Βάζω δυο δάχτυλα ουίσκι, τη «Γελαστή Ανηφόρα» του Γιάννη
Αγγελάκα και αρχίζω το φοβικό μου συλλογισμό. Δύο το πρωί.
Η Χρυσή Αυγή έφτασε να ψηφιστεί από μισό εκατομύριο κόσμο,
επειδή προστάτεψε αυτούς που ΦΟΒΟΝΤΟΥΣΑΝ. Έλα όμως που μετά τη δολοφονία του
Παύλου Φύσσα, άρχισε να ΦΟΒΙΖΕΙ η ραγδαία της άνοδος. Έπρεπε λοιπόν να
καρατομηθεί, γιατί ο ΦΟΒΟΣ κατάλυσης του πολιτεύματος ήταν εμφανής. Αυτή η
καρατόμηση όμως ήταν που ΦΟΒΙΣΕ το Σύριζα, ότι οι ίδιες πολιτικές θα
εφαρμοστούν και σε αυτούς. ΦΟΒΟΙ εκφράστηκαν πάλι και από την επίσκεψη του
πρωθυπουργού στο Ισραήλ, καθώς φήμες
λένε ότι οι Ισραηλινοί ΦΟΒΗΘΗΚΑΝ την άνοδο του ναζισμού στην Ελλάδα. Και όλα
αυτά κάτω από το ΦΟΒΟ για νέα μέτρα. Το ΦΟΒΟ για το χειμώνα που έρχεται. Το
ΦΟΒΟ για το μπαμπούλα της ανεργίας. Το ΦΟΒΟ της συνολικής καθίζησης, σαν
περίπτερο πάνω από έργο του Μετρό.
Βρωμάει ο φόβος αδελφέ μου. Ζέχνει στις γειτονιές, κάτω από
το άρβυλο του φασίστα και το βλέμμα, γιομάτο μίσος, του νοικοκύρη που θέλει τα
πράγματα να γίνουν όπως ήταν. Βρωμάω και γω φόβο που η ζωή τίποτα δε μου
στέρησε στην τελική. Αλλά λέω από σήμερα να πάψω να φοβάμαι. Έτσι σα να κόβω το
τσιγάρο. Και ο φόβος εξάλλου στα πνευμόνια μας κρύβεται. Στα πιο βαθιά «αχ»
και στην αναπνοή που κόβεται σαν αλλάξει
ο χρόνος και ο καιρός.
Εσύ τι φοβάσαι αλήθεια;