Σκηνοθεσία: George Miller
Ηθοποιοί:
Tom Hardy, Charlize Theron, Nicholas Hoult Hugh Keays-Byrne
Ο Ολοκαίνουριος Mad Max σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το άδοξο τέλος της τριλογίας του (το χειρότερο εκ των τριών Beyond Thunderdome κυκλοφόρησε το μακρινό 1985) έχει τον ήχο δύο σκουριασμένων μετάλλων που τρίβονται μεταξύ τους. Αντηχεί σαν τους χτύπους μιας καρδίας που τροφοδοτεί με αίμα όχι μόνo το σώμα στο οποίο ανήκει, αλλά και αυτό ενός άλλου. Μυρίζει και γεύεται άμμο, σκόνη και στάχτη. Ατενίζει εικόνες απόλυτης, αλλά και υπέροχης καταστροφής. Μοιάζει να ζει σε ένα τρελάδικο στο οποίο ακούγονται μόνο αλήθειες, καθώς ισοπεδωμένοι άνθρωποι, χαμένοι στη μαζικότητα της παράνοιας, αναζητούν την χαμένη τους αξιοπρέπεια. Άνθρωποι που τώρα πια, χωρισμένοι είτε σε σκλάβους είτε σε παιδιά του πολέμου, λατρεύουν σαν νέο παντοδύναμο Θεό τον κινητήρα, λούζονται με μητρικό γάλα και επιθυμούν να γιορτάσουν στο τραπέζι των ηρώων, περιμένοντας με αγωνία να περάσουν τις πύλες της Βαλχάλα. Παράδοξα προσγειωμένο στις ρίζες της κινηματογράφησής του, εμπνευσμένο από τα γαλάζια μάτια σε ωχρό φόντο του Γκίμπσον, η ταινία του Τζόρτζ Μίλερ με ήρωα τον Αυστραλό πολεμιστή του δρόμου, έρχεται βίαια και σου ανατινάζει το μυαλό.
Ο σκηνοθέτης των τριών προηγούμενων ταινιών, κατασκευάζει και εδώ, ίσως με περισσότερη μαεστρία από ποτέ, ένα πλαίσιο απόγνωσης και υπέροχου παραλογισμού. Ένα post-apocalyptic σκηνικό με απολυτό σεβασμό στο καλούπι που το γέννησε. Οι κάμερες βρίσκονται κυριολεκτικά παντού, καταγράφοντας όλες τις πιθανές οπτικές γωνίες αυτού που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ως την ολοκληρωτική κόλαση. Φρεσκαρισμένο, θαρρείς από πινάκα του Ιερώνυμου Μπος, το φιλμ μοιάζει να αναδεύει την αίσθηση ενός τεχνίτη του είδους που, γνωρίζοντας πολύ καλά την ενστικτώδη διαίσθηση ενός τέτοιου εγχειρήματος, στέκεται με ανάλογο τρόπο μπροστά στην κινηματογράφηση (τα ειδικά εφέ είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους πραγματικά, με ελάχιστη χρήση ψηφιοποίησης από κομπιούτερ) του δυστοπικού εφιάλτη. Τα εξαιρετικά ρακόρ μετατρέπουν τους χτύπους στα άδεια ντεπόζιτα των αυτοκινήτων-τεράτων σε ήχους ταμπούρλων, καθώς η μικρή ομάδα από τους πιο ετερόκλητους χαρακτήρες (και έναν από τους μεγαλύτερους αντιήρωες του μοντέρνου sci-fi) προσπαθεί να ξεφύγει από τη μανία της τυραννίας, από την πυρωμένη σφραγίδα του δυνάστη, πάνω στη σάρκα αυτών που είναι μοιραία αναγκασμένοι να ζουν ως κομμάτι ιδιοκτησίας.
