Αυτό που έχει
σημασία,
δεν είναι η
αιώνια ζωή,
είναι
η αιώνια ζωντάνια
Νίτσε
Στον πρώτο όροφο του Golden Hall ( Λεωφ. Κηφισίας 37Α, Μαρούσι, Αθήνα) και σε συνεργασία με την
γκαλερί Kapopoulos Fine Arts[1],
η Sport Artist of the Year
2002 Μίνα Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη[2] παρουσιάζει την ατομική της έκθεση (3-18
Οκτωβρίου 2014) με τίτλο Formula Rossain Golden Hall˙
η θεματική της καταξιωμένης ζωγράφου – της οποίας το έργο Ιστορία της Lamborghini-35
χρόνια (έκτασης 18 τ.μ.) κοσμεί μόνιμα την είσοδο του
εργοστασίου της εταιρείας Automobili Lamborghini από
το 1998 στην Bologna της
Ιταλίας – αυτή τη φορά σχετίζεται με τα μονοθέσια της Formula-1 και περιλαμβάνει
πίνακες μεγάλω διαστάσεων, οι οποίοι αποτυπώνουν με έναν ορισμένο τρόπο το
τρίπτυχο που δομεί τον εν λόγω κόσμο του μηχανοκίνητου αθλητισμού : κίνηση-ταχύτητα-εξέλιξη.
Συγκεκριμένα, γινόμαστε μάρτυρες μιας χρωματικής
πανδαισίας όπου το κάθε χρώμα συνεργεί σε μια οιονεί έξαρση κίνησης η οποία
φιλοδοξεί αφενός, να μετασχηματιστεί από μέσο έκφρασης σε μέσο ελευθερίας ( από
τη μεριά της ζωγράφου), αφετέρου, δημιουργεί τον πυρετό μιας ανάγκης για
ανταπόκριση (εκ μέρους του θεατή). Η πρώην μαθήτρια του Μόραλη, ενώ ακολουθεί
μια τεχνοτροπία που κομίζει απλότητα με όχημα την ευαισθησία, πάραυτα η
‘’πινελιά’’ της δείχνει ορμητικά παχιά ενόσω ‘’κατακάθεται’’ πάνω στον καμβά.
Παρατηρούμε ότι το σύνολο των έργων διαπνέεται από το στοιχείο της έντασης,
απόρροια τόσο της χρωματικής πυκνότητας που η ζωγράφος συχνά αρέσκεται να
χρησιμοποιεί, όσο και της σχεδιαστικής δυναμικής που η ίδια υιοθετεί ˙ θα ᾿λεγε
κανείς πως πρόκειται για σχεδιασμό συνειδητά ‘’αφρώδη’’. Για την ‘’ζωγράφο της
ταχύτητας’’(όπως έχει γίνει ευρύτερα γνωστή), μολονότι η τέχνη αποτελεί visformandi (δημιουργική δύναμη),
εδώ βλέπουμε να καταθέτει συνθέσεις που θέλουν να εξουσιάζουν το μάτι του
θεατή. Μόνο που, για να αποφευχθεί η όποια παρεξήγηση, καλό θα ήταν να έχουμε
κατά νου πως κάποιες φορές ‹‹ ο καλλιτέχνης… μάς κάνει να νιώσουμε ό,τι δεν
μπορούσε να μας δώσει να καταλάβουμε ››[3]
. Έτσι, αντί να οδηγούν τη σκέψη σε παραίτηση, οι εικόνες που πραγματεύεται η
Μ.Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη, την αναζωπυρώνουν αποτυπώνοντας εύστοχα κάποια
διορατική έκλαμψη του εφήμερου. Όσον αφορά τον αντίκτυπο της τελευταίας, ‹‹
αναγνωρίζουμε την αίσθηση της άκρας έντασης από τις ακαταμάχητες κινήσεις
αυτόματης αντίδρασης που προκαλεί εκ μέρους μας, ή από την αδυναμία που μας
επιβάλλει ››[4] . Πρόκειται για εικόνες που απηχούν
ακουστικά μια ασυγκράτητη προσμονή για ζωή, ταυτόχρονα, αποτελούν οπτικές
προκλήσεις αισθητικής τάξεως.
