(Margin Call)
Δράμα, 2011, ΗΠΑ, 106 λεπτά
Σκηνοθεσία:Τζέι Σι Τσάντορ
Παίζουν: Κέβιν Σπέισι, Τζέρεμι Άιρονς, Πολ Μπέτανι, Ντέμι Μουρ
Μέσα από τον μικρόκοσμο μιας πολυεθνικής επιχείρησης ένα 24ωρο πριν το κραχ του 2008, ο Τζέι Σ. Τσάντορ αφηγείται το χρονικό της κατάρρευσης ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος (κι ενός κοινωνικοοικονομικού ιδεολογικού ρεύματος) που σε επίπεδο συναλλαγών στηρίχθηκε ως επί το πλείστον στη διακίνηση ενσωματωμένων σε τίτλο μελλοντικών απαιτήσεων και διαστρέβλωσε την έννοια της ελεύθερης αγοράς. Δίχως να αναλύει λεπτομερώς το αντικείμενο της εργασίας των ηρώων του (στα αφηγηματικά πρότυπα ενός Moneyball, για παράδειγμα) ο Τσάντορ στρέφει το ενδιαφέρον του αποκλειστικά στους τελευταίους, καταγράφοντας τις επιπτώσεις των ανθρωποφαγικών δοξασιών της περιβόητης σχολής του Σικάγο σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο.
Στο ωχρό περιβάλλον της επιχείρησης κυκλοφορούν άνθρωποι που έχουν ξεχάσει πως να αισθάνονται, άνθρωποι που μπρος στην προσωπική καταξίωση, δε διστάζουν να τραυματίσουν θανάσιμα την κοινωνική ειρήνη. Αυτή την απουσία συναισθήματος, αυτή την έλλειψη κοινωνικής συνείδησης ο Τσάντορ αποτυπώνει μέσω μιας κλινικής, αποστειρωμένης κινηματογράφησης. Με ασφυκτικά κοντινά πλάνα δημιουργεί μια ατμόσφαιρα απομόνωσης, ένα σύμπαν όπου ακόμα και η ανάσα είναι πολυτέλεια.
Καθώς νιώθουν το τέλος να πλησιάζει, οι ήρωες του Margin Call συνειδητοποιούν καθυστερημένα την ηθική τους κατάπτωση. Και καθένας αντιδρά διαφορετικά. Ο μεφιστοφελικός Τζον Ταλντ του Τζέρεμι Άιρονς (ένας χαρακτήρας που κάνει τον Γκόρντον Γκέκο του Wall Street να θυμίζει τον Γκάντι) φροντίζει να αποκομίσει το μέγιστο δυνατό όφελος σε βάρος της βιωσιμότητας όχι μόνο της επιχείρησης του, αλλά και της οικονομίας εν γένει. Ο απολυμένος Έρικ Ντέιλ του Στάνλεϊ Τούτσι ανατρέχει στο εργατικό του παρελθόν, πασχίζοντας να βρει μια πράξη για την οποία αισθάνεται περήφανος. Και ο τραγικός Σαμ Ρότζερς του Κέβιν Σπέισι σκάβει λάκκο, για να κηδέψει τη ζωή που κάποτε εγκατέλειψε. Και μαζί της να θάψει μια φιλοσοφία, που μπέρδεψε την ελευθερία με την ασυδοσία.