Υπάρχει ένα όριο.
Το όριο της πόλης που βρίσκομαι καθορίζεται παραχρήμα
από τις φωνές της εξαγριωμένης Κινέζας στη δύσμοιρη σερβιτόρα για άγνωστο λόγο.
Βλέπετε, για να γράψω αυτό το κείμενο, έφτασα ένα όριο που δεν περίμενα, να ψάχνω
πρόσβαση στο ίντερνετ περπατώντας ώρα σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας, ανάμεσα
σε ξενοδοχεία χιλιοστής κατηγορίας με σεντόνια χρησιμοποιημένα, τουαλέτα κοινή,
στράγγισμα του βρεγμένου δέρματος ελλείψει πετσέτας, ζωή σε τέσσερα
τετραγωνικά. Και βέβαια, ήρθα Ταντζίν με την μαγνητική υπερταχεία από Σαγκάη, η
χλιδή όμως τελείωσε μόλις βγήκα από το ταξί για να εγκατασταθώ προσωρινά για
πενθήμερη εργασία. Ενώ κανονικά θα έπρεπε να αναζητώ το όριο της ευτυχίας. Αλλά
στη μετανάστευση, όταν ζεις την ανάγκη, βάζεις το προσκεφάλι στην ποδιά του
αφεντικού και κάνεις τζίρο για να σου δώσει ψίχουλα. Αυτό, ο εξευτελισμός μου
έχει γίνει η καθημερινή μαζοχιστική μου σταθερά.
Η ευτυχία είναι ένα πρωινό ξύπνημα με τη δυνατότητα
ψησίματος καφέ. Κάπου εκεί τελειώνει η αυταπάτη. Δεν γκρινιάζω, έμαθα να
κουβαλάω μαζί μου παντού ένα ατομικό ηλεκτρικό μάτι 9 εκατοστών βάσης, μια
μηχανή μόκα και δέκα κουταλιές καφέ εσπρέσο για να αγαπήσω την κούπα και να
ζήσω μια ημέρα ακόμα. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η μητέρα μου θα κλάψει, ο
πατέρας θα πει κάτι σχετικά με το ιδανικό της ζωής στην Ελλάδα, εγώ τώρα
τελευταία θα κλάψω δίχως πλέον να ξέρω τον λόγο. Θα πάω να φάω ένα μαρούλι
γιατί κινδυνεύω να πεθάνω από κάποια γρίπη ζώων, 14.000 χοίρων σε ποτάμι ή
20.000 πτηνών σε γενοκτονία, καταλήγοντας τεθνεώς από ανορεξία. Θα κάνω να
μιλήσω μέρες στους δικούς μου ανθρώπους, έχοντας την απορία γιατί ένα εκθεσιακό
κέντρο χιλιάδων ανθρώπων δεν διαθέτει ασύρματο δίκτυο ενώ η Κίνα θεωρείται
αναπτυσσόμενη. Προσπαθώ να επαναφέρω το αίμα από το κεφάλι στο υπόλοιπο σώμα
όταν ο φύλακας μου ζητά να περπατήσω 1 χιλιόμετρο για να μπω στο εκθεσιακό
κέντρο από την κεντρική είσοδο μετά το τρίλεπτο τσιγάρο μου στην πλαϊνή. Είναι
η στιγμή που θολώνω. Και ενώ ψάχνω για φως αντικρίζω μονάχα ένα σταθερό γκρι
από τη μόλυνση.
Με κουράζουν όλες αυτές οι λεπτομέρειες. Στον Εξώστη
θα έγραφα για χαρά και πολλά άλλαξαν. Τουλάχιστον είναι ακόμα το σπίτι μου,
έστω και για δέκα αράδες γράμματα κάθε Πέμπτη. Κανονικό σπίτι δεν έχω, δεν ξέρω
που να γυρίσω και η ψυχολογία μου είναι σκατά. Έχετε νιώσει ποτέ αυτό που είναι
σαν να σταματάει η αναπνοή? Κάποτε το πάθαινα από έρωτα, τώρα συμβαίνει τα
βράδια πριν κλείσω τα μάτια για να έρθει απλά η επόμενη ημέρα. Και να περάσω
ένα ακόμα όριο. Μαρία, η κόπωση δεν κρύβεται πια.
Λυπάμαι.