Ήδη
από τότε που επισκέφθηκε τον αγώνα GrandPrix(Γκραν
Πρι) στο Μόντε Κάρλο, είχε αρχίσει να μελετά σε βάθος τα μονοθέσια αυτοκίνητα και
το σύμπαν εν γένει της Formula-1,
εντοπίζοντας στην F1
ένα ‘’ίχνος ανεξαρτησίας’’, το οποίο με την πάροδο του χρόνου την βοήθησε να
αναπτύξει μια ιδιάζουσα ικανότητα στο να αποδίδει εικαστικά ρόδες που τρέχουν ˙
η εν λόγω ταχύτητα, θα πει σε συνέντευξή της, είναι κάτι που δεν της επιτρέπει
να λιμνάσει[5] . Γι ᾿
αυτό και απεικονίζει με έναν νευρικά ιδιόμορφο τρόπο τη ταχύτητα κατά την
εξέλιξη της κίνησης, ούτως ώστε η ίδια
να κάνει λόγο για μια τέχνη που ‘’στροβιλίζεται και στριφογυρίζει’’, μια τέχνη
η οποία ωθεί το κοινό να ‘’τρέξει’’ μαζί με τα μονοθέσια σε δίχως-αύριο αγώνες όπου το ακραίο πάθος ανταγωνίζεται με ξέφρενο ρυθμό
κάθε λογική ανένδοτα επικυριαρχική. Το ισορροπημένο μείγμα αδρεναλίνης και
έξαψης που μας παρουσιάζει η Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη φέρνει αυτομάτως στο νου μας
την εκρηκτική ταινία Rushτου
Ρον Χάουαρντ, στην οποία ο άξιος λόγου αντίπαλος αποτελεί κινητήριο μοχλό για
τη δική σου εξέλιξη, μετατρέποντας – εκλεπτυσμένα, στοχαστικά – την
αντιπαλότητα σε συναγωνισμό. Ως προς ετούτη τη ριψοκίνδυνη θέαση της ζωής, η
ζωγράφος μας είναι σα να ᾿χει βαλθεί να αναπαραστήσει εικαστικά την εμβληματική
απάντηση του αξέχαστου Άιρτον Σένα (AyrtonSennadaSilva) όταν κάποτε ρωτήθηκε για το πώς
νιώθει μέσα στον αγώνα: ‘’Νιώθεις ένα με τον θεό’’. Ο κάθε οδηγός της Formula-1, αδιαφορώντας για
μάσκες και προσποιήσεις, δεν μπαίνει απλώς στο μονοθέσιο αλλά το ‘’φορά’’,
αποκτά δηλαδή μέσω αυτού έναν διαφορετικό εαυτό εν τω γίγνεσθαι του κάθε αγώνα,
εκείνη τη στιγμή νιώθει σα να είναι ‹‹ ο ίδιος η αιώνια λαχτάρα του γίγνεσθαι
››[6]. Ως εκ τούτου, κάθε μονοθέσιο σχεδιασμένο από την Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη
δείχνει να ακυρώνει την έννοια του θανάτου μέσα στα μάτια του θεατή ˙ άλλωστε,
η ίδια έχει ακόμη πολλή νιότη μέσα της
για να μιλά για θάνατο, αυτό μαρτυρούν όλες οι προηγούμενες εκθέσεις
της, που όλως τυχαίως θα μπορούσαν να αποδώσουν από κοινού την εκρηκτική ψυχοσύνθεση της καλλιτέχνιδας μέσω
της πένας του Δημήτρη Λαμπρέλλη: ‹‹ Τα βράδια μες στο μυαλό μου / τη λεπίδα /
να κάνω / αχτίδα / προσπαθώ…/ Όχι / Δεν λυγίζω / Την ώρα μόνο υπολογίζω / που
θα εκραγώ ››[7]. Κάθε
καμβάς γίνεται τόπος κοινός από όπου ακτινοβολεί ένα είδος ευτυχίας, κατά τρόπο
πάντα σπασμωδικό ˙ η πραγματικότητα της Formula-1, μέσα από τα μάτια της ζωγράφου, γίνεται συναρπαστική
ακόμα κι όταν η ίδια η ζωή δεν φαίνεται να είναι.
Η Μίνα Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη, διαθέτοντας ένα
διδακτορικό πάνω στην ιστορία της τέχνης (από το πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας το
1986) καθώς και μια σημαντική μονογραφία με τίτλο Διάλογος με την Τέχνη (το 2002 από τις εκδόσεις Λιβάνη) επιθυμεί να ‘’ζωγραφίζει όπως αναπνέει’’, και
αντί να μεμψιμοιρεί εναντίον της τύχης, της κρίσης ή των όποιων δυσκολιών,
πορεύεται μέσα από επιλογές και απορρίψεις
κουβαλώντας ενδόμυχα τα σπέρματα του μέλλοντός της ˙ αντιλαμβανόμενη την
έμπνευση ως επιτυχία, προσανατολίζεται προς τους κόσμους που την
προσανατολίζουν ˙ δεν ζωγραφίζει με παραπομπές, δηλαδή η τεχνοτροπία της δεν
κάνει αναγωγή σε άλλους, μια και ‹‹στις φλέβες της κυλάει μηδέν αρνητικό : δίνει
αίμα σε όλους και παίρνει αίμα μόνο απ ᾿ τον εαυτό της ››[8]
.
[2]
Βλ. www.minapapatheodorou.gr
[3]
Ερρίκος Μπερξόν, Τα άμεσα δεδομένα της
συνείδησης, μτφ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σελ.33
[4]
Ό.π., σελ.61
[5]
Στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 7/9/2001
[6]
Νίτσε, Ίδε ο άνθρωπος,
μτφ.Δ.Λιαντίνης, Αθήνα 2005, σελ.68-69
[7]
Δημήτρης Λαμπρέλλης, Το αίμα των ονείρων,
εκδ. Ίκαρος, 2010, σελ.19,34
[8]
Δημήτρης Ε. Σολδάτος, Nobel λόγω ατεχνίας, εκδ. Κονιδάρη,
2008, σελ.54