Είχα μπόλικη ώρα μπροστά μου. Πώς να τη σκοτώσω, αναρωτήθηκα… Άρχισα να πετάω βελάκια πάνω στο ρολόι του τοίχου. Ένα ήρθε και μου καρφώθηκε στο μυαλό: Πώς θα δαμάσω τον χρόνο;
Πρώτο βελάκι πάνω στις 10 και κάτι. Το ξυπνητήρι επιμένει. Άσε με λίγο ακόμα. Είναι συνήθως η ώρα της απόφασης, ν’ αδράξω τη μέρα ή να την κοπανήσω. 10… μυθιστόρημα του Καραγάτση που δεν πρόλαβε να τελειώσει. Ούτε κι εγώ να διαβάσω. 10 είναι κι οι εντολές… κι ο δεκάλογος του Κισλόφσκι. Θυμάμαι τις ταινίες; Τις εντολές; Τι άφησε πίσω του ξεκλείδωτο ο χρόνος ο κρυψίνους; Ου… κλέψεις ου φονεύσεις… ου γιουχάρουν τα όνειρα από το μαξιλάρι. Σήκω τεμπέλα 10.30 πήγε.
Ένα βελάκι στις 12 ακριβώς. Η Σταχτοπούτα χάνει το γοβάκι. Κολοκύθια γίνηκαν τα μάγια. 12 κι οι πίθηκοι κι οι μήνες κι ούτε ένα τηλεφώνημα. 12 και τα χρόνια μου και δεν μπορώ να κοιμηθώ τη νύχτα. Σιχαίνομαι τα ροζ, τις φούστες και τα μακριά μαλλιά. Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω φοιτήτρια, ψηλή κι αδύνατη. Αν κάνω παιδιά θα τα κάνω αλλιώς. Βιάζομαι. Να παλιώσουν τα παπούτσια μου, να φυτρώσουν ξέφτια στο παντελόνι, να ξημερώσει.
Επόμενο βελάκι βρίσκει τοίχο. Εδώ ήταν ένα κάδρο που αποκαθηλώθηκε, υπογραμμίζει ο χρόνος ο γιατρός ο τσαρλατάνος.
Ένα βελάκι στις 6 παρά. Ο χρόνος ο αλήτης κρατά στα χέρια dvd. Το βάζω στη συσκευή. Τα Χριστούγεννα του ‘05 μια φίλη ήταν στην Αμερική. Δεν θα ερχόταν για διακοπές κι όφειλα να της μεταφέρω το εορταστικό κλίμα. Για μια βδομάδα τριγυρνούσα με μια κάμερα στην πόλη και τραβούσα βιτρίνες, λεωφορεία, ευχές από γνωστούς και αγνώστους. Ευτυχισμένο το 2006, γύρνα πίσω στην Ελλάδα, της λέγαν όλοι. Να κι ένας που αδυνάτησε, πολλοί που έφυγαν, ένας που άσπρισε, ένας που πέθανε, εγώ που μεγάλωσα και δε γελάω πια τόσο πολύ, εκείνη που έκανε παιδί, το παιδί που ψήλωσε, ο σκύλος που φούντωσε, το μίνι μάρκετ που έκλεισε, τα φιλιά που χώρισαν, η φίλη που ήταν κολλητή και τώρα δεν μιλάμε.
Προσπαθώ να πετύχω το 7. 7 θαύματα, πέπλα, κατσικάκια, σοφοί, μέρες η βδομάδα, θανάσιμα αμαρτήματα, ο αγαπημένος μου αριθμός. Στις 7 έχει ήδη σκοτεινιάσει. Ετοιμάζεσαι να βγεις το βράδυ ή δεν έχεις πού να πας. Γλιστρούν τα λεπτά μέσα στη χούφτα σου, χύνονται μέσα από τα δάχτυλα οι ώρες. Άσε με να πιω μια στάλα, παρακαλάω τον χρόνο τον τσιγκούνη. Μια σταγόνα νύχτας πολύτιμης.
Το επόμενο βελάκι βρήκε ένα βιβλίο:
«…Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας…»*
Κοίταξα τα χέρια μου, τα βελάκια είχαν τελειώσει. Ο χρόνος δε δαμάζεται. Ειδικά όταν σκοτώνεται. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να συμφιλιωθώ. Με κείνον. Με μένα. Και τις φθορές ανάμεσά μας.
*από τον Μικρό Ναυτίλο του Οδ. Ελύτη