Άκου! Ένα πιάνο σκαρφαλώνει τους ορόφους. Κλείνει απότομα τη βρύση, αφήνει άπλυτη τη γκρίνια στο ποτήρι. Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός που διακόπτει την ακαταστασία μου, ξέρω όμως πως μένει στον τρίτο, έχει ένα λευκό πιάνο με ουρά και κακή ηχομόνωση.
Δες! Οι πιο ωραίοι πίνακες σχηματίζονται το σούρουπο στον ουρανό. Πράσινα σμαραγδιά, σαπφείρινα μαβιά, του καδμίου κίτρινα και πορτοκαλιά, κόκκινα του επείγοντος του άμεσου του τώρα.
Μύρισε! Αδηφάγες εικαστικές εγκαταστάσεις σκουπιδιών κατασπαράζουν κάδους αυτοκίνητα εισόδους πεζοδρόμια βλέμματα και βόλτες.
Πιάσε! Με! Κρυώνω.
Φάε! Σκατά! Εδώ, εκεί, παραπέρα, γύρω, μέσα, κάτω απ’ το παπούτσι, πάνω στην μπουγάδα, στο γυαλί, στο χαρτί, μισό κιλό να τ’ αφήσω;
«Πάντα το θέατρο σήκωνε ψηλά έναν καθρέφτη για να κοιτάζεται η φύση». (Άμλετ- Σαίξπηρ, μετ. Γ. Χειμωνάς)
Μέσα στο θέατρο των καθημερινών εξελίξεων ψάχνω κι εγώ για έναν καθρέφτη, μια λιμνούλα απ’ τη βροχή, μια βιτρίνα χωρίς εκπτώσεις, μια γυάλινη επιφάνεια που κανένα μαγικό ή καθαριστικό δεν θα την κάνει αόρατη και ψεύτρα. Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη, η τέχνη ή η ζωή;
Από ποια ταινία δραπέτευσε ο τσιγγάνος που εκλιπαρεί γι’ αγάπη στην Ίωνος Δραγούμη, αυτός που τραγουδάει κουλούρια στην Ολύμπου, ο παλιατζής ή το σκυλί που του απαντάει; Ο όρθιος νέος πάνω από ένα τραπεζάκι στην Άθωνος, οι άριές του που φτάνουν μέχρι την Ερμού, η παρέα που ενοχλείται πληρώνει μα γελάει; Από ποιο διάσημο πίνακα δραπέτευσε η γυναίκα με το λουλουδάτο φόρεμα; Τα παγωμένα χρυσάνθεμα στα χέρια της; Τα νεράντζια στο δρόμο; Η γάτα; Ο άστεγος της πλατείας που αν σε λίγο δεν κουνηθεί θα πάρω την αστυνομία το υπόσχομαι;
Δυο χορευτές σε μια σκηνή, σχεδόν γυμνοί, ψάχνουν για φωλιές ο ένας μες στο σώμα του άλλου. Εξερευνούν το διπλανό τους σύμπαν με ένα δάχτυλο, έναν μυ, μια φλέβα και αναπνοή. Ίδιοι κι απαράλλαχτοι με έναν παππού που γλύφει ντροπής πράγματα κι αλήθειας στο αυτί της γιαγιάς στη διάβαση. Ήταν κι εκείνο το σαξόφωνο, που δεν το ξέρω και ήρθε να με βρει στον ομφαλό να με γνωρίσει.
Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο όμορφη, η φαντασία μου ή η πόλη;
Μια κοπέλα σηκώνεται όρθια στο παγκάκι κι απειλεί θα αυτοκτονήσει αν δεν πάει κάποιος για έναν καφέ μαζί της. Την πίστεψα. Ίσως και να ήταν θέατρο. Ένα ψέμα ερωτευμένο με την αλήθεια. Ίδιο κι απαράλλαχτο με την ζωή. Πυκνό σαν ποίημα. Εύγλωττο σαν φωτογραφία. Σημαντικό σαν… αντί για μια Φλύαρη Στιγμή, να σου το εκμυστηρευόταν μια Μαρία Νεφέλη:
«Φοβηθείτε
αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου˙
ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας
ολοένα μ’ απίθανες χειρονομίες δρα:
το Ασύλληπτο!» (Οδυσσέας Ελύτης)