Πιστεύω εις έναν άνθρωπον θεόν, πατέρα μάνα εργάτην εραστήν, μοιροκράτορα ποιητήν, ουρανού γης κι ανοιχτού ορίζοντα, ορατών τε πάντων και αοράτων. Και εις ένα σκαμπό που χάσκει δίπλα και θα ‘ρθεις να το γεμίσεις. Να το κάτσεις ή να το σηκωθείς. Μόνο μην του θυμώσεις και το σπάσεις. Πιστεύω πως ξέρεις να χαϊδεύεις να ερωτεύεσαι να μοιράζεσαι και ν’ αγαπάς. Να βγάζεις το σκασμό σε μια συναυλία όταν αυτό που ακούς πονάει. Ξέρεις να λες μπράβο, ευχαριστώ, μαλακία μου, αντίο, ίσως και συγγνώμη. Πιστεύω. Έχεις ακούσει τον ήχο που κάνουν τα βλέφαρα όταν ανοιγοκλείνουν. Τον ήχο που κάνουν οι παλάμες όταν γουστάρουν και επικροτούν; Εκείνον που βγαίνει όταν δεν βγαίνει; Πιστεύω στις μυρωδιές στις προθέσεις στις στιγμές στις αλήθειες στις σιωπές. Και εις ένα πνεύμα ναυάγιον, μα κύριον, ζωοποιόν, εκ της ψυχής εκπορευόμενον, λαλήσαν δια των κραυγών, των δακρύων και των οργασμών. Πιστεύω. Στις συναντήσεις ταινιών, θεατρικών ομάδων, ποτηριών. Σε πιστεύω όταν μου λες να δέσω το ποδήλατο πάνω στο δικό σου, όταν δεν τσιγκουνεύεσαι τσιγάρα τσίχλες εισιτήρια σοκολάτα σπίρτα σκέψεις χρόνο μουσική. Και πιστεύω. Εις μιαν πόλιν δημιουργικήν, ζωντανήν κι ανθρώπινην, μες τα λάθη τα στραβά τα κακώς ποιηθέντα, ου γεννηθέντα μα… αλλάζοντα, αν θέλεις. Ομολογώ τις αδυναμίες μου, τις γκρίνιες μου, το εγώ. Και προσδοκώ. Να γίνει πιο συλλογικό.
Παράλογο;