Άλλη μια ταινία ενηλικίωσης, στην σύγχρονη Γαλλία, πορτρεταρισμένη στο δράμα μιας έφηβης της Marieme, μετανάστριας τρίτης γενιάς, και την προσπάθεια της να έρθει σε ρήξη με τα κοινωνικά status. Δεν τα καταφέρνει, παρατάει το σχολείο, μπλέκει με μια «συμμορία» άλλων κοριτσιών, καταλήγει στην πορνεία, παραμένει λοιπόν, στα αρχικά αδιέξοδα. Λέω άλλη μια ταινία, γιατί πλέον το ζήτημα αυτό έχει τελματώσει αφηγηματικά χωρίς να διαφαίνεται στο προσκήνιο μια τάση φρεσκάδας στο τρόπο μελέτης της πραγματικότητας και των κοινωνικών συνθηκών και ακολούθως να υπάρχει φρεσκάδα στον τρόπο αντιμετώπισης τους με φιλμικό τρόπο. Δηλαδή ως κινηματογραφική ταινία. Κάλλιστα η ιστορία αυτή, θα μπορούσε να εξιστορηθεί ακόμη και δημοσιογραφικά ή σαν απλό storytelling.
Γιατί; Γιατί το δράμα που προκύπτει στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, εμπίπτει σε μια καθαρά νατουραλιστική απεικόνιση επιδερμικών γεγονότων και συμβάντων, όπου ο κοινωνικός σχολιασμός – που είναι και τούτος συχνά αφελής (π.χ. βία τύπου bullying συνέπεια της ιεραρχικής θέσης των φύλων) – χάνει το όποιο βάρος του και δεν συνδράμει στην λειτουργική δύναμη του κινηματογράφου. Δεν συγκινεί, δεν ταυτίζει, δεν στοχάζεται, δεν προβληματίζει. Βλέπουμε δηλαδή μονταρισμένα γεγονότα, με προσπάθεια να τους δοθεί βάρος και βάθος, δίχως να τα έχουν εκ των πραγμάτων, και δίχως να είναι ικανή η σκηνοθέτης να το κάνει. Ο θεατής μένει τελικά αναρωτώμενος, προς τι η όλη προβληματική. Τα φαινόμενα απατούν και την δημιουργό και εμάς που επικοινωνούμε μέσω του έργου της, μαζί της.
Τα ζητήματα της αποξένωσης από την κοινωνία, της απογύμνωσης των νέων ανθρώπων από τους όποιους στόχους, της τοποθέτησης μιας παρέας εφήβων κοριτσιών στην «απ' έξω» της κοινωνικής ζωής, δεν έχει στην παρούσα προσπάθεια, την δυναμική της οικουμενικότητας, εμμένει στην παροδικότητα των καταστάσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι απόρροια μιας καθαρά μεταμοντέρνας φιλοσοφικής αντίληψης και άστοχου συγχρονισμού με την ζώσα ζωή. Τα γεγονότα που εξιστορούνται, μοιάζουν και είναι παροδικά, δεν γενικεύονται. Η δημιουργός ομφαλοσκοπεί σε μια «απ' εξω» ευαισθησία, αυτοβιογραφικού τύπου και προσωπικής λύτρωσης. Λύτρωσης μικροαστικού τύπου που προσπαθεί να αγγίξει τα προβλήματα που ταλανίζουν τους νέους των φτωχών ανθρώπων. Η οπτική της αστικής θαλπωρής πάνω στα βάσανα των ανθρώπων, είναι και απαρχαιωμένη φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά. Δηλαδή δια γυμνού οφθαλμού, διαφαίνεται η αποστασιοποίηση και η μη κατανόηση των βαθύτερων ζητημάτων που περικλείονται στα συμβάντα. Ενώ όλα γύρω καταρρέουν – και αυτό είναι κοινό μυστικό – η ταινία κρατάει αυτό το γεγονός επτασφράγιστο και βλέπουμε μια μίνι παραβατική «επανάσταση» αδιέξοδων προθέσεων με στόχο την νεανική κοινωνική καταξίωση. Πολλοί νεολογισμοί της σύγχρονης ανώδυνης ανθρώπινης αντίληψης για τον κόσμο, που βλέπει την ζωή μόνο στις συνέπειες και αποφεύγει συνειδητά να βρει τις αιτίες, επανέρχονται και κατοχυρώνονται στο φιλμ.
Το σινεμά – όπως όλες οι μορφές τέχνης – είναι μια έρευνα ύφους και περιεχομένου πάνω στο ειδικό βάρος που έχει η κάθε έκφραση και έκφανση της ζωής, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο και ανάστροφα. Στόχος του δεν ήταν ποτέ η εύπεπτη κριτική, ή η λογική της εύκολης συγκίνησης, ή η χυδαία αντίληψη περί καμιάς συγκίνησης. Στο Girlhood, η δημιουργός, εκθειάζει, καμαρώνει, προμοτάρει, με ύφος σχεδόν του συμπάσχοντα (γι' αυτό και ο άκρατος νατουραλισμός), σε ζωές ανθρώπων που η ίδια όμως δεν συμπάσχει, όχι μόνο ως τρόπο διαβίωσης αλλά και ως τρόπο σκέψης. Γι 'αυτό και τα νοήματα της ταινίας είναι ρηχά, μη εξελίξιμα, και κλισέ. Δεν δίνει κανένα βάρος στην αφηγηματική δύναμη του σινεμά, αποτελεί μέρος και η ίδια στην μοδάτη τάση της αποδόμησης του ύφους, στην αποδόμηση της καλλιτεχνικότητας του έργου. Σαν συνειδητή πρόθεση να μην φτιάχνεται πλέον «μεγάλο» σινεμά. Σαν η πρόθεση να είναι να το σνομπάρουμε. Σαν να αποποιούμαστε την αποστολή του καλλιτέχνη, μέσα στην κοινωνία. Έτσι, την ταινία την βρίσκω καθαρά πυροσβεστική στην πρόθεση της να αφηγηθεί. Έχει ρόλο, όπως είπα, καθαρά απεικονιστικό, κάτι που η σύγχρονη αισθητική θεωρία έχει αποβάλλει. Δεν μιλώ για ρεαλισμό (που εκ των πραγμάτων μελετά) αλλά για απόλυτο νατουραλισμό. Τι φταίει; Η ευκολία του σύγχρονου ψηφιακού μέσου; Η μη ταύτιση τέχνης και πραγματικότητας; Η αδιαφορία από πλευράς δημιουργών μελέτης και ακολούθως η εξεύρεση εύκολων τρόπων αφήγησης των εσωτερικών τους αδιεξόδων, που δεν απασχολούν το κοινό; Πολλοί οι παράγοντες και άνευ σημασίας η ιεράρχηση. Η ουσία είναι ότι η ταινία δεν λειτουργεί ούτε σαν ιστορία, ούτε σαν αφηγηματικό ύφος, ούτε σαν προβληματισμός.
Στην ιστορία του σινεμά πολλές ταινίες, μίλησαν για τους «απ' έξω». Ο ιταλικός νεορεαλισμός ήταν στην «απ' έξω». Ο Kes (του Ken Loach), επίσης. Ο Antoine Doinel (του Τρυφώ στα «400 χτυπήματα»). Τα παιδιά στο βρετανικό αριστούργημα «Selfish Giant». Αλλά ήταν σε αυτή την θέση με σαφή κινηματογραφικά αφηγημένη αιτία, χωρίς μοιρολατρικό ύφος και δήθεν μοντέρνας αντίληψης περί «αντίδρασης» και απόδρασης από τα είθισται και τα status.
Αποτελούσαν χαρακτήρες φορείς ιδεών, χαρακτήρες πλήρως αναπτυγμένους στο σύνολο των φιλμικών γεγονότων. Δεν ήταν ούτε σχηματικά σκιάχτρα μα ούτε και άνθρωποι της μια στιγμής. Ήταν κινηματογραφικοί χαρακτήρες. Φορείς δραματουργίας, μεταλαμπαδευτές κοινωνικής συνείδησης. Οι παραπάνω δημιουργοί, μεθοδικά αναζητούσαν μια αλήθεια μέσα στο δράμα των χαρακτήρων, που δεν μένει σε αυτούς και φυσικά μέσα στις τέσσερις πλευρές του κινηματογραφικού κάδρου. Φεύγει και εκτοξεύεται στο κοινό, με άκρως συναισθηματικά δυνατό τρόπο. Και αυτή η δυνατότητα του σινεμά δεν εκμηδενίστηκε. Βρίσκεται εκεί, άρα δεν υπάρχει λόγος να θρυμματίζεται αναίτια.
Εν τέλει, θα πρέπει πολλές φορές να ανεβάζουμε τα στάνταρ μας. Να υπάρχει συσχέτιση εποχής και τέχνης. Να ανοίξουμε τα παράθυρα να μπει το φως. Όχι τέχνη, σαν υποκρισία των κακώς εννοουμένων κουλτουριάρηδων, αλλά τέχνη της ειλικρίνειας της πραγματικότητας όπως έχει και στο φαίνεσθε και στο βάθος. Ίσως είναι απλά σωστό, να πούμε, όσοι τουλάχιστον δέχονται την αντίληψη τους ως διαλεκτική, την εξής αλήθεια, που ταιριάζει και στο σινεμά: «Δεν αρκεί να εξηγούμε με διάφορους τρόπους τον κόσμο, μα να τον αλλάξουμε». Η μεγάλη τέχνη, θέλοντας και μη το έκανε και έχουμε αυτή την ανάγκη, καθώς μονίμως μας γεννιέται η έλλειψη της.