Ιερολοχίτης ήταν τζιέρι
μου. Ιερολοχίτης και όχι ναυτικός. Στο λέω γιατί να, όταν ήρθαμε εδώ, με
ρώτησαν οι αδελφές… Αλλά όχι, όχι ναυτικός, Ιερολοχίτης. Στα Ιεροσόλυμα το
έκαμε, τους το κάνανε για να ξεχωρίζουν – να φαίνονται ότι είναι χριστιανοί και
να ξεχωρίζουν από τους άραβες.
Πολέμησε στο Ελ-
Αλαμέιν, πολέμησε πολύ – πολέμησε σε λέω, πήρε και παράσημο και με το που
γύρισε περήφανος το φόραγε στις βόλτες στον 'Ισιο Δρόμο του Πέρα(1) – ξέρεις
εσύ που… Ντυνόμασταν λες και πηγαίναμε σε επίσκεψη και ανηφορίζαμε την απότομη
οδό Καζαντζί για να επισκεφτούμε το Πέρα. Τρώγαμε σουπαγκλέ, στα
ζαχαροπλαστείο Σαράι και αλά μπρατσέτο σουλατσάραμε πάνω κάτω. Σήκωνε και τα
μανίκια του να φαίνεται το σήμα: Ιερολοχίτης ήτανε. Όμορφα ήτανε, και το αεράκι
από τον Βόσπορο, τα απογεύματα έπαιρνε το ιδρώτα του υγρού μεσημεριού
στέλνοντας μυρωδιές από τα φρέσκα τα μύδια που ψήνονταν περιμένοντας τις παρέες
και οικογένειες να τα ρουφήξουν λαίμαργα με το λεμόνι το χοντρόπετσο…
Άλλα όταν έπαιρνε το βαρκάκι
να περάσει απέναντι – την βάρκα την προτιμούσαν
δεν την εθέλανε την γέφυρα, κούραζε. Το βαρκάκι το θέλανε γιατί είχε και
την δροσιά και την θέα… τα βλέπανε όλα διαφορετικά – με καταλαβαίνεις εσύ μπρε
φωτογράφος πράμα, εσείς όλα τα βλέπεται και όλα μας τα δείχνετε με τον τρόπο
σας… άιντε τώρα, πάλι ξεχάστηκα..τι έλεγα? Α ναι για την 'άλλη μεριά', την
Τούρκικη. Όταν λοιπόν περνούσε την 'άλλη μεριά' και έβλεπε τον Τούρκο… το
έκρυβε, το έκρυβε/ να έβανε το αριστερό του το χέρι πάνω σαν να δίπλωνε τα
χέρια μπρος στην κοιλιά του, αρχοντικά και αδιάφορα. Και περπατούσε, περπατούσε
αλλά φοβότανε και μόνον τότε σκέφτονταν ότι το τατουάζ είναι για πάντα, και για
εκεί και για εδώ και ο χρόνος μπλέκεται και κάπου είναι ωραίος και κάπου
κουβαλάει και τον φόβο μαζί του.
Ο φόβος… αχ ο φόβος
γιόκα μου… Το 64 με το Κυπριακό φύγαμε – δεν με αρέσει να το λέω αλλά φύγαμε.
Και η λεωφόρος δεν ήταν πλέον δροσερή το απόγευμα, και δεν υπήρχε και ιδρώτας να
τον πάρει ο Βόσπορος. Ούτε και μυρωδιές μυδιών κουβαλούσε μαζί του. Και η
λεωφόρος δεν ήταν ο Ίσιος Δρόμος του Πέρα, η Πατησίων ήτανε και εδώ μας λέγανε
'οι τουρκόσποροι'. Εδώ 'οι τουρκόσποροι' και εκεί 'γκιαούρ'… πουθενά δεν
βρίσκαμε ησυχία, πουθενά δεν μας αφήνανε να είμαστε αυτό που είμαστε.. και
πολέμησε – πολέμησε σε λέω. Ιερολοχίτης ήτανε, όχι ναυτικός, στα Ιεροσόλυμα το
έκαμε, για να ξεχωρίζει… και εδώ, εδώ μπρε που γι αυτό πολέμησε στην βόρεια την
Αφρική… εδώ μας ξεχώριζαν – 'οι Τούρκοι' μας ελέγανε – αυτά σε λέω γιόκα μου
ζήσαμε…
Να, ενενήντα δύο
έφτασε, έζησε – έζησε καλά και πλούσια, με εικόνες – ξέρεις τζιέρι μου εσύ
φωτογράφος είσαι γνωρίζεις από εικόνες – τις πλάκες σου να τις φροντίζεις γιόκα
μου αυτές δεν λένε ψέματα, μόνον γράφουνε και την κρατάνε την αλήθεια, δεν
ξεχωρίζουν τον κόσμο κατά πως βολεύει. Σε λέω να τις προσέχεις τις πλάκες σου
και να τις αγαπάς, αυτές σε αγαπάνε. Όλα τα παιδιά αγαπάνε τους γονιούς τους…
ίσως γιαυτό ο Θεός θέλησε να μην έχεις τα παιδιά που λες, γιατί είδε ότι έχεις
πολλά να φροντίσεις και να φωτίσεις…
Αυτά σε λέω και όταν
ξαναπάς στο Πέρα, εκεί πίσω από το Γαλλικό προξενείο μέναμε – το 64 με το
κυπριακό φύγαμε. Και τα μύδια δεν τα μύρισα όπως τότε… ποτές μου δεν τα μύρισα
– ακόμη και όταν γύρισα… τουρίστας. Τουρίστας στον ίδιο μου τον τόπο. Οι
τουρίστες δεν μυρίζουν, βιάζονται ξέροντας πότε θα γυρίσουν στα μέρη τους – δεν
αφήνουν και δεν αφήνονται. Να, ενενήντα
δύο έφτασε, έζησε – έζησε καλά και πλούσια, να φύγει δε λέω, αλλά να μην
βασανιστεί άλλο δεν θέλω. Γιατί βασανίστηκαμε και πιο πολύ γιατί παντού μας
'ξεχώριζαν'. Αυτά σε λέω εγώ, εσύ τις πλάκες σου – τα παιδιά σου. Γιατί τα
παιδιά τα καταλαβαίνουν όλα, αυτά σε λέω εγώ τζιέρι μου. . .
______________
(1) 'Ίσιος Δρόμος'
είναι η 'Μεγάλη Οδός' του Πέραν, η σημερινή Ιστικάλ
Καντεσί (İstiklâl Caddesi).