Πέντε φάκελοι οι σύντροφοι του Αυγούστου. Οι οδηγίες ήταν να ανοίγονται με προσοχή μην εξατμιστεί όλη η μαγεία. Ο πρώτος σκίστηκε σε έναν πεζόδρομο. Είχε μέσα έναν φακό και μου ζητούσε να κοιτάξω κάτω τα πλακάκια σαν να χαζεύω μια πόλη από ψηλά. Δειλά δειλά έγινα τεράστια. Μια Κουίν Κόνγκ που χοροπηδούσε πάνω σε ταράτσες. Μπορείς να δεις την πόλη σου σαν άλλη πόλη; Ή τον εαυτό σου πιο ψηλό;
Ο δεύτερος φάκελος ήταν ελαφρύς. Με κορόιδεψαν σκέφτηκα, τι να την κάνω μια κιμωλία; Θα πας λέει σ’ ένα μέρος με έντονη συγκινησιακή μνήμη και θα το σφραγίσεις με ένα κάλεσμα ή μιαν υπογραφή. Διάλεξα μια μνήμη πρόσφατη, ακόμη να πονάει. Ένα δέντρο που να δίνει, να μην ξεχνά, να μην προδίδει. Ήμουν κι εγώ εδώ, του ψιθύρισα με τη λευκή μου σκόνη. Σε νόμιζα κομπάρσο σκηνικό περαστικό κι όμως εσύ είσαι ρίζα λουλούδι και κλαδί. Ίσως και ίσκιος για τους επόμενους.
Φάκελος 3 με κόκκινα χαλίκια. Πήγαινε λέει κάπου που δεν πάει κόσμος και φτιαξ’ του μονοπάτι για να ‘ρθει. Δικό μου είναι αυτό το μέρος… φώναξα, γιατί να σε καλέσω; Εδώ κάθομαι χάνομαι σε ψάχνω. Γιατί αλήθεια να σε μοιραστώ με άλλους, ακόμη και με σένα; Το ‘κανα. Κρυφά να μη με δει κανείς. Έγινα μικρή κοντή και ρεβυθένια. Άλλωστε δεν ήταν ποτέ δική μου η θέα. Ας τη βρει κάποιος και ας την κάνει μουσική. Κι η μουσική ν’ αγαπηθεί από ένα ποίημα. Να τ’ ακούσεις και κάτι να σου θυμίζει. Ένα ανεξήγητο κόκκινο βαθύ ή ένα χαλικάκι.
Ο φάκελος 4 άργησε πολύ. Περίμενε υπομονετικά κατάλληλο αέρα. Η οδηγία ήταν να πάω κάπου ψηλά και να τον αφήσω να ξεράσει πούπουλα στο δρόμο. Θα το προσέξει άραγε κανείς; Ποιος τινάζει μακριά τον ύπνο ή τ’ όνειρό του. Ποιο πουλί γδύνεται τόσο ηδονικά την ελαφρότητα του; Έστρεψε το κεφάλι του και μ’ είδε ένας όροφος πιο κάτω. Μπήκα μέσα γρήγορα, μην ο γείτονας ξεχάσει το θαύμα εξ ουρανού και θυμηθεί τα χρωστούμενα κοινόχρηστα.
Ο πέμπτος ανοίχτηκε με λαχτάρα και ανακούφιση. Μια κόκκινη κορδέλα να δεθεί πλάι στη θάλασσα. Το ‘κανα κι αυτό. Χωρίς καμία συστολή, έμπειρη πια σε κόκκινες αποστολές κι ανεμίζοντα σινιάλα. Έφυγα γρήγορα. Ήμουνα σίγουρη πως το νέο που μου έταξαν, ακόμη και μούσκεμα θα ’ρθει. Με την πρώτη σταγόνα της βροχής. Εκεί που θάβονται ακρογιαλιές πλάνες δειλινά, εκεί που ανθίζει φύλλο μαραμένο.
Αποχαιρέτησα του φίλους μου φακέλους. Τους ξεπροβόδισα στην ανακύκλωση με την ευχή να γίνουνε χαρτί, πάνω τους να γραφτεί… ό,τι πιο φωτεινό- όπως λέγεται άλλωστε και το ξωτικό που μου χάρισε αυτήν την περιπέτεια. Είδα πράγματι μιαν άλλη πόλη; Μπορεί και όχι. Με είδε όμως σίγουρα αυτή και ίσως να μ’ αγάπησε λίγο παραπάνω.
*Οι 5 φάκελοι είναι δημιούργημα των LudiCity Collective (Sarah Burrell, Andrew Simpson, Jon Coddington, Robin Kerr) από τη Νέα Ζηλανδία και λειτουργεί ως διαδραστικό συστατικό της performance τους «Hidden City Maps». Στα χέρια μου ήρθαν από τη Νέα Ζηλανδία μέσω Πράγας, Ναυπλίου, Αθήνας. Μια απόδειξη πως όσο μακριά κι αν ζούμε, όλοι ψάχνουμε τρόπους να ζούμε καλύτερα. Η διαφορά είναι πως κάποιοι καταφέρνουν να κάνουν την επιθυμία ΔΡΑΣΗ. Κι αν είναι το μήνυμα ισχυρό… μεταδίδεται.