Σχεδόν. Χαμηλώνουν τα φώτα. Ησυχία.
Σχεδόν. Κάποιος βήχει, κάποια πνίγει ένα γέλιο, δένονται τα πόδια κόμπο, τα χέρια επεκτείνονται, εεέι εδωωώ, σσσσσς, εκείνος την αγκαλιάζει, εκείνη κουρνιάζει, μετά διστάζει, αποφάσισε επιτέλους, η ταινία αρχίζει.
Ανάσες. Να κι ο ήχος που κάνουν τα βλέφαρα όταν ανοιγοκλείνουν. Κι ο ήχος που κάνει η αναμονή όταν προσμένει. Και τα άδεια στομάχια. Και τα νυσταγμένα στόματα. Τι είπαμε ότι θα δούμε; Θα δούμε….
Οθόνη πάντως μαύρη.
Της πάει της πόλης το φθινόπωρο. Σαν να ωριμάζει, γκριζάρουν οι κρόταφοί της, σαν να συνωμοτεί κι ο ουρανός κι η θάλασσα και το απόγευμα και τα κτίρια και οι άνθρωποι και όλα μοιάζουν τόσο γοητευτικά μελαγχολικά που δεν μπορείς παρά να νιώθεις. Τι είπαμε ότι νιώθεις; Άρρωστη.
Δεν μπορώ να καταπιώ. Καταπίνω δηλαδή. Αέρα, καπνό, σάλιο, ζεστά ματζούνια, σούπες… μέχρι κι 153 εμπιστοσύνες μέσα σ’ ένα βράδυ. Απλώς σήμερα πονάει λίγο παραπάνω. Ίσως πέφτοντας η θερμοκρασία έξω, πιάστηκε από πάνω μου για να σηκωθεί. Χαλάλι της, λέω και καμαρώνω τον υδράργυρο. Τι κρίμα να μην έχω ένα σχολείο να μην πάω. Έχω όμως μπαμπούλα να μου βουλώνει με φάρμακο το στόμα. Αν δεν το καταπιείς κι αυτό θα φωνάξω την κυρία Μέρκελ. Ποια είπαμε ότι είναι αυτή; Ο εχθρός.
Σωστά. Πάντα βολεύει η ύπαρξή του. Ο εχθρός είναι κακός παράλογος αδίστακτος και άδικος. Εξ αιτίας του υποφέρω. Χάρη σ’ αυτόν όμως αισθάνομαι. Αναγκάζομαι να θυμηθώ ότι εδώ και καιρό κάτι έχω ξεχάσει να υπερασπιστώ. Αφού απειλούμαι, από κάπου θα πρέπει να μπάζω. Κατεβάζω από το πατάρι τα σχέδια κατασκευής. Ελέγχω ξανά τους χώρους, τις πόρτες, τα παράθυρα. Υπήρχε κι ένα υπόγειο αλλά φοβάμαι να μπω εκεί μέσα μόνη. Ίσως ακόμη πιο πολύ από τον εχθρό με ξυπνάει ένας σύμμαχος. Θες να ψάξουμε μαζί; Σε σένα μιλάω. Εγώ. Εγώ ποιος είπαμε ότι είμαι; Α ναι.
«Ο άνθρωπος που συνταιριάζει λέξεις σ’ ένα δωμάτιο κάποιου σπιτιού». Όχι. Αυτός είναι ο Μπόρχες. Εγώ είμαι ένας απλός θεατής. Είχα πάει σινεμά, θυμάσαι;
Η οθόνη είναι ακόμη μαύρη. Ο διπλανός μου κλαίει σιωπηλά. Μια κοπέλα στέλνει ένα μήνυμα για να ξεμουδιάσει. Το ζευγάρι χώρισε ή έκανε κιόλας παιδιά. Ο βήχας επιμένει. Το γέλιο κόπηκε χρόνια τώρα. Μόνο ένα τραγούδι ακούγεται από μακριά:
…σαν ταινία η ζωή σου να κυλά… Και μια που δεν προσδιορίζεται το είδος της ταινίας, δεν κάνεις καλύτερα τη ζωή σου φεστιβάλ, για να ‘σαι μέσα; Απλώς, αυτή τη φορά κάνε σου και την τιμή να παρευρίσκεσαι.