Όλα μοιάζουν να έχουν νόημα μέσα σε αυτο το καταδιωκτικό, (όχι και τόσο) φαντασιακό παραλήρημα, αποτελώντας αβίαστα επιτυχημένα ιδιώματα μιας ολοκληρωμένης ταινίας δράσης. Επιλογές και συνέπειες, αιτίες και αποτελέσματα, βρίσκουν κοινό τόπο, καθώς η αδυσώπητη και ασταμάτητη ευθύγραμμη εξέλιξη – με ίσως μοναδική στιγμή ηρεμίας, την εναρκτήρια σεκάνς- χαρίζει περίτεχνα στοιχεία γουέστερν και σουρεαλιστικού ταξιδιού αναζήτησης της λύτρωσης. Μέσα σε αυτόν τον ξέφρενο κόσμο, που δεν προσφέρει έδαφος για εμπιστοσύνη, ποσό μάλλον για αγάπη, δυο δυνητικά αδελφές ψυχές έρχονται αντιμέτωπες με τη μοίρα. Γλιστρώντας στην άβυσσο της τρέλας ο Τομ Χάρντι ερμηνεύει όπως θα έπρεπε, έναν χαρακτήρα βγαλμένο από μια άνομη πραγματικότητα, που όμως αντιλαμβάνεσαι ότι πενθεί διαρκώς. Χωρίς καμιά περιττή γκριμάτσα -άλλωστε σε μεγάλο τμήμα του φιλμ είναι δεσμευμένος από ένα αποτρόπαιο φίμωτρο, θυμίζοντας τον τρομακτικό του Bane- παρουσιάζεται όσο απαθής θα έπρεπε να είναι, γι αυτό και ένα μικρό του χαμόγελο ή ένα παιδιάστικο σήκωμα του αντίχειρα, μένουν τόσο βαθιά χαραγμένα. Χωρίς όμως δεύτερη σκέψη, την παράσταση κλέβει η επιβλητική Σαρλίζ Θερόν, υποδυόμενη το μεταπεισμένο πρωτοπαλίκαρο του παραμορφωμένου πολέμαρχου Imortan Joe (Χιού Κιζ-Μπερν, ο οποίος επιστρέφει ως βετεράνος της σειράς, καθώς πρωταγωνιστούσε και στην πρώτη ταινία του 1978). Ερμηνεύοντας με έναν θαυμάσιο, ωμό ρομαντισμό την Imperator Furiosa, ξεδιπλώνει ένα μοναδικό συναισθηματικό μεγαλείο δύναμης, βίας και απερίφραστης μελαγχολίας, όμοιο με τα μεγαλειώδη τοπία της Ναμίμπια, όπου και το φιλμ γυρίστηκε. Αντιμετωπίζοντας κάθε εξωγενή θόρυβο και εκκωφαντικό ήχο με αμίλητη θλίψη, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει ηρωίδα βωβού κινηματογράφου, κατορθώνοντας να αποδεσμεύσει τη συγκίνηση από οποιαδήποτε περιττή επεξηγηματικότητα. Εξάλλου, η συσχέτιση των δυο πρωταγωνιστών, αποτελεί το μεγάλο κερδισμένο στοίχημα του ίδιου του φιλμ. Αυτές οι μικρές στροφές και παρεκκλίσεις προσδοκίας και ονείρου, αυτός ο υπερρεαλισμός του ρομαντισμού, κατορθώνει να αγγίξει, να σηκωθεί και να συγκρουστεί με την αποσύνθεση και τη χυδαιότητα. Γι αυτόν τον λόγο μια πληγή, ένα βλέμμα ή ένα όνομα σημαίνουν τόσα πολλά σ' αυτόν τον κόσμο.
Ορθώνοντας το ανάστημα του με αφοπλιστική απλότητα μπροστά στις φανταχτερές μπαροκ-ψηφιακές δημιουργίες του είδους, γεμάτο πολλαπλούς συμβολισμούς και αναφορές, η ταινία του Μίλερ εξελίσσεται σε ένα φαντασμαγορικό και ξέφρενο υπερθέαμα, κατασκευασμένο από τα βασικά, αλλά πιο ουσιαστικά χαρακτηριστικά στοιχεία ενός ιδιόρρυθμου έργου τέχνης. Ένα φιλμ γεμάτο αναρχικό λυρισμό, θεμελιωμένο πάνω σε έναν ακραίο και παράλογο σύμπαν.
Εκεί που φαντάζει απόλυτα ταιριαστός και φυσιολογικός ένας δεμένος με αλυσίδες κιθαρίστας ο οποίος παιζει ακατάπαυστα συνοδεύοντας μια καταδίωξη.
Σε έναν κόσμο που οι σφαίρες, η βενζίνη και το νερό, σπαταλώνται επιπόλαια παρότι θεωρούνται είδη προς εξαφάνιση. Πάνω απ' όλα όμως πρόκειται για ένα φιλμ βαθιά διεγερτικό και αντιδραστικό, το οποίο φέρνει ξανά στο προσκήνιο έναν ήρωα που δεν έχει ανάγκη την παντοδυναμία και την απολυτότητα. Που δεν οχυρώνεται πίσω από την συμβατική έννοια της υπερδύναμης. Μιλά για την αντίδραση απέναντι στη φτηνή, στην μισή ζωή. Μιλά για την επανάσταση ως μια ταπεινή, πολλές φορές κονιορτοποιημένη, αλλά ακατάβλητη πηγή της μόνιμης υπαρξιακής μας ανησυχίας.