Μια συνομιλία με τη ζωγραφική της Έλλης Γρίβα
Το πατρικό σπίτι ξεκινά από τη γειτονιά ακόμα.
Εδώ ήταν παλιά μπακάλικο, καθαριστήριο, ψιλικατζίδικο, video club, αλάνα. Οι πρώτες μου διαβάσεις, τα ξεπορτίσματα ντυμένα με λευκά καλτσάκια, οι σόλο διαδρομές μέχρι το σχολείο. Το άγχος για τα κλάσματα, ο καινούριος δάσκαλος, τα αρνητικά μιας τσόντας πεταμένα στον κάδο. Έτσι μάθαμε τον έρωτα. Κι από τις βρισιές.
Χτυπάω θυροτηλέφωνο, εγώ είμαι, χαμογελάω στην κάμερα κι ανεβαίνω.
Το πατρικό σπίτι είναι γεμάτο με φωτογραφίες.
Ακινητοποιημένες χαμογελαστές στιγμές. Κορνίζες ξύλινες ασημένιες ηλεκτρονικές. Εικόνες ασπρόμαυρες, κουτσοδόντες, σημαιοφόρες. Άλλες που πάνε στρατό, ορκίζονται, παντρεύονται, μπουσουλάνε, διασκεδάζουν, κοιμούνται, γαυγίζουν ή μετά από καιρό πεθαίνουν. Τι ωραία που ήταν τότε, δείχνουν να φωνάζουν κι ας τραβήχτηκαν πριν λίγο. Το βράδυ κλείνουν την τηλεόραση κι ανταλλάζουν τοπία και ημερομηνίες. Καμιά φορά δικαιολογούνται για τη μόδα της εποχής ή απολογούνται για την ξεγνοιασιά της. Κατά τη διάρκεια της μέρας επιδεικνύουν το χάρτινο αρυτίδωτο παρόν τους, εκπνέοντας άγνοια ή ειρωνεία. Δεν άλλαξες καθόλου, κοροϊδεύουν.
Το πατρικό σπίτι είναι γεμάτο με γλάστρες, τάπερ κι ανησυχία. Εγκυκλοπαίδειες, επαίνους, μετάλλια, βραβεία και παιδικά βιβλία. Πόστερ με μπασκετμπολίστες και καδράκια με καρό κοριτσάκια. Βινύλια με παράσημα δραχμών κολλημένα ακόμη πάνω τους. Κασσέτες με φιλόδοξα εξώφυλλα: εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω cd. Η κουζίνα παραμένει διαστημόπλοιο. Πατάς τα μπεζ πλακάκια και περιμένεις να απογειωθείς. Χαμήλωσαν μόνο τα ντουλάπια και ξεκλειδώθηκαν οι κρυψώνες.
Στο πατρικό σπίτι έχει πάντα καλύτερο φαγητό, πιο πολλή ζέστη, μεγαλύτερη πίεση το νερό. Τα ρούχα μοσχοβολάνε και σιδερώνονται από μόνα τους, όπως μαγικά στρώνονται τα κρεβάτια, σερβίρονται τα τοστ, τα τσάγια, οι σούπες με γιαούρτι και δυόσμο.
Στο πατρικό σπίτι επιστρέφεις για να ζητήσεις, να ανακοινώσεις, να σοκάρεις, να μαλώσεις, να κλάψεις, να κρύψεις, να κλέψεις… την προδέρμ που δικαιούσαι. Κουβαλάς άπλυτα και θυμούς. Απολαμβάνεις και κατηγορείς. Υπερασπίζεσαι τη γενιά σου αποδίδοντας ευθύνες στις προηγούμενες. Και τρέχει η σάλτσα από το σαγόνι. Κι οι πετσέτες στο πατρικό σπίτι δεν σ' αφήνουν να λεκιαστείς. Προλαβαίνουν τη σταγόνα πριν το τραπεζομάντιλο. Και τσιρίζεις άσε με ρε μάνα και δεν υπάρχει αναπτήρας σε αυτό το σπίτι κι όσα θέλω καπνίζω παράτα με. Κι οι πόρτες ακόμη βροντάνε με δύναμη.
Και πάντα κάτι περισσεύει. Μια ενοχή που έμεινε ξεσκέπαστη και κρυώνει. Ένα «να προσέχεις» που σε αποχαιρετά από το μπαλκόνι. Μια χορτάτη ανακούφιση που επιτέλους φεύγεις και μια ψευδαίσθηση… ότι το πατρικό σπίτι θα' ναι πάντα εκεί να σε περιμένει να επιστρέφεις.