Σήμερα πέρασα όλο το
πρωί στο προξενείο της Ρωσίας για να
βγάλω βίζα για ένα επικείμενο ταξίδι
μου εκεί. Θα έχασα κάνα τρίωρο «στο νερό
εκεί περιμένοντας να εξυπηρετηθώ.
Παρέα στην αναμονή μου
έκανε μια νεαρή Ρωσίδα με τον μπόμπιρα
της, ο οποίος δεν έβαζε κώλο κάτω. Έσπρωχνε
το καρότσι του, έτρεχε και χτυπούσε με
φόρα τον τοίχο, έρχονταν κατά πάνω μου
και έφευγε πίσω. Μόνο στην αγκαλιά της
μαμάς του ηρεμούσε.
Όλο το διάστημα τον
παρατηρούσα.
Η παρουσία του και η
ήρεμη χαμογελαστή παρουσία της μητέρας
του με έκαναν να ξεχαστώ. Για λίγο έλειψε
το άγχος, τα προβλήματα και οι συνεχείς
σκέψεις. Έμεινε αυτή να τον έχει αγκαλιά
σιγοτραγουδώντας του τον εθνικό ύμνο.
Τον εθνικό ύμνο.
Τι παράδοξο…Οταν δεν
τον ακούς σαν αγριογκαρίδα από ημιαμόρφωτα
ξυρισμένα αγόρια αλλά από μια αλλοδαπή
μητέρα, που τον ψιθυρίζει στο μωρό της,
πόσο διαφορετικός ακούγεται.
Δεν της μίλησα ποτέ,
αλλά η παρουσία της με ηρέμισε. Ήμουν
καλύτερος. Πιο χαμογελαστός. Στο γυρισμό
για το σπίτι παρατηρούσα τις στολισμένες
βιτρίνες και όχι τα κλειστά μαγαζιά. Ο
νους μου ήταν στο βραδινό στόλισμα του
δέντρου και όχι στις υποχρεώσεις τις
επόμενης ημέρας.
Ο Ντίνος ο Σαδίκης μου
είπε κάποτε, ότι αυτή η πόλη έχει να
περιμένει πολλά από τους μετανάστες
της. Σήμερα πήρα χαμπάρι γιατί. Γιατί
από μικρούς μας έμαθαν να πεταγόμαστε
όρθιοι και να στεκόμαστε κάγκελο στην
«όψη του σπαθιού την τρομερή». Σήμερα
για αυτό το μικρό αγόρι η όψη αυτή ήταν
λιγότερο τρομερή. Δεν έκοβε κεφάλια και
χέρια. Τον νανούριζε και του έφερνε
όμορφα όνειρα. Πόσο τυχερός. Και πόσο
άτυχος συνάμα, όταν πρωτοσυναντήσει
όλους αυτούς που τον έκαναν soundtrack
για τα εγκλήματα τους.