκι σέρνεται πίσω από το άχραντο άρμα της. Λες και σκιάζει κάθε απόπειρα ανασκαφής αυτής της λέξης. Τι είναι αγάπη;
Ρώτησε τα παιδιά. Δεν απάντησαν. Η δασκάλα τα μάλωσε. «Γιατί δεν μιλάτε… κάναμε τα συναισθήματα την περασμένη βδομάδα». Ποιος ξέρει… μπορεί ερήμην της, να φτάσανε κιόλας στο κεφάλαιο «κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα».
Ωστόσο, τον είχε ξεγελάσει αυτή η παραδοχή. Η αναπηρία του στόματος να ορίσει αυτό που το λένε αγάπη είναι στίχος δανεικός από ποίημα του Βάρναλη. Και απάντηση σε άλλη ερώτηση. Στο «ποιος φταίει». Δεν μπορεί το στόμα να μένει πάλι άπραγο. Να μην μπορεί να βρει τα ακριβή λόγια για να εξηγήσει το τρέμουλο. Κι όμως ήταν τόσο πειστική και μελωδική αυτή η δικαιολογία: «Ποτέ κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το πε ακόμα…». Γενιές ολόκληρες αποδέχτηκαν τη συναισθηματική αδυναμία τους και βολεύτηκαν σε μια φλου εκδοχή του ρίγους.
Τι είναι αγάπη;
Φόρεσε σαν μάσκα αυτήν την ερώτηση και βγήκε στον κόσμο.
Απέφυγε τα αδέσποτα κομφετί, ξεσκάλωσε από τα μαλλιά τις αποπροσανατολισμένες σερπαντίνες, έκανε πως δεν σε είδε να χώνεις με τις χούφτες στην τσέπη τα φιστίκια, έκανε πως δεν άκουσε τα καλοντυμένα «πεινάω» των αθηναϊκών άρθρων, ούτε καν εντυπωσιάστηκε με την πρώτη κυριακάτικη λιακάδα. Τι είναι αγάπη… ρωτούσε στα παγκάκια, στις πορείες, στις πλατείες, στα μαγαζιά. Εσένα δεν πρόλαβε να σε ρωτήσει. Σε είδε να κρατάς σφιχτά ένα άλλο χέρι και να ψάχνεις τον δικό σου δρόμο. Προσποιήθηκε ότι ανακουφίστηκε. Το δικό του χέρι ήταν άδειο αλλά το δικό σου ίδρωνε ξανά μια νέα τρεμόσβηστη σπίθα. Κι ας ήταν ξένη. Δεν ξέρω τι είναι αγάπη αλλά σίγουρα δεν είναι κτήμα κανενός… οφείλει να βγαίνει από τη βαλίτσα και να μοιράζεται. Είπε, κι έκανε τα αδύνατα δυνατά να το πιστέψει.
Ύστερα σημείωσε με δανεικό στυλό μια χρήσιμη εικόνα: τουλάχιστον όταν γυρνάω το πρωί ψόφιος από τη δουλειά… έχει ωραία θάλασσα.
Δεν είναι αγάπη αυτό;