Η μαμά μου λέει να μη βρίζω. Και πανάθεμά με δε βρίζω. Τακτικά. Μονάχα κάτι ιδρωμένα από πάχνη απογεύματα με πιάνει μια δυσωδία στο μυαλό και μια θολούρα στην κόρη του ματιού και τότε να, τα βλέπω όλα ανάποδα.
Και με πιάνει τότε μια μίρλα, αρχίζω τα ντελικάτα επίθετα κι αφήνω εμφιαλωμένα φωνήεντα να χύνονται εδώ κι εκεί. Και όποιον πάρει ο χάρος που λένε.
Γιατί δεν είναι όλες οι μέρες διανθισμένες με λιανά χρυσάνθεμα μήτε με ικμάδα καλοκαιριού. Και τότε στη γλώσσα χωρούν τα αχώρητα. Και όλα τα ασυγχώρητα μαζί.
Πώς πρέπει να 'σαι και ποιος να μην είσαι. Κάνε το ένα κι όχι το άλλο. Μοιάζουμε οι άνθρωποι με εκείνα τα σπίτια τα προκάτ, τα έτοιμα κι άμεσα παραδόσιμα. Δυο παράθυρα εδώ και μια πόρτα παραπέρα. Βάλε κολώνα δώθε και χτίσε το τζάκι εκείθε.
Μα δε 'ναι έτσι οι άνθρωποι καρδιά μου. Οι άνθρωποι κόβονται και ράβονται. Χτίζονται και γκρεμίζονται. Σε μια νύχτα άμα θες. Δεν έχουν-αλίμονο! μανδύες μαγικούς να σώζουν τα άσωστα ούτε γλιτώνουν από βόμβες «χιροσιμικές». Δεν είναι σοβατισμένοι κι άκαμπτοι. Οι άνθρωποι κλαίνε, πονούν και διαλύονται. Ζούμε μες τις λοβιτούρες και τις δήθεν κορυφώσεις. Γινόμαστε λακέδες των ολόδικών μας συναισθημάτων.( Γιατί δεν προνόησες ανόητη να σε προστατέψεις;) Μάθε πώς να ζεις. Πες όχι. Πες ναι. Βρίσε άμα λάχει –κι ας λέει η μάνα. Προστατέψου! Ακουαφόρτε αν χρειαστεί.
Εμαγιέ. Εκείνο το σκεύος, κυρίως μαγειρικό που έχει επαλειφθεί με υαλώδες επίχρισμα για προστασία από διάβρωση και υψηλές θερμοκρασίες (της καρδιάς; Του νου; Του έρωτα; ) Έπιασες τον παραλληλισμό; Α γεια σου!