Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πλούσια κι ευτυχισμένη πολιτεία, ένα πανέμορφο παλάτι και μια βασιλοπούλα με μαύρους μεταξένιους καταρράχτες για μαλλιά, φρύδια τορνευτά και μάτια σαν ζαφείρι.
«Δε θέλω εγώ από σένα/παραμυθάκια να μου πεις/λόγια μεγάλα/και ψέματα…»
Εντάξει. Η αλήθεια είναι πως η πολιτεία περνούσε τελευταία μια κρίση. Προσωρινή όμως. Και το παλάτι, όσο να πεις, τα ‘θελε τα μερεμέτια του. Λίγα. Ξερνούσαν σοβάδες τα ταβάνια, οι τοίχοι είχαν μαυρίσει απ’ τον καπνό, τα υδραυλικά ήθελαν ξεβούλωμα, τα ηλεκτρικά να πληρώσουν τη ΔΕΗ. Ψιλά πράματα. Ψιλά ήθελε και η βασιλοπούλα. Κανά ευρώ να πάρει ψωμί, χρόνο, χώρο, στόχο, ελπίδα. Η αλήθεια είναι πως ήταν μέρες άλουστη, τα φρύδια της τσαλακωμένα, τα μάτια της τρίκυκλα. Διαδήλωναν κορνάροντας μαστουρωμένα στο άδειο πρόσωπο. Επείγον αίτημά τους; μια θέα πολύτιμη.
Τις νύχτες πάντως ονειρευόταν. Ότι ζούσε σε μια πλούσια κι ευτυχισμένη πολιτεία μ’ ένα πανέμορφο παλάτι κι η πολύτιμη θέα ήταν η ίδια, αυτή.
«…δε θέλω εγώ από σένα/παραμυθάκια να μου πεις/πράγματα τηςνύχτας/και μπερδέματα…»
Εντάξει. Ούτε παραμύθια. Ούτε την αλήθεια. Τι σκατά θέλεις θα μου πεις;
«…Εγώ από σένα θέλω/μόνο μια εκδρομή/μια αναπνοή/στο φως μια διαδρομή…»
Ξεκινήσαμε το απόγευμα. Είχε κίνηση μέχρι να βγούμε από την πόλη. Δε μιλούσαμε στο δρόμο. Μόνο σε άλλους μαλάκες οδηγούς. Θόλωναν τα τζάμια απ’ την έξω σιωπή και τη μέσα φασαρία. Πώς βρέθηκα τώρα εδώ; Γιατί δεν είμαι σπίτι μου; Κλείδωσα την πόρτα; Το παράθυρο του μπάνιου; Το θερμοσίφωνο; Πήρα οδοντόβουρτσα; Κάλτσες και βρακιά; Πρέπει να σταματήσουμε σε μια τράπεζα. Να βγάλω λεφτά ή να τη ληστέψω. Τι είχα να κάνω αύριο;
«…εγώ από σένα θέλω/μόνο τ’ όνειρο/σημερινό/κι άσε τ’ αύριο γι’ αύριο…»
Ώσπου χάθηκε το γκρίζο. Πνίγηκε στο πράσινο, στο μπλε και στο πορτοκαλί μωβ του δειλινού. Κι έτρεχαν πίσω μας τα σπίτια, οι σκέψεις, τα λεπτά. Κι άνοιξα το παράθυρο να ρουφήξω αέρα. Κοίτα. Τα βουνά καπνίζουν σύννεφα. Χορεύουν οι κορφές των δέντρων. Γαργαλάνε τις πατούσες της νύχτας κι αυτή ξεραίνεται στα γέλια. Ακούς;
«…Δε θέλω εγώ από σένα/τίποτα να’ ναι πιο βαρύ/απ’ το φτεράκι/μιας μέλισσας…»
Σαν να είμαστε μέσα στο βυθό. Κι ο ουρανός γεμάτος ψάρια. Φύκια κοράλλια κι ανεμώνες. Δε μοιάζει; Δε βουλιάζουμε. Επιπλέουμε. Κι αν θέλουμε βγαίνουμε πάλι στον αφρό…
«…δε θέλω εγώ από σένα/τίποτα να ‘ναι πιο βαρύ/απ’ τον αφρό της/ άγριας θάλασσας…»
Άνθρωποι της πόλης απέναντι στη φύση. Κι όμως. Είμαστε μέσα σε αυτοκίνητο, ίδιο με κείνο που βρίζει και γκρινιάζει και δεν βρίσκει πάρκινγκ να λουφάξει. Ακούμε μουσική απ’ το ραδιόφωνο ίδιο με κείνο που βρίζει γκρινιάζει και δεν βρίσκει τίποτε καλό να πει. Είμαστε άνθρωποι. Κι επιλέγουμε. Να πάμε, ν’ ακούσουμε, να δούμε, να θελήσουμε, ν’ αναπνεύσουμε, να φωτιστούμε.
«…Εγώ από σένα θέλω/μόνο μια εκδρομή/μια αναπνοή/στο φως μια διαδρομή…»
Ξέρεις, πολλές φορές τα τραγούδια μου θυμίζουνε τι νιώθω «…εγώ από σένα θέλω/λες τελικά αυτά να μου ‘μαθαν τον έρωτα ή μόνο τ’ όνειρο/ πόσο κρατάει; σημερινό/κι όταν θα γυρίσουμε; κι άσε τ’ αύριο γι’ αύριο…»