(και η χρυσή νεολαία)
Οι Εκλογές ήρθαν, πέρασαν και (πριν ξανάρθουν) άφησαν ερωτηματικά, πολλά ερωτηματικά και περιθώριο για ποικίλες και μεγάλες αναλύσεις. Ζητήσαμε από δύο σημαντικούς αρθρογράφους να καταθέσουν αποκλειστικά για τον «Εξώστη» μία πρώτη αλληλουχία σκέψεων για το σύνθετο εκλογικό αποτέλεσμα: από τον Πάσχο Μανδραβέλη και τον Γιώργο Σιακαντάρη. Δέχτηκαν μετά χαράς, και τους ευχαριστούμε θερμά.
Το καμπανάκι από τους νέους
Πάσχος Μανδραβέλης
Αυτές οι εκλογές είχαν ανατροπές. Περισσότερες απ’ όσες με χρώματα και διαγράμματα έδειξαν τα κανάλια το βράδυ της Κυριακής. Όλοι ξέρουμε ότι ανατράπηκε ο δικομματισμός και ότι η αριστερά μετά από 55 χρόνια πήρε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η «Χρυσή Αυγή», παρά τους όρκους της μεταπολίτευσης («Ποτέ πια φασισμός»), μπήκε τροπαιούχος και μπρατσωμένη στη Βουλή. Το πολιτικό σύστημα κατακερματίστηκε. Οι σταθερές του παλαιού συστήματος, η εναλλαγή δηλαδή των δύο κομμάτων στην εξουσία, δεν υπάρχουν πια. Δεν υπάρχει καν κυβέρνηση, παρά τη βοήθεια των πενήντα εδρών που δίνει ο εκλογικός νόμος στο πρώτο κόμμα. Είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτό με εκλογικό σύστημα που φτιάχτηκε για να ενισχύει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης. Στις εκλογές του 1989-1990 ίσχυε μια μορφή απλής αναλογικής που οδήγησε σε βραχύβιες κυβερνήσεις συνεργασίας παρά το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία έφτασε σε ποσοστό 46,9%.
Υπάρχει όμως μια άλλη ανατροπή που, μέσα στη θολούρα των ημερών, κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητη. Οι νέοι διέψευσαν σε μεγάλο βαθμό τον Αμερικανό πολιτικό Γουέντελ Λιούις Γουίλκι, ο οποίος συνήθιζε να λέει ότι «κάποιος που δεν είναι κάτι σαν σοσιαλιστής πριν τα σαράντα του δεν έχει καρδιά. Κάποιος που παραμένει σοσιαλιστής μετά τα σαράντα του δεν έχει μυαλό». Στις δικές μας εκλογές, οι νέοι μέχρι 35 ετών δεν ψήφισαν ούτε με την καρδιά, αλλά ούτε με το μυαλό. Ψήφισαν με οργή. Σύμφωνα με την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων που έκανε ο κ. Γιάννης Μαυρής της Public Issue (Σκάι, 9.5.2012), το ποσοστό των νέων που ψήφισαν «Χρυσή Αυγή» είναι το δεύτερο μεγαλύτερο (14%) και πολύ κοντά στο ποσοστό εκείνων που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ (16%). Στο άλλο άκρο, δηλαδή στην ηλικία των 55 και άνω, οι «γέροντες» ψήφισαν δικομματικά (ΝΔ 31%, ΠΑΣΟΚ 23%), έδωσαν ένα υψηλό ποσοστό στον ΣΥΡΙΖΑ (13%), αλλά στράφηκαν μακριά από το νεοναζιστικό μόρφωμα της «Χρυσής Αυγής»: μόλις 3% το υπερψήφισαν.
Αυτά δεν είναι κακό μαντάτο μόνο για την αριστερά που κυριαρχούσε στο χώρο της νεολαίας όλα τα χρόνια της μισητής μεταπολίτευσης. Είναι άσχημο νέο για τον τόπο. Η μεταπολίτευση κατέρρευσε μαζί με τις καλές εκδοχές της. Οι νέοι απελευθερώθηκαν απ’ όλα τα ταμπού της. Καταδίκασαν μεν τον δικομματισμό, αλλά δεν είχαν και πρόβλημα να ψηφίσουν αντιδημοκρατικά. Φυσικά υπάρχει η οργή, αλλά δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε το έλλειμμα παιδείας. Παρά την κυριαρχία της αριστεράς στις τέχνες, τα γράμματα και τα πανεπιστήμια, οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» και η «Χρυσή Αυγή» κέρδισαν το ένα τέταρτο της νεολαίας (25%). Κι αυτό είναι κάτι που θα το βρούμε μπροστά μας καθώς οι παλιότεροι που έχουν τις μνήμες του φασισμού θα φεύγουν, ενώ αυτοί οι νέοι που ελαφρά τη καρδία ψηφίζουν «Χρυσή Αυγή» θα μετακινούνται συν τω χρόνω στα κέντρα λήψης —πολιτικών, επιχειρηματικών, κοινωνικών— αποφάσεων.
Η νέα μεταπολίτευση, όπως συνηθίζουν να λένε πολλοί, δεν ξεκινά με αριστερούς οιωνούς. Δεν ξεκινά καν με καλούς οιωνούς. Ξεκινά με μεγάλη σύγχυση, που είναι εύφορο χωράφι για ιστορικά ατυχήματα.
Ποιος τελικά νίκησε στις εκλογές;
Γιώργος Σιακαντάρης
Το ελληνικό μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα θύμιζε πυραμίδα με πολύ γερά θεμέλια και αδύνατη κορυφή. Στις εκλογές κατέρρευσε ο δικομματισμός, η κορυφή της πυραμίδας, αλλά τα «μπάζα» αυτής της κατάρρευσης σωριάστηκαν στη βάση και δυστυχώς δεν υπάρχουν συνεργεία να τα μαζέψουν, να ξηλώσουν αυτή τη βάση και να κτίσουν ένα άλλο οικοδόμημα.
Γιατί στη βάση του δικομματισμού που κατέρρευσε, βρίσκονται οι αρχές του, οι οποίες αντιθέτως κατήγαγαν περιφανή νίκη. Αυτές οι αρχές είναι ο λαϊκισμός και ο κρατισμός. Σ’ όλη την προεκλογική περίοδο ακούστηκαν πολλές μομφές και κριτικές κατά του σάπιου πολιτικού συστήματος, το οποίο άφησε τη χώρα απροστάτευτη στις «αδίστακτες ορέξεις» του παγκοσμιοποιήμενου και αδηφάγου χρηματιστηριακού καπιταλισμού, κατά αυτού του σαθρού και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος που γεννά αδικίες και παράγει Άκηδες.
Σωστά; Όχι. Γιατί έμειναν στο απυρόβλητο τα στοιχεία αυτού του πολιτικού συστήματος. Μάλλον λάθος εκφράζομαι. Δεν έμειναν απλώς στο απυρόβλητο, αλλά νίκησαν ακριβώς εκείνοι που υπόσχονταν πως η χώρα μπορεί και πρέπει να επιστρέψει στην αφετηρία που γέννησε αυτό το σύστημα. Στις εκλογές ηττήθηκαν οι δυνάμεις του δικομματικού συστήματος, αλλά κυριάρχησαν οι αξίες και οι αρχές του. Γιατί οι αξίες που θέλουν να θεωρείται κράτος πρόνοιας το κράτος που παρέχει επιδόματα και όχι αυτό —υπόδειγμα του οποίου είναι η σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία— που παρέχει υπηρεσίες είναι κοινές σ’ όλους αυτούς που υποτίθεται εκφράζουν την ελληνική Αριστερά, αλλά και τη δήθεν λαϊκή ψυχή του ΠΑΣΟΚ.
Σ’ αυτές τις εκλογές θριάμβευσαν όλοι αυτοί που δεν πιστεύουν, όπως ο Μαρξ, ότι μια χώρα χρειάζεται να στηρίζεται σ’ ένα παραγωγικό δυναμικό για να μπορεί να προχωρεί σε αναδιανομές που θα μειώνουν τις ανισότητες. Κυριάρχησαν αυτοί που πιστεύουν σ’ ένα πατερναλιστικό, ανελεύθερο και πελατειακό κράτος, το οποίο υποχρεούται να ανταμείβει τους πολίτες-πελάτες και όχι τους δημιουργικούς πολίτες. Κυριάρχησαν όσοι, με το πρόσχημα της άρνησης του Μνημονίου, αρνούνται να αλλάξουν τις παραγωγικές δομές αυτής της χώρας. Κυριάρχησαν εκείνοι που δεν θέλουν ένα διαφορετικό δημόσιο στην υπηρεσία των πολιτών, έτσι ώστε αυτοί να μην αναγκάζονται να δαπανούν τη μισή αξία της αγοραστικής τους δύναμης σε δαπάνες για την υγεία και την παιδεία, οι οποίες υποτίθεται είναι δωρεάν. Κυριάρχησαν οι εκφραστές του κόμματος των συντεχνιών που θέλουν το κράτος να παράγει φως, νερό και τηλέφωνα, για να αναπαράγουν αυτοί τους υψηλούς μισθούς και τις προνομιακές τους θέσεις, πάντα φυσικά στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος.
Από την άλλη πλευρά όμως ηττήθηκαν και εκείνοι που θεωρούν πως χρειάζεται να απολυθούν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, πως οι συλλογικές συμβάσεις αποτελούν μια υπερβολική πολυτέλεια, πως το ιδιωτικό πάσχει επειδή υπάρχει το δημόσιο και όχι επειδή υπάρχει ένα τέτοιο δημόσιο, πως μπορείς αδιαμαρτύρητα να σπρώχνεις ένα λαό σε συνεχή μείωση του εισοδήματός του, χωρίς ταυτόχρονα να κάνεις τίποτα για να ελέγξεις την αγορά και τον ψευδοανταγωνισμό. Όλοι αυτοί που θεωρούν πολυτέλεια το κράτος πρόνοιας και παροχής υπηρεσιών.
Πολλοί υποστηρίζουν πως η νεολαία ψήφισε διαφορετικά από τους γονείς της. Αν εννοούν πως ψήφισε άλλα κόμματα, αυτό είναι αλήθεια. Μόνο όμως που αυτά τα παιδιά ψήφισαν αυτό που οι γονείς τους ψήφιζαν από το ’81 μέχρι το 2009, κάτω από άλλες κομματικές σημαίες.
Οι μόνοι όμως που νίκησαν πραγματικά ήταν οι φασίστες της χρυσαυγής. Βεβαίως θα ήταν τεράστιο λάθος να πετάξουμε στον Καιάδα του φασισμού αυτό το 7% που ψήφισε χρυσή αυγή. Ελάχιστοι από τους ψηφοφόρους αυτού του κόμματος είναι φασίστες. Αλλά και το 1933 δεν ήσαν όλοι όσοι ψήφισαν τον Χίτλερ φασίστες; οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν ήσαν. Ο φασισμός όμως ήταν παρών σ’ αυτές τις εκλογές, όπως και στις δικές μας. Γιατί ο φασισμός δεν είναι μόνο πολιτικό σύστημα, αλλά πολιτικό πνεύμα, στο οποίο οδηγείται κανείς όταν στην κοινωνία κυριαρχεί ο λαϊκισμός, η οργή, η απόγνωση και η αδιαφορία του πολιτικού συστήματος για τις κοινωνικές ανισότητες.
O Πάσχος Mανδραβέλης (www.medium.gr απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου Aθηνών, έκανε media studies στο «New School for Social Research» και από το 1982 εργάζεται σε αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά. Σήμερα αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Καθημερινή». Είναι μέλος της ΕΣHΕA, του Oικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Oικονομολόγων. — Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Σόφιας και αναπληρωτής επιστημονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ. Τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα «Τα Νέα», είναι επίσης μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών «Μεταρρύθμιση» και «The Books’ Journal». Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε το βιβλίο του για την ελληνική ιδιαιτερότητα «Οι Μεγάλες Απουσίες» (εκδ. «Πόλις